Aμα τη δημοσιεύσει της πολυθρύλητης Σύμβασης «Δωρεάς» (μόνο κατ’ ευφημισμόν δύναται να λογισθεί ως δωρεά, ως αναλύεται κατωτέρω) από το Υπουργείο Παιδείας, ευθύς εξ αρχής μονοπώλησε εν πολλοίς την πολιτική συζήτηση. Ευλόγως, καθώς η κυβερνητική αφήγηση συνιστά ένα κατ’ εξοχήν κραυγαλέο παράδειγμα πολιτικής αλητείας και ακατάσχετης ψευδολογίας εκ μέρους του κυβερνώντος κόμματος, προσιδίαζε δε περισσότερο την τοποθέτηση του γνωστού αντιπρόεδρου της ΠΑΕ Εδεσσαϊκός: αρχικώς είπαμε ότι είναι δωρεά εκ μέρους της Cisco, εν συνεχεία τράπηκε σε δωρεά περιορισμένου χρονικού διαστήματος, ενώ εμείς δεν δώσαμε προσωπικά δεδομένα, δόθηκαν όμως μόνα όσα προβλέπονται από τη σύμβαση και για τους σκοπούς αυτής. Τρικυμία εν κρανίω!
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, η οποία στην προσπάθειά της να μαζέψει τα ασυμμάζευτα, προσέφερε κύμα γέλωτος σε όσους έχουν διαβάσει τις ανακοινώσεις του υπουργείου. Περαιτέρω, όσοι ήρωες και όσες ηρωίδες κατόρθωσαν και παρακολούθησαν την τοποθέτηση της Νίκης Κεραμέως, το πρωί της 24ης Μαρτίου σε εκπομπή του ΣΚΑΪ, ένιωσαν σίγουρα τη λογική τους να δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα. Ο λόγος επ’ αυτού; Η τοποθέτηση της υπουργού Παιδείας θα μπορούσε να τροφοδοτεί τη στήλη μας «Η παπάρα» τουλάχιστον επί μία εβδομάδα, καθώς εξακόντιζε τα μαργαριτάρια κατά ριπάς. Προκειμένου να σταχυολογήσουμε τα μείζονα ζητήματα, θα αναλύσουμε κατά σειρά την τοποθέτηση της Νίκης Κεραμέως.
«Ψέμα πρώτο που ακούστηκε χθες: ότι τελικά η σύμβαση δεν είναι δωρεάν. Μα τι νομίζουν, δε διαβάζουμε; Ορίστε η σύμβαση της Cisco. Τι λέει; “Δωρεάν”! Πρώτη λέξη “Δωρεάν Παραχώρηση”. Ακριβώς, από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Ιανουάριο του 2021 δωρεάν! Αρα πρώτο το κρατούμενο, φυσικά και ήταν δωρεάν και πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που καταφέραμε να έχουμε μία τέτοια πλατφόρμα για όλη την εκπαιδευτική κοινότητα χωρίς ούτε ένα ευρώ επιβάρυνση για το ελληνικό Δημόσιο. Δεν μπορεί προφανώς μία τέτοια πλατφόρμα, η οποία κοστίζει προφανώς πολλά χρήματα και για τα οποία άλλες κυβερνήσεις πληρώνουν, να είναι εσαεί δωρεάν. Εμείς τι κάναμε; Για να μη δαπανήσουμε νέα κονδύλια του ελληνικού Δημοσίου, πήγαμε και αξιοποιήσαμε ανενεργές, υφιστάμενες άδειες, οι οποίες μαντέψτε πότε είχαν υπογραφεί; Επί ΣΥΡΙΖΑ» (οι εμφάσεις επί του κειμένου είναι δικές μας).
Η υπουργός Παιδείας, υιοθετώντας ύφος γνωστού τηλεπλασιέ-υπουργού, διατυμπάνιζε το στοιχείο της «δωρεάν παραχώρησης», ως κατ’ επανάληψη τόνισε, διέλαθαν βέβαια της προσοχής της μερικές ήσσονος σημασίας λεπτομέρειες:
Λεπτομέρεια 1η: Η αμερικανοτραφής Νίκη Κεραμέως υποστήριξε ότι στη μεταφρασμένη εκδοχή της σύμβασης ήδη από τις πρώτες λέξεις ρητώς αναγράφεται ότι πρόκειται για «δωρεάν παραχώρηση». Βέβαια, ξέχασε να αναγνώσει μάλλον το Letter of Agreement (υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 1028, με ημερομηνία 1 Φεβρουαρίου 2021), καθώς θα διάβαζε ότι οι από 13 Μαρτίου 2020, από 11 Σεπτεμβρίου 2020 και από 9 Νοεμβρίου 2020 (ως τροποποιήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν 158293/04 Δεκεμβρίου 2020 Τροποποιητική Σύμβαση) ρητώς χαρακτηρίζονται ως “Free Trial Agreements”, ήτοι Συμβάσεις Δωρεάν Δοκιμής! Ολως τυχαίως, στις επίσημες μεταφράσεις της Σύμβασης παραλείφθηκε η αναφορά της έννοιας της Δοκιμής. Καθίσταται επομένως πασίδηλος ο λόγος των αλλεπάλληλων σύντομης χρονικής διάρκειας συμβάσεων, καθώς επρόκειτο για δοκιμαστικές περιόδους! Πρόκειται για μία συνήθη πρακτική σε πάσης φύσεως λογισμικά να δίδεται μία δοκιμαστική περίοδος, προκειμένου ο χρήστης/πελάτης να διαπιστώσει την καταλληλότητα του προϊόντος, ως και την απόκριση στις τεχνικές και πάσης φύσεως απαιτήσεις του καταναλωτή. Επομένως, το υπουργείο Παιδείας επαίρεται για τη χρήση της πλατφόρμας της Cisco άνευ της καταβολής οικονομικού αντιτίμου, υπό τη συνήθη έννοια -γιατί, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω, αντίτιμο καταβλήθηκε, απλά όχι σε χρηματική μορφή-, στο πλαίσιο Δοκιμαστικής Περιόδου, κατά τα ειωθότα!
Λεπτομέρεια 2η: Οι επικεφαλής του υπουργείου Παιδείας, ως και η μεταφράσασα δικηγόρος, ανερυθριάστως χαρακτηρίζουν τις ως άνω παραχωρήσεις χρήσης (έστω και στο πλαίσιο δοκιμαστικής περιόδου) ως «δωρεά». Εντούτοις, το εννοιολογικό περιεχόμενο και τα ουσιώδη γνωρίσματα (essentialia negotii) της δωρεάς στην ελληνική νομική έννοια είναι σαφώς οριοθετημένα, ως καλώς (υποθέτουμε ότι) γνωρίζει η νομικός Νίκη Κεραμέως. Κατά το άρθρο 496 Αστικού Κώδικα: «Η παροχή σε κάποιον ενός περιουσιακού αντικειμένου αποτελεί δωρεά, αν γίνεται κατά τη συμφωνία των μερών χωρίς αντάλλαγμα». Συνάγεται επομένως αυτόθροα πως ουσιώδες γνώρισμα της εννόμου σχέσης της δωρεάς είναι η επίδοση (ή έστω υπόσχεση επίδοσης) περιουσιακού αντικειμένου από τον δωρητή προς τον δωρεοδόχο, με βούληση ελευθεριότητας. Επιπροσθέτως, η επίδοση αυτή πρέπει να επιφέρει σωρευτικά την αύξηση της περιουσίας του δωρεοδόχου και την αντίστοιχη απομείωση της περιουσίας του δωρητή. Παγίως γίνεται δεκτό ότι η εξοικονόμηση δαπάνης (εν προκειμένω του Ελληνικού Δημοσίου) από την παραχώρηση χρήσης πράγματος, ουδαμώς συνιστά δωρεά, καθώς αφενός πληροί τις νομοτυπικές προϋποθέσεις ετέρου συμβατικού τύπου, ήτοι του χρησιδανείου (άρθρα 806 Αστικού Κώδικα επόμενα), αφετέρου ελλείπει η απομείωση της περιουσίας του δωρητή, η οποία συνιστά ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της δωρεάς. Προς επίρρωση τούτου, θα επισημάνουμε τη φράση της Κεραμέως περί μη δυνατότητας δωρεάν χρήσης της πλατφόρμας εσαεί και το γεγονός ότι διατρανώνει εν τέλει την αγορά της άδειας έναντι δεκατεσσάρων (14) περίπου ευρώ ανά καθηγητή. Δεν γνωρίζουμε τι διδάσκεται στο εξωτερικό, εμείς πάντως διδαχθήκαμε ότι ολίγον δωρεά, ως επίσης και δωρεά για περιορισμένο χρονικό διάστημα δεν υφίστανται.
Λεπτομέρεια 3η: Η λαοπρόβλητη υπουργός επιχειρεί να πείσει ότι ακόμα και στο πλαίσιο της αγοράς -έναντι του αντιτίμου των δύο (2) εκατομμυρίων περίπου- των αδειών χρήσης της Cisco, ουδεμία επιβάρυνση του Ελληνικού Δημοσίου υφίσταται, καθώς πρόκειται για αντικατάσταση ήδη υφιστάμενων, ανενεργών αδειών τηλεδιάσκεψης, οι οποίες είχαν εγκριθεί προς διάφορη χρήση. Στο πλαίσιο του προγράμματος ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ είχε εγκριθεί η προμήθεια Λογισμικού Τηλεδιασκέψεων, προς χρήση στο πλαίσιο της Δημόσιας Διοίκησης. Το ως άνω λογισμικό έτερης εταιρείας αντικαταστάθηκε από άδειες χρήσης της Cisco για χρήση στην τηλεκπαίδευση. Δηλαδή, η υπουργός εσκεμμένα παραβλέπει το γεγονός ότι δαπανάται ένα -ήδη εγκεκριμένο για έτερες άδειες- κονδύλι δύο περίπου εκατομμυρίων, εστιάζοντας στο γεγονός ότι αντικαθίστανται προϋφιστάμενες άδειες. Κοινώς, αφού πρόκειται για ήδη εγκεκριμένο κονδύλι, δεν επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός! Εφόσον περικόπτεται έτερη παροχή, προκειμένου τα κονδύλια να δαπανηθούν για την αγορά αδειών χρήσης της Cisco, και αυτό βαπτίζεται ως «μη επιβάρυνση του Ελληνικού Δημοσίου». Μάλλον οι άριστοι του Χάρβαρντ θεωρούν ότι απευθύνονται σε αβέλτερους.
Στο σημείο αυτό να μας επιτραπεί και μία μικρή παρέκβαση. Η διαδικασία σύναψης της τελικής σύμβασης αγοράς βρίθει συμπτώσεων, καθώς όλως τυχαίως επισημαίνονται ανάγκες, οι οποίες -ως εκ θαύματος- την ίδια ημέρα επιλύονται. Ως διαφαίνεται και από την υπ’ αριθμόν 109/2021 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου (εγκριτική πράξη προς κατάρτιση της σύμβασης με την Cisco), στις 28 Δεκεμβρίου 2020 απεστάλη προς την «Κοινωνία της Πληροφορίας Α.Ε.» επιστολή του Διευθυντή του Γραφείου του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κ. Πιερρακάκη (υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 5260/28.12.2020). Η ανωτέρω επιστολή αφορούσε την ανάγκη προμήθειας αδειών χρήσης πλατφόρμας τηλεκπαίδευσης για εκατόν πενήντα τέσσερις χιλιάδες (154.000) σχολικές μονάδες.
Ολως τυχαίως, η ένωση Εταιρειών «OTE A.E. – SPACE HELLAS A.E. – UNISYSTEMS A.E.», εργολάβος του προγράμματος, απέστειλε την αυτή ημερομηνία, ήτοι την 28η Δεκεμβρίου 2020, επιστολή προς την «Κοινωνία της Πληροφορίας Α.Ε.» προτείνοντας προς αντικατάσταση των ανενεργών αδειών τη χρήση του λογισμικού της Cisco, ενώ έτερη ανάδοχος του προγράμματος Εταιρεία προτείνει ήδη από 24 Δεκεμβρίου 2020 αντικατάσταση ορισμένων αδειών με αντίστοιχες της πλατφόρμας Cisco Webex Meetings, προκειμένου αυτές να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της τηλεκπαίδευσης. Οποία έκπληξις! Ορισμένοι πιο κακοπροαίρετοι από εμάς, θα έλεγαν πως τα προαναφερθέντα δεν συνιστούν σύμπτωση και πως η αγορά των αδειών της Cisco είχε συμφωνηθεί εξ αρχής και εξ ου υπεγράφησαν οι Συμβάσεις Δωρεάν Δοκιμής, προκειμένου να χαρακτηριστεί η πλατφόρμα της Cisco ως «δοκιμασμένη λύση με διευρυμένη χρήση σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης», όπερ και εγένετο στην ανωτέρω επιστολή της Ενωσης εταιρειών «OTE A.E. – SPACE HELLAS A.E. – UNISYSTEMS A.E.».
Προσωπικά Δεδομένα
«Απαγορεύεται η Cisco να κάνει οποιαδήποτε χρήση οποιωνδήποτε δεδομένων, αν δεν είναι για τους σκοπούς της σύμβασης και δη για οποιουσδήποτε εμπορικούς σκοπούς».
Τάδε έφη Νίκη Κεραμέως στην προαναφερθείσα συνέντευξη στον ΣΚΑΪ. Οιοσδήποτε και οιαδήποτε έχει ασχοληθεί στοιχειωδώς με το ζήτημα της προστασίας προσωπικών δεδομένων, γνωρίζει ότι η ανωτέρω φράση, την οποία μετά παρρησίας διατυμπάνιζε η υπουργός Παιδείας, συνιστά μία κοινότυπη ρήτρα περιεχόμενη σε συναφείς συμβάσεις. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για μία μεγαλοπρεπέστατη, επιστημονικοφανή παπάτζα, ήτις πολλάκις περιέχεται σε συμβάσεις και Πολιτικές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και συνιστά μία παντελώς αόριστη, έωλη και κενή νοήματος ρήτρα, η οποία δεν διασφαλίζει την παραμικρή προστασία, σπανίως δε λαμβάνεται υπ’ όψιν.
Ως εκ τούτων, αναφύεται ιδιαζούσης σημασίας ζήτημα της προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς τα μέσα προστασίας που χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα το υπουργείο Παιδείας δεν διασφαλίζουν την παραμικρή προστασία των δεδομένων των χρηστών. Μετά την ανάγνωση και της περιβόητης από 13 Μαρτίου 2020 -ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει- «Σύμβασης Πλαίσιο Προστασίας Δεδομένων», καθίσταται πασιφανές το μέγεθος του προβλήματος.
Η Κεραμέως ωστόσο διαρρηγνύει τα ιμάτια της για τον σύννομο χαρακτήρα της επίδικης σύμβασης, καθώς -κατά την άποψή της- η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έχει γνωμοδοτήσει για το σύννομο χαρακτήρα της τηλεκπαίδευσης. Βέβαια, μάλλον δεν έχει διαβάσει ιδιαίτερα προσεκτικά την Γνωμοδότηση της Αρχής, οπότε ευχαρίστως να της υπενθυμίσουμε ορισμένα πράγματα.
Βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου και ειδικώς του υπ’ αριθμόν 679/2016 Κανονισμού (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων – ΓΚΠΔ), οιαδήποτε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων λογίζεται ως σύννομη, εφόσον έγκειται επί ορισμένης έννομης βάσης. Εν προκειμένω, έχει κριθεί από την περιβόητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με την Γνωμοδότηση 4/2020, ότι η επεξεργασία δεδομένων βασίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, υπό στοιχεία γ΄ και ε΄, ήτοι σε συμμόρφωση προς έννομη υποχρέωση και εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον αντιστοίχως. Εξ ου και η Κεραμέως χρησιμοποιεί την ως άνω Γνωμοδότηση της Αρχής ως προπέτασμα καπνού και επιχειρεί να σπρώξει το ζήτημα κάτω από το χαλί. Στην ανωτέρω Γνωμοδότηση, ωστόσο, η Αρχή, η οποία συνιστά εποπτική αρχή κατά τους ορισμούς του άρθρου 4 υπό στοιχείο 21 και των άρθρων 51 επόμενα του ως άνω Κανονισμού, πολλάκις και για πλείστα ζητήματα κατακεραυνώνει τα ψέματα του υπουργείου ως και τη διαδικασία, διά της οποίας εγγυάται το υπουργείο -ως Υπεύθυνος Επεξεργασίας- τον σύννομο χαρακτήρα της επεξεργασίας.
Πρώτον, δυνάμει του άρθρου 35 του Κανονισμού «1. Οταν ένα είδος επεξεργασίας, ιδίως με τη χρήση νέων τεχνολογιών και συνεκτιμώντας τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, ενδέχεται να επιφέρει υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας διενεργεί, πριν από την επεξεργασία, εκτίμηση των επιπτώσεων των σχεδιαζόμενων πράξεων επεξεργασίας στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σε μία εκτίμηση μπορεί να εξετάζεται ένα σύνολο παρόμοιων πράξεων επεξεργασίας οι οποίες ενέχουν παρόμοιους υψηλούς κινδύνους. … 7. Η εκτίμηση περιέχει τουλάχιστον: α) συστηματική περιγραφή των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας και των σκοπών της επεξεργασίας, περιλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, β) εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των πράξεων σε συνάρτηση με τους σκοπούς, γ) εκτίμηση των κινδύνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκείμενων των δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και δ) τα προβλεπόμενα μέτρα αντιμετώπισης των κινδύνων, περιλαμβανομένων των εγγυήσεων, των μέτρων και μηχανισμών ασφαλείας, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να αποδεικνύεται η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και άλλως ενδιαφερόμενων προσώπων. … 9. Οπου ενδείκνυται, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη γνώμη των υποκειμένων των δεδομένων ή των εκπροσώπων τους για τη σχεδιαζόμενη επεξεργασία, με την επιφύλαξη της προστασίας εμπορικών ή δημόσιων συμφερόντων ή της ασφάλειας των πράξεων επεξεργασίας».
Εκπονήθηκε, λοιπόν, η περιβόητη Εκτίμηση Αντικτύπου σχετικά με την Προστασία Δεδομένων (ΕΑΠΔ), στην οποία δεν ζητήθηκε κατά την παράγραφο 9 του άρθρου 35 του Κανονισμού η γνώμη των υποκειμένων της επεξεργασίας, ήτοι των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Προς δικαιολόγηση τούτου, πραγματοποιήθηκε επίκληση της χρονικής περιόδου, η οποία «…είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη, καθώς συμπίπτει αφενός με την επαναλειτουργία των σχολικών μονάδων μετά τη λήξη της προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας τους λόγω της πανδημίας Covid-19 και αφετέρου με την προετοιμασία της διεξαγωγής των Πανελλαδικών Εξετάσεων και τη λήξη του διδακτικού έτους. Επομένως, η διαβούλευση κρίνεται κατά τη σύνταξη της παρούσης, μη εφαρμόσιμη για λόγους ουσιαστικού δημοσίου συμφέροντος», όσο και του ισχυρισμού ότι τα ληφθέντα για την απρόσκοπτη και ασφαλή διεξαγωγή της επεξεργασίας πρέπει να παραμείνουν εμπιστευτικά, καθώς απαιτείτο περιγραφή των μέτρων προστασίας που εφαρμόζει η Cisco για τον σχεδιασμό και την απρόσκοπτη λειτουργία της πλατφόρμας «Webex for Meetings», ενώ «η αποκάλυψη τέτοιου είδους πληροφοριών σε ένα τόσο μεγάλο πλήθος Υποκειμένων δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους εμπιστευτικότητας και επιχειρηματικού απορρήτου» (η επισήμανση δική μας)! Εν συνεχεία δε, ρητώς αναγραφόταν ότι εφόσον κατά το τρέχον διδακτικό έτος 2020-2021 απαιτηθεί εκ νέου πραγματοποίηση μαθημάτων εξ αποστάσεως στο πλαίσιο τηλεκπαίδευσης, το υπουργείο θα εξέταζε το ενδεχόμενο διαβούλευσης με τους εμπλεκόμενους, ήτοι τα υποκείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στο πλαίσιο κατάρτισης πολιτικής προστασίας!
Τα ανωτέρω επιχειρήματα του υπουργείου -ως Υπεύθυνου Επεξεργασίας- θα χαρακτηρίζονταν ως φαιδρά, αν η κατάσταση δεν ήταν ιδιαζούσης σημασίας, ως άρρηκτα συνδεδεμένη με την τόσο σοβαρή παραβίαση προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, και δη ανηλίκων. Κατ’ αρχήν, μόνο καγχασμό μπορεί να προκαλέσει η επίκληση της πρόφασης του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για την απόκρυψη των μέτρων προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ορθότερα για την απόκρυψη της απουσίας των ως άνω μέτρων. Ετι μία φορά καταστρατηγούνται η αρχή της δημοσιότητας και της διαφάνειας, οι οποίες -υποτίθεται ότι- διέπουν τη δημόσια διοίκηση και διακυβέρνηση, ενώ έτι μία φορά χρησιμοποιείται η έννοια «του δημόσιου συμφέροντος», μία επιστημονικοφανής παπάτζα και μία έννοια «λάστιχο», της οποίας γίνεται επίκληση κάθε φορά για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα. Ωστόσο, η επίκληση κινδύνου εμπιστευτικότητας και επιχειρηματικού απορρήτου συνιστά πρόκληση! Με κυβερνητική σφραγίδα αποφασίζεται να θυσιαστούν συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών, ενδεικτικώς το προβλεπόμενο στο άρθρο 9Α του Συντάγματος δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, προκειμένου να μην τύχει ευρείας δημοσιότητας η επαίσχυντη Πολιτική (κατ’ επίφασιν) Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα μίας πολυεθνικής. Η επιτομή της υποταγής στις επιταγές του κεφαλαίου!
Τα ανωτέρω μάλιστα επιχειρήματα καταρρίπτονται από την προαναφερθείσα Γνωμοδότηση της Αρχής: «Τα επιχειρήματα με αριθμό 2 και 3 του υπεύθυνου επεξεργασίας, δεν είναι βάσιμα. Τα μέτρα που έχει λάβει το ΥΠΑΙΘ για την απρόσκοπτη και ασφαλή διεξαγωγή της επεξεργασίας και τα οποία υποστηρίζει ότι πρέπει να παραμείνουν εμπιστευτικά, περιλαμβάνουν κυρίως οργανωτικά και λιγότερο τεχνικά μέτρα, τα οποία είτε είναι ήδη δημόσια γνωστά μέσω των εγκυκλίων του Υπουργείου είτε αποτελούν τυπική πρακτική κατά τη λήψη μέτρων σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ώστε να μην τίθενται κανένα θέμα διακινδύνευσης. Οσον αφορά τα μέτρα προστασίας προσωπικών δεδομένων τα οποία εφαρμόζει η Cisco, αυτά βασίζονται στις ήδη δημοσιευμένες πρακτικές της εταιρείας (π.χ. Cisco Webex Meetings Privacy Data Sheet, δημόσια διαθέσιμα στο https://trustportal.cisco.com), χωρίς να μπορεί να τεκμηριωθεί θέμα εμπιστευτικότητας ή επιχειρηματικού απορρήτου.
Οπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης, η επεξεργασία αφορά μεγάλο αριθμό ευάλωτων υποκειμένων (μαθητών και εργαζόμενων) ενώ, έμμεσα ή άμεσα επηρεάζεται και το οικογενειακό περιβάλλον των μαθητών. Τα επηρεαζόμενα δικαιώματα συνδέονται με την εκπαίδευση και την υγεία, και όχι μόνο στενά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συνεπώς, ο υπεύθυνος επεξεργασίας που προτίθεται να εισάγει μια καινοφανή λύση (ιδίως ως προς την παράμετρο της “ταυτόχρονης” τηλεκπαίδευσης) οφείλει να ακολουθεί συστηματική προσέγγιση ως προς τον εντοπισμό και αντιμετώπιση των κινδύνων. Απαραίτητο στοιχείο της προσέγγισης αυτής είναι η εμπλοκή των υποκειμένων των δεδομένων, τα οποία επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα, αλλά και κατάλληλων εμπειρογνωμόνων.
Η Αρχή επισημαίνει ότι η εμπλοκή των υποκειμένων της επεξεργασίας και των εμπείρων φορέων στο στάδιο σύνταξης της ΕΑΠΔ (όπως και η δημοσίευση της ΕΑΠΔ ή μέρους αυτής), έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη διαφάνεια και εν τέλει, μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη εμπιστοσύνη των υποκειμένων των δεδομένων στις πράξεις επεξεργασίας και την απόδειξη της διαφάνειας και της λογοδοσίας (και εν προκειμένω σε αυξημένη χρήση των διαδικασιών σύγχρονης τηλεκπαίδευσης).
Περαιτέρω με δεδομένο ότι η ΕΑΠΔ είναι ένα “ζωντανό” κείμενο (όπως άλλωστε αναφέρεται και στο κείμενο της ΕΑΠΔ) η διαδικασία διατύπωσης γνώμης των υποκειμένων (ή των εκπροσώπων τους) θα μπορούσε να έχει συντμηθεί, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα, αλλά θα έπρεπε να έχει συνεχιστεί συστηματικότερα σε επόμενο στάδιο» (οι εμφάσεις δικές μας).
Εν συνεχεία, η Αρχή αναδεικνύει με ενάργεια και πληρότητα τις παραλείψεις του υπουργείου στην ΕΑΠΔ αλλά και στην εν γένει διαδικασία, καταρρίπτοντας πλήρως τους ισχυρισμούς της Κεραμέως περί καθ’ όλα σύννομης διαδικασίας:
- Κίνδυνοι σχετιζόμενοι με την επέμβαση στην εκπαιδευτική διαδικασία: κατά την Αρχή, ενδέχεται να θίγεται το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα στην εκπαίδευσης, ελλείπουσας σχετικής εκτίμησης και ανάλυσης της ειδικότερης επέμβασης ανά βαθμίδα και τάξη.
- Κίνδυνοι από τη χρήση εξοπλισμού που δεν βρίσκεται στην ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας, ιδίως δε το ζήτημα της χρήσης προσωπικής συσκευής για υπηρεσιακούς σκοπούς.
- Κίνδυνοι από τη χρήση των ηλεκτρονικών διευθύνσεων των εκπαιδευτικών, ειδικώς δε η ηλεκτρονική διαβίβαση δεδομένων προς τη Cisco, ακόμα και αν ένας εκπαιδευτικός δεν έχει ενεργοποιήσει την τηλεκπαίδευση.
- Κίνδυνοι από τη χρήση τρίτων εκτελούντων την επεξεργασία (subprocessors). Ρητώς επισημαίνεται ότι δυνάμει του άρθρου 28 παράγραφος 2 του Κανονισμού, η πρόσληψη και υποκατάσταση του εκτελούντος την επεξεργασία υπό τρίτων απαιτεί προγενέστερη άδεια του Υπεύθυνου Επεξεργασίας. Εν προκειμένω, διά των υπογραφεισών συμβάσεων ο Υπεύθυνος χορηγεί γενική άδεια πρόσληψης τρίτου εκτελούντος την επεξεργασία, οπότε γεννάται μόνο υποχρέωση ενημερώσεως για τυχόν σκοπούμενες αλλαγές, αφορώσες την προσθήκη ή αντικατάσταση των ετέρων εκτελούντων την επεξεργασία, προκειμένου ο Υπεύθυνος να δύναται -εφόσον επιθυμεί- να αντιταχθεί στις ως άνω μεταβολές.
- Κίνδυνοι από τις διαβιβάσεις δεδομένων εκτός Ε.Ε.
- Κίνδυνοι που απορρέουν από τους όρους της σύμβασης.
Ορισμένους εκ των ανωτέρω κινδύνων επιχείρησε το υπουργείο να καλύψει πρόχειρα με τις διάφορες τροποποιητικές συμβάσεις (ιδίως με την τροποποιητική της 4ης Δεκεμβρίου 2020, υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 12556/2020) και της αναθεωρημένης Εκτίμησης Αντικτύπου σχετικά με την Προστασία των Δεδομένων, στο πλαίσιο της αποκλειστικής προθεσμίας, που έταξε η Αρχή, προς συμμόρφωση με τις υποδείξεις της, ανεπιτυχώς δε κατά τη γνώμη του γράφοντος.
Στην τελευταία κατηγορία κινδύνων, καταδεικνύονται με ενάργεια τα ψεύδη της κυβέρνησης γενικότερα και του υπουργείου Παιδείας ειδικότερα. Αρχικώς, μνείας χρήζει το γεγονός ότι, ακόμα και στην προαναφερθείσα τροποποιημένη Εκτίμηση Αντικτύπου (βλ. σελίδα 28, υπό στοιχείο 3 «Ελαχιστοποίηση των Δεδομένων»), αναφέρεται η Cisco ως «αποδέκτης» (αρχικώς ως «τρίτος», μεταβλήθηκε κατόπιν υποδείξεως της Αρχής) των Δεδομένων, μετά του «Ινστιτούτου Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων “ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ”», το οποίο δυνάμει της από 04 Δεκεμβρίου τροποποιητικής σύμβασης χαρακτηρίζεται ως εκτελών την επεξεργασία, ενώ η Cisco για κάποιον λόγο δεν χαρακτηρίζεται ρητώς ως εκτελούσα την επεξεργασία. Διότι αν η Cisco δεν υπέχει ρόλο εκτελούσας την επεξεργασία, ως τι αποκτά πρόσβαση σε Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα;
Μεταδεδομένα
Περαιτέρω, μείζονος σημασίας ζήτημα γεννάται ως προς την συλλογή, επεξεργασία, αποθήκευση και χρήση των καλούμενων Μεταδεδομένων (Metadata). Επιχειρώντας να ορίσουμε -κατά το δυνατόν απλούστερα- την έννοια των Μεταδεδομένων, θα λέγαμε πως είναι δεδομένα περιγράφοντα έτερα δεδομένα, ήτοι μία μορφή δομημένης πληροφορίας, που περιγράφει, εντοπίζει, εξηγεί ή καθιστά καθ’ οιονδήποτε τρόπον ευχερέστερη την ανάκτηση και διαχείριση ορισμένης πληροφορίας, ή και συνόλου ή συνόλων πληροφοριών. Τα Μεταδεδομένα δεν συνιστούν αυτοτελή και ενδιαφέροντα καθαυτά δεδομένα, αλλά αναφέροντα σε έτερα, πιο συγκεκριμένα δεδομένα.
Δυνάμει των Παραρτημάτων και των Συνημμένων της ως άνω από 13 Μαρτίου 2020 Σύμβασης Πλαίσιο, ρητώς ορίζεται ότι -μεταξύ άλλων- συλλέγονται στοιχεία χρήστη (λόγου χάριν όνομα χρήστη, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), πρόγραμμα περιήγησης, τύπος και έκδοση λειτουργικού συστήματος και ούτω καθεξής. Ιδιάζουσα σημασία όμως έχει το γεγονός ότι στα συλλεγόμενα, επεξεργαζόμενα και αποθηκευόμενα Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα συμπεριλαμβάνονται η διεύθυνση IP και η διεύθυνση MAC ενός εκάστου χρήστη, τα οποία συνιστούν τα πλέον ενδιαφέροντα για μπίζνες δεδομένα.
Για να καταστεί σαφέστερο τι εστί Διεύθυνση IP και τι Διεύθυνση MAC, θα επιχειρήσουμε εν τάχει και κατά το δυνατόν απλούστερα να ορίσουμε τις ανωτέρω έννοιες. Εν συντομία ως IP Address (Διεύθυνση Διαδικτυακού Πρωτοκόλλου) ορίζεται η μοναδική διεύθυνση ορισμένης συσκευής σε συγκεκριμένο δίκτυο, ήτοι ο μοναδικός αριθμός διά του οποίου καθίσταται αναγνωρίσιμη ορισμένη συσκευή. Αντιστοίχως ως MAC Address (Διεύθυνση Ελέγχου Προσπέλασης στο Μέσο) ορίζεται η μοναδική, αποδιδόμενη από τον κατασκευαστή ορισμένου υλικού ταυτότητα τούτου, ήτοι η μοναδική αποδιδόμενη στο πλαίσιο διασυνδέσεων δικτύων ταυτότητα για την επικοινωνία του φυσικού τμήματος του δικτύου.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί και η υπ’ αριθμόν 30 αιτιολογική σκέψη του ΓΚΠΔ, ήτις συνδέεται άρρηκτα με τα ανωτέρω γραφέντα και τα αποσαφηνίζει: «Τα φυσικά πρόσωπα μπορεί να συνδέονται με επιγραμμικά αναγνωριστικά στοιχεία ταυτότητας, τα οποία παρέχονται από τις συσκευές, τις εφαρμογές, τα εργαλεία και τα πρωτόκολλά τους, όπως διευθύνσεις διαδικτυακού πρωτοκόλλου, αναγνωριστικά cookies ή άλλα αναγνωριστικά στοιχεία όπως ετικέτες αναγνώρισης μέσω ραδιοσυχνοτήτων. Αυτά μπορεί να αφήνουν ίχνη τα οποία, ιδίως όταν συνδυαστούν με μοναδικά αναγνωριστικά στοιχεία ταυτότητας και άλλες πληροφορίες που λαμβάνουν οι εξυπηρετητές, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργηθεί το προφίλ των φυσικών προσώπων και να αναγνωριστεί η ταυτότητά τους».
Εκτός από τα προαναφερθέντα, δέον όπως τονιστεί το στοιχείο υπ’ αριθμόν 8 «Επιτρεπόμενη Χρήση και Αποκάλυψη» του Εκθέματος Προστασίας Δεδομένων και δη του Συνημμένου Β΄, ήτοι: «Εκτός εάν άλλως προβλέπεται στην παρούσα ΣΠΠΔ, i) η Cisco μπορεί να αποκαλύψει δεδομένα τηλεμετρίας και δεδομένα υποστήριξης σε τρίτους, υπό την προϋπόθεση ότι τα δεδομένα αυτά έχουν συγκεντρωθεί ή/και διαγραφεί κατάλληλα ώστε να αποτραπεί εύλογα η ταυτοποίηση οποιουδήποτε μεμονωμένου φυσικού προσώπου ή νομικής οντότητας, ii) η Cisco μπορεί να χρησιμοποιεί αυτά τα απο-προσωποποιημένα δεδομένα τηλεμετρίας και δεδομένα υποστήριξης για δικούς της επιχειρηματικούς σκοπούς χωρίς απόδοση ή αποζημίωση στον πελάτη, iii) η Cisco μπορεί να χρησιμοποιήσει τα Διοικητικά δεδομένα για δικούς της επιχειρηματικούς σκοπούς ή για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τον πελάτη βάσει ισχύουσας συμφωνίας. Η Cisco δεν υποχρεούται να επιστρέψει ή να καταστρέψει δεδομένα υποστήριξης και θα συνεχίσει να επιτρέπεται να χρησιμοποιεί και να αποκαλύπτει τα εν λόγω δεδομένα διαχείρισης, δεδομένα τηλεμετρίας ή δεδομένα υποστήριξης, μόνο σε μη προσδιορισμένη μορφή, όπως ορίζεται στην παρούσα Ενότητα 8 (επιτρεπόμενη χρήση και αποκάλυψη) μετά την καταγγελία ή τη λήξη της παρούσας ΣΠΠΔ».
Ως ρητώς αναγράφεται στις υπογραφείσες αρχικές Συμβάσεις αλλά και στη Γνωμοδότηση της Αρχής, τα ανωτέρω Δεδομένα -μεταξύ τούτων και τα Μεταδεδομένα- συμφωνήθηκε να τηρούνται για επτά (7) έτη μετά τη λήξη της Σύμβασης, ενώ το υπουργείο ακόμα στην αρχική ΕΑΠΔ (σελίδα 20, υπό στοιχείο 5 «Περίοδοι Αποθήκευσης») μετά περισσού θράσους ισχυριζόταν ότι τα Μεταδεδομένα διαγράφονται μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη της Σύμβασης!
Προκειμένου να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της Αρχής, το υπουργείο προέβη στις μεταγενέστερες τροποποιήσεις (Σύμβαση από 09 Νοεμβρίου 2020 και τροποποιητική αυτής στις 04 Δεκεμβρίου 2020) και στην εκπόνηση της αναθεωρημένης ΕΑΠΔ. Ταυτοχρόνως, όμως, οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις περί αμελλητί διαγραφής Δεδομένων, ως αποτυπώνονται στις ως άνω Συμβάσεις και στην αναθεωρημένη ΕΑΠΔ (σελίδα 28, υπό στοιχείο 5 «Περίοδοι Αποθήκευσης»), κατόπιν σχετικού αιτήματος του υπουργείου, ουδαμώς αίρουν το γεγονός ότι δώρισαν για όλη τη διάρκεια της σύμβασης, ήτοι τουλάχιστον για διάστημα πλέον του ενός έτους, στη Cisco Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων εκπαιδευτικών και μαθητών, ως και των οικογενειών τους.
Περαιτέρω, τηρούνται ψευδωνυμοποιημένα για το ως άνω διάστημα, επί σκοπών αναλυτικής και μέτρησης απόδοσης, Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα. Δέον όπως επισημανθεί ότι -ακόμα και τα ψευδωνυμοποιημένα δεδομένα- συνιστούν προστατευόμενα Προσωπικά Δεδομένα, η δε άρση των ψευδωνύμων καθίσταται ευχερώς δυνατή, αποτελεί δε έναν πραγματικό κίνδυνο. Μάλιστα, στην ΕΑΠΔ ρητώς αναγράφεται (σελίδα 26, υπό στοιχείο 7 «Περαιτέρω χρήση της πλατφόρμας τηλεκπαίδευσης») ότι «μεταδεδομένα, τα οποία χρησιμοποιούνται από το ΥΠΑΙΘ αποκλειστικά για σκοπούς ερευνητικούς ή/και στατιστικούς, αφού προηγουμένως ανωνυμοποιηθούν. Συγκεκριμένα: i) Διεύθυνση IP, ii) “User Agent Identifier”, iii) Τύπος Υλικού, iv) Τύπος και Εκδοση Λειτουργικού Συστήματος, v) Εκδοση Διακομιστή “Πελάτη”, vi) IP Διεύθυνση κατά μήκος του Δικτύου, vii) “MAC Address” του τερματικού κατά περίπτωση), viii) Έκδοση πλατφόρμας, ix) Ενέργειες (είσοδος/έξοδος από την πλατφόρμα, συμμετοχή σε τηλεδιάσκεψη, αποχώρηση από τηλεδιάσκεψη), x) Πληροφορίες Συνεδρίας (τίτλος, ημερομηνία και ώρα, μέση και πραγματική διάρκεια, συνδεσιμότητα κοκ), xi) Αριθμός Τηλεδιασκέψεων, xii) Συνεδρίες κοινής/μη κοινής χρήσης της οθόνης, xiii) Αριθμός Συμμετεχόντων, xiv) Ονομα διοργανωτή τηλεδιάσκεψης, xv) Ανάλυση Οθόνης, xvi) Μέθοδος πρόσβασης στην τηλεδιάσκεψη (μέσω εφαρμογής ή λογισμικού πλοήγησης), xvii) Επιδόσεις πλατφόρμας, διαχείριση προβλημάτων, λοιπές διαγνωστικές πληροφορίες σχετικά με την πλατφόρμα». Εντούτοις, ως επισημαίνει και η Αρχή ρητώς, σαφώς και καθίσταται δυνατή η αναγνώριση ενός υποκειμένου δεδομένων, λόγου χάριν με συσχέτιση με έτερες γνωστές πληροφορίες, αφορώσες υποκείμενο των δεδομένων.
Κέρδη δεκάδων εκατομμυρίων
Ως εκ των προαναφερθέντων, συνάγεται ότι πρώτον η Cisco δύναται να χρησιμοποιεί τα Δεδομένα τηλεμετρίας, υποστήριξης και τα διοικητικά Δεδομένα (θεωρούμενα ρητώς ως προστατευτέα δεδομένα) για ίδιους επιχειρηματικούς σκοπούς, δεύτερον και συνεπεία του ανωτέρω μπορούν να αξιοποιηθούν μεταδεδομένα, όπως η Διεύθυνση IP κ.λπ., δημιουργώντας μία επικερδέστατη μπίζνα, αξίας εκατομμυρίων!
Ο λόγος επ’ αυτού εδράζεται στο γεγονός ότι ο κάτοχος (πολλώ δε μάλλον ο συλλέγων και επεξεργαζόμενος) Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δύναται να προβεί σε συμπεριφορική ανάλυση και διά μέσω ταύτης σε κατάρτιση προφίλ του υποκειμένου, ληφθέντων υπ’ όψιν και των προαναφερθέντων. Δέον δε όπως αποσαφηνιστεί ότι το προκείμενο προφίλ συμπεριφοράς χρησιμοποιείται από διάφορα κοράκια (τράπεζες, πολυεθνικές και ούτω καθεξής) ποικιλοτρόπως και προς διάφορες κατευθύνσεις: από μία απλή και «αθώα» εξαγωγή συμπερασμάτων για πιο καθημερινές συμπεριφορές (λ.χ. μουσικές προτιμήσεις), μέχρι εκτιμήσεις κινδύνων και οικονομικής κατάστασης, ως και προβολή εξατομικευμένων διαφημίσεων. Ιδίως όμως δύνανται να πωλήσουν τα ως άνω προφίλ σε διαφημιστικές εταιρείες, οι οποίες -έτσι απλά- αποκτούν μία συμπεριφορική ανάλυση μεγάλου τμήματος πληθυσμού, έχουσες κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να σχεδιάζουν και να πραγματοποιούν στοχευμένες καμπάνιες, κομμένες και ραμμένες στη συμπεριφορά των υποκειμένων, μεγιστοποιώντας έτσι τα κέρδη τους.
Ολως ενδεικτικώς θα αναφέρουμε ότι -βάσει άρθρου του 2018 των New York Times– η μέση τιμή των εν γένει Προσωπικών Δεδομένων του μέσου Αμερικάνου για διαφημιστές, εταιρείες κ.λπ., κυμαίνεται περί τα είκοσι (20) δολάρια. Πρέπει να επισημάνουμε ότι το ανωτέρω αφορά εν γένει Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα, επ’ ουδενί δε τόσο στοχευμένα Μεταδεδομένα. Ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι πωλούνται τα ανωτέρω προφίλ στην τιμή των είκοσι δολαρίων καθ’ έκαστο και ότι πωλούνται μία και μόνη φορά, μιλάμε για ένα ποσό της τάξεως των τριάντα εκατομμυρίων δολαρίων. Στην πραγματικότητα μιλάμε για μία μπίζνα δεκάδων τουλάχιστον εκατομμυρίων, δεδομένου ότι τα ανωτέρω προφίλ δυνατόν να πωληθούν πολλαπλές φορές καθ’ όν χρόνο παραμένει εν ισχύι η Σύμβαση. Αλγεινή εντύπωση προκαλεί ιδίως το γεγονός ότι τα άνωθι περιγραφέντα είναι καθ’ όλα σύμφωνα με τη Σύμβαση που υπέγραψε το υπουργείο Παιδείας!
Φαίνεται λοιπόν ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε δώρο στην Cisco περί τα δύο εκατομμύρια ευρώ σε stricto sensu οικονομικό αντάλλαγμα, ωστόσο το υπό ευρεία εννοία αντάλλαγμα -από την εκχώρηση Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα- είναι υπερπολλαπλάσιο. Επομένως, ουδεμία πρόθεση ελευθεριότητας υφίστατο από τη Cisco για τη χορήγηση αδειών χρήσης της πλατφόρμας Webex for Meetings και σαφώς ουδεμία δωρεά καταρτίστηκε, καθώς το οικονομικό όφελος, που δύναται να αποκομίσει από την επίδικη σύμβαση ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια. Και έχουν το θράσος να επαίρονται για την κατάπτυστη αυτή σύμβαση και να την χαρακτηρίζουν ως δωρεά! Και η ντροπή ντράπηκε με δαύτους…
ΥΓ1. Η Κεραμέως, μέσα στον πανικό της, εξακόντισε και άλλη μία κοτσάνα μεγατόνων, ότι δηλαδή ένας από τους λόγους που επελέγη η εν λόγω πλατφόρμα είναι ότι δεν υποχρεούται ο εκάστοτε μαθητής/η εκάστοτε μαθήτρια να δημιουργήσει λογιαριασμό. Εντύπωση ωστόσο προξενεί ότι το αυτό μαργαριτάρι περιλαμβάνεται και στην αναθεωρημένη ΕΑΠΔ, ήτοι: «Δεν τηρούνται προσωπικά δεδομένα μαθητών παρά μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που αυτοί χρησιμοποιούν -παρά τις αντίθετες συστάσεις του ΥΠΑΙ- την πλατφόρμα τηλεκπαίδευσης μέσω της εφαρμογής της CISCO και μόνο εφόσον καταχωρίσουν σε αυτή το ονοματεπώνυμο και την πραγματική διεύθυνση e–mail τους». Το γεγονός ότι για τη σύνδεση -μολονότι τύποις δεν απαιτείται- υποχρεωτικά και για πρακτικούς λόγους εισάγονται τα ανωτέρω προσωπικά στοιχεία προκειμένου να αποφευχθεί η είσοδος τυχόν κακόβουλων λογαριασμών, να παρακολουθούνται τυχόν απουσίες, μάλλον διέλαθε της προσοχής τους.
ΥΓ2. Επειδή διάφοροι καλοθελητές ψέλλισαν δειλά κάτι φληναφήματα περί απαγόρευσης χρήσης Δεδομένων για σκοπούς πλην των ρητώς προβλεπόμενων, θα επαναλάβουμε έτι μία φορά ότι οι ερευνητικοί-στατιστικοί σκοποί (που μάλιστα κείνται εκτός της ΕΑΠΔ) είναι έννοια «λάστιχο» και διαστέλλεται προκειμένου να περιλάβει επικερδείς εκμεταλλεύσεις. Εν πάση περιπτώσει, γνωρίζουμε πως γίνονται οι καπιταλιστικές μπίζνες και εφόσον η κυβέρνηση υποσχέθηκε στην Cisco (ως διαφαίνεται από τις αρχικές συμβάσεις) τη δυνατότητα χρήσης Δεδομένων, τούτο ακριβώς θα συμβεί. Αλλωστε, η πρώτη φορά είναι που κουρελιάζουν την αστική νομιμότητα;