Μπορεί οι συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης σε εξαρτημένες χώρες σαν την Ελλάδα να θυμίζουν όλο και πιο έντονα την περίοδο που ο Εμίλ Ζολά έγραψε το Ζερμινάλ, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, παρoλαυτά όμως η κυρίαρχη ιδεολόγια έχει εξελιχτεί, εφευρίσκοντας μια νέα σημειολογία για να αμβλύνει τη λεκτική απόδοση καταστάσεων όπως η πείνα και το κρύο. Ετσι, η πείνα βαφτίζεται «διατροφική ανασφάλεια» και η αδυναμία ενός λαϊκού νοικοκυριού να θερμανθεί επαρκώς τους χειμερινούς μήνες ή να καταναλώσει την ενέργεια που του είναι απαραίτητη για τις καθημερινές του ανάγκες, βαφτίζεται «ενεργειακή ένδεια».
Οσο και να προσπαθεί η κυρίαρχη ιδεολογία να ωραιοποίησει την κατάσταση η πραγματικότητα δεν είναι εύκολο να κρυφτεί. Μια κατάσταση που ειδικά την περίοδο της πανδημίας έχει οξυνθεί. Την Πέμπτη 19 Νοέμβρη, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο συνδιοργάνωσαν διαδικτυακό συνέδριο με θέμα την «ενεργειακή ένδεια». Σύμφωνα με την παρουσίαση του καθηγητή του ΕΜΠ Δημήτρη Δαμίγου στο συνέδριο, ενώ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων, ειδικά σε οικονομίες με αναπτυγμένο τον κλάδο των υπηρεσιών, είτε δούλεψε με καθεστώς τηλεργασίας από το σπίτι του είτε μπήκε σε καθεστώς αναστολής εργασίας και κατ’ επέκταση παρέμενε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας στο σπίτι, η οικιακή ενεργειακή κατανάλωση αυξήθηκε δυσανάλογα λίγο, φτάνοντας το ανώτατο σημείο της αποκλειστικά τις ώρες εργασίας, ενώ το υπόλοιπο της μέρας η άυξησή της έφτανε μονοψήφια ποσοστά. Κατά τη διάρκεια του πρώτου πανδημικού κύματος, στη Νέα Υόρκη η αύξηση της οικιακής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας έφτανε το 7% κατά τις καθημερινές και το 4% τα Σαββατοκύριακα, σε σχέση με το προ πανδημίας επίπεδο, ενώ στη Βρετανία η αύξηση της οικιακής κατανάλωσης τις καθημερινές κυμαινόταν μεταξύ 3% και 6%.
Στην Ελλάδα σε δείγμα 30 νοικοκυριών, το 75% δήλωσε ότι παραμένει στο σπίτι περισσότερες ώρες σε σχέση με πριν την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων. Από αυτά, το 90% δήλωσε ότι παραμένει στο σπίτι από 6 ώρες και πάνω σε καθημερινή βάση, σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Το 20% βρισκόταν σε καθεστώς τηλεργασίας και ίδιο ποσοστό είχε μαθητές που παρακολουθούσαν μαθήματα εξ αποστάσεως, ενώ το 45% δήλωσε ότι άλλαξε η εργασιακή του κατάσταση. Το 1/3 του δείγματος δήλωσε αναστολή εργασίας, κλείσιμο της επιχείρησης ή εκ περιτροπής εργασία/μειωμένο ωράριο, ενώ περίπου οι μισοί δήλωσαν πως το εισόδημά τους μειώθηκε δραστικά. Παρά την κατακόρυφη άυξηση της παραμονής στο σπίτι για τη συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών, η ενεργειακή τους κατανάλωση αυξήθηκε μόλις 8,6%, δηλαδή περίπου μια 1Kwh τη μέρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι υπήρχαν συγκεκριμένες ώρες σε καθημερινή βάση που υπήρχε μείωση της κατανάλωσης σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα.
Αυτά τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν με τον πιο προφανή τρόπο ότι σε γενικές γραμμές τα νοικοκυριά κατέφυγαν σε περιορισμό της ενεργειακής τους κατανάλωσης ανά μονάδα χρόνου παραμονής στο σπίτι, προκειμένου να αντεπεξέλθουν οικονομικά, με δεδομένη την κατακόρυφη μείωση του λαϊκού εισοδήματος κατά τη διάρκεια του πρώτου πανδημικού κύματος. Το γεγονός αυτό έρχεται να προστεθεί σε μια δεκαετία ραγδαίας φτωχοποίησης των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κάλυψη των βασικών καθημερινών τους αναγκών. Η καπιταλιστική κρίση που προϋπήρχε του κοροναϊου, με την πανδημία να παίζει ρόλο καταλύτη στην κατακόρυφη όξυνσή της, δεν αφήνει περιθώρια ελπίδας για βελτίωση της χρόνιας πλέον υποκατανάλωσης της εργατικής τάξης και των εργαζομένων. Η μοναδική προοπτική για την ανατροπή αυτής της κατάστασης βρίσκεται στους λαϊκούς και εργατικούς αγώνες, πρώτα απ’ όλα για τα στοιχειώδη.