Η Χαμάς προσέγγισε το σχέδιο Τραμπ ως πλαίσιο διαπραγμάτευσης — ούτε απόλυτη απόρριψη ούτε άνευ όρων αποδοχή. Καλωσόρισε εκείνες τις πρόνοιες θετικής ή τακτικής φύσης που προωθούν τα συμφέροντα του παλαιστινιακού λαού, όπως ο τερματισμός του πολέμου, η απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων, η είσοδος ανθρωπιστικής βοήθειας, η ανταλλαγή κρατουμένων και η μεταβίβαση της διακυβέρνησης στη Λωρίδα της Γάζας σε ένα ανεξάρτητο τεχνοκρατικό όργανο, το οποίο θα επιλεγεί από τους ίδιους τους Παλαιστινίους μέσω εθνικής συναίνεσης.
Οσον αφορά ζητήματα που σχετίζονται με το μέλλον της Γάζας και τις θεμελιώδεις αρχές που άπτονται του αφοπλισμού της Αντίστασης και της πολιτικής συμμετοχής, η Χαμάς τα παρέπεμψε στη συλλογική εθνική θέση και στα σχετικά διεθνή ψηφίσματα, ώστε να εξεταστούν εντός ενός εθνικού πλαισίου στο οποίο το κίνημα θα συμμετάσχει υπεύθυνα.
Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζει μια λογική και υπεύθυνη στάση, αναγνωρίζοντας ότι η Χαμάς ούτε διεκδικεί την εξουσιοδότηση να μιλά εξ ονόματος του παλαιστινιακού λαού ούτε να καθορίζει μονομερώς το μέλλον του. Επιπλέον, είναι μια θέση που απολαμβάνει ευρείας αραβικής και διεθνούς αποδοχής, σηματοδοτώντας στην πράξη την απόρριψη της αμερικανικής κηδεμονίας και της ισραηλινής κατοχής και κυριαρχίας, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνει τον σεβασμό προς τη βούληση του παλαιστινιακού λαού.
Ο Τραμπ, αντιλαμβανόμενος γρήγορα τον θετικό τόνο της απάντησης της Χαμάς, έσπευσε να τη δημοσιοποιήσει, παρουσιάζοντάς την ως έγκριση του σχεδίου του. Στη συνέχεια κάλεσε το Ισραήλ να σταματήσει τις επιθέσεις στη Γάζα — απαίτηση στην οποία αναγκάστηκε να συμμορφωθεί, αναστέλλοντας την επίθεσή του και διατάζοντας τις δυνάμεις του να αναλάβουν αμυντική στάση. Φαίνεται ότι ο Τραμπ επιδίωξε να προωθήσει αυτή την εξέλιξη ως πολιτική νίκη για τον ίδιο.
Επιπλέον, ο πραγματισμός του και το παρελθόν του ως επιχειρηματία ακινήτων ενδέχεται να τον ωθούν να εκμεταλλευτεί τα σημεία σύγκλισης, με στόχο είτε να εντάξει τη Χαμάς στη διαδικασία ειρήνης, είτε τουλάχιστον να ουδετεροποιήσει τις τρέχουσες πηγές ισχύος της — δηλαδή το ζήτημα των ισραηλινών κρατουμένων και τον έλεγχό της στη Γάζα. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες πιο ευνοϊκές για την απομόνωση της Χαμάς, την αποδόμηση της στρατιωτικής της ικανότητας και την ενίσχυση μιας νέας διοικητικής δομής ευθυγραμμισμένης με τα αμερικανοϊσραηλινά πλαίσια, καθώς και με την πορεία της Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ) και των αραβικών καθεστώτων που εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ.
Η απάντηση της Χαμάς έτυχε ευρείας λαϊκής και παραταξιακής υποστήριξης εντός της Παλαιστίνης, καθώς και σημαντικής αραβικής και διεθνούς αποδοχής. Καλωσορίστηκε από το Κατάρ, την Αίγυπτο, την Τουρκία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τον Καναδά, την Αυστραλία, τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μεταξύ άλλων. Αυτή η ευρεία υποστήριξη έδωσε στο Κίνημα σημαντική δυναμική, επιτρέποντάς του να ανακτήσει την πρωτοβουλία και να στριμώξει εκ νέου το Ισραήλ πολιτικά.
Η απάντηση της Χαμάς φάνηκε ανησυχητική για το Ισραήλ, ιδίως υπό το πρίσμα της θετικής υποδοχής από την αμερικανική κυβέρνηση και της αναγκαιότητας για αντίδραση εκ μέρους του Ισραήλ, τουλάχιστον όσον αφορά τη φάση που αφορά την ανταλλαγή κρατουμένων. Οι διαπραγματεύσεις δεν θα λάμβαναν πλέον χώρα «υπό πυρά», όπως προτιμούσε το Ισραήλ. Ταυτόχρονα, το Ισραήλ διευκρίνισε ότι η αναστολή των επιθέσεών του δεν συνιστά τέλος του πολέμου ούτε αρχή απόσυρσης· αντίθετα, θα παρείχε μια προσωρινή ηρεμία και αναδιάταξη, που θα επέτρεπε στη Χαμάς να συγκεντρώσει τους κρατούμενους προκειμένου να υλοποιηθεί η συμφωνία ανταλλαγής.
Φαίνεται ότι η αντίδραση του Ισραήλ θα στοχεύσει στο να ουδετεροποιήσει τις θετικές αντιδράσεις που προκλήθηκαν από τη στάση της Χαμάς, ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των ισραηλινών κρατουμένων του. Παρολαυτά, είναι απίθανο να εγκαταλείψει τα μέσα πίεσης που κατέχει επί του παρόντος: την κατοχή μεγάλου μέρους της Γάζας, την απαγόρευση επιστροφής εκτοπισμένων στα σπίτια τους, τον έλεγχο της εισόδου ανθρωπιστικής βοήθειας και υλικών ανοικοδόμησης, καθώς και τη συνέχιση στοχευμένων επιθέσεων και δολοφονιών, ακόμα και αν ανακοινωθεί εκεχειρία, υπό το πρόσχημα πιθανών απειλών, χρησιμοποιώντας μεθόδους παρόμοιες με αυτές που εφαρμόστηκαν στον Λίβανο και τη Συρία.
Το Ισραήλ θα συνεχίσει επίσης να ασκεί πίεση για την εγκαθίδρυση τεχνοκρατικής κυβέρνησης και μηχανισμού ασφαλείας ευθυγραμμισμένων με τα δικά του πρότυπα, ενώ θα επιδιώκει επίμονα τον αφοπλισμό της Αντίστασης και τον περιορισμό της Χαμάς και άλλων δυνάμεων αντίστασης από την παλαιστινιακή πολιτική σκηνή.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση έντασης πιθανότατα θα συνεχιστεί. Αν και οι προοπτικές για την είσοδο σε μια, έστω προσωρινή, εκεχειρία και για τη διευκόλυνση της εισόδου ανθρωπιστικής βοήθειας μπορεί να βελτιωθούν τις επόμενες ημέρες, παραμένει η πιθανότητα οι ΗΠΑ να αποσύρουν τις δεσμεύσεις τους και να ευθυγραμμιστούν με τις απαιτήσεις του Ισραήλ, ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή της συμφωνίας ανταλλαγής κρατουμένων.
*Ο καθηγητής Δρ. Μόχσεν Μοχάμαντ Σάλεχ είναι γενικός διευθυντής του εγκατεστημένου στη Βηρυττό Al-Zaytouna Centre for Studies and Consultations. Δημοσιεύουμε αυτή την πρώτη πολιτική ανάλυσή του (δημοσιεύτηκε σήμερα), για την πληρέστερη ενημέρωση των αναγνωστών του ΚΟΝΤΡΑ-eksegersi.gr πάνω στις απόψεις που κυκλοφορούν σε έγκυρους κύκλους της αραβικής διανόησης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Η Παλαιστινιακή Αντίσταση, με έναν ευφυή διπλωματικό ελιγμό, «γύρισε» το διπλωματικό παιχνίδι








