Στα 323,378 δισ. ευρώ ανήλθε το δημόσιο χρέος της χώρας στο τέλος του β' τριμήνου του 2018, από 309,091 δισ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της Γενικής Κυβέρνησης. Δεν είναι και λίγο 14 δισ. ευρώ αύξηση του χρέους μέσα σ' ένα χρόνο.
Αν αναρωτιέστε πώς συνέβη αυτό, όταν η χώρα καταγράφει «πρωτογενή πλεονάσματα», αναζητήστε την απάντηση στο «μαξιλάρι ασφαλείας». Αύξησαν το δανεισμό από τον ESM, για να μπορέσουν να βάλουν «στην άκρη» περίπου 28 δισ. ευρώ, για να μπορούν να τραβούν απ' αυτά και να αποπληρώνουν τοκοχρεολυτικές δόσεις, για όσο διάστημα θα εξακολουθούν να βρίσκονται «εκτός αγορών». Ιδια θα είναι, βέβαια, η εξέλιξη και όταν ξαναβρεθούν «εντός αγορών». Το ελληνικό κράτος θα εξακολουθήσει να συνάπτει νέα δάνεια προκειμένου να αποπληρώσει τα προηγούμενα. Δηλαδή, θα ανανεώνει το δανεισμό του στο διηνεκές και το συνολικό ύψος του χρέους θα παραμένει στα ίδια δυσθεώρητα επίπεδα.
Οι διαδοχικές ρυθμίσεις που γίνονται από το 2011 και αναφέρονται στο χρέος, δεν αφορούν το ύψος του, αλλά τις τοκοχρεολυτικές δόσεις. Γίνονται ρυθμίσεις για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα (π.χ. μέχρι το 2023 και μετά μέχρι το 2035), σε τρόπο ώστε το ελληνικό κράτος να μπορεί να αποπληρώνει τις τοκοχρεολυτικές δόσεις χωρίς τον κίνδυνο χρεοκοπίας. Οι δόσεις καθορίζονται στο ύψος του 15% του ΑΕΠ και μετά το 2030 στο 20% του ΑΕΠ. Φυσικά, για να αποπληρωθούν τόσο υψηλές τοκοχρεολυτικές δόσεις, θα πρέπει ο προϋπολογισμός να εφαρμόζει τόσο σκληρή λιτότητα, ώστε να εξασφαλίζονται τα περιβόητα «πρωτογενή πλεονάσματα». Και αναλαμβάνονται δεσμεύσεις ως προς αυτό. Οχι γενικά και αόριστα πολιτικές δεσμεύσεις, αλλά δεσμεύσεις αποτυπωμένες σε επίσημα κείμενα της ΕΕ, έτσι που καμιά κυβέρνηση να μην μπορεί να τις παραβιάσει.