Τη μέρα που ο καταδικασμένος για βιασμούς ανηλίκων Λιγνάδης έβγαινε από τη φυλακή και λίγο πριν χωθεί στην «Πόρσε» του δικηγόρου του συμπεριφερόταν σαν… αθωωθείς και υποσχόταν ότι από τώρα και μετά θα παίζει μπάλα αυτός, ο δήμαρχος Αθηναίων, μέλος της «οικογένειας Μητσοτάκη και με φιλοδοξίες μέλλοντος πρωθυπουργού, Μπακογιάννης, έκανε την εξής ανάρτηση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης:
Ας τα πάρουμε με τη σειρά, ήρεμα, με ψυχρή νομική γλώσσα.
- Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος δεν ήταν «αρχηγός της 17 Νοέμβρη». Αφήνουμε τι έχει πει ο ίδιος, αφήνουμε το ότι μια οργάνωση κομμουνιστικής αναφοράς όπως η 17Ν δεν μπορούσε να έχει αρχηγό, κατά τα ειωθότα των αστικών κομμάτων, και μένουμε μόνο στη δικαστική απόφαση –σε πρώτο και δεύτερο βαθμό- για την υπόθεση της 17Ν. Ο Α. Γιωτόπουλος δεν έχει καταδικαστεί ως «αρχηγός της 17Ν». Τέτοιος όρος δεν υπάρχει πουθενά στη δικαστική απόφαση.
- Αν ακολουθήσουμε τη λογική Μπακογιάννη, οι άδειες που δίνονται στους κρατούμενους και στις κρατούμενες δίνονται «εν κρυπτώ, δηλαδή τουλάχιστον αμήχανα». Κάθε μέρα, δεκάδες κρατούμενοι και κρατούμενες απ’ όλες τις φυλακές της χώρας παίρνουν την προβλεπόμενη κανονική άδεια. Δεν εκδίδεται Δελτίο Τύπου για κανέναν και καμιά απ’ αυτούς. Γιατί θα έπρεπε να εκδοθεί για τον Γιωτόπουλο (αν όντως πήρε άδεια); Οταν υπάρχει το λεγόμενο «δημοσιογραφικό ενδιαφέρον», είναι δουλειά του ρεπορτάζ να βρει αν έχει δοθεί άδεια σε κάποιον κρατούμενο που υπόκειται σ’ αυτό το στάτους. Δεν είναι δουλειά της φυλακής να εκδίδει ανακοίνωση ad hoc γι’ αυτόν τον κρατούμενο, γιατί απλούστατα για την υπηρεσία οι κρατούμενοι δεν (πρέπει να) διαχωρίζονται με κριτήρια «δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος». Είναι όλοι ίσοι. Επομένως, ο Μπακογιάννης συμπεριφέρεται ως κοινός προβοκάτορας έναντι της λεγόμενης σωφρονιστικής υπηρεσίας, κατηγορώντας την για «εν κρυπτώ» απόφαση. Εκτός αν εννοεί πως το συμβούλιο φυλακής (αποτελείται από τον διευθυντή της φυλακής, εκπρόσωπο της κοινωνικής υπηρεσίας της φυλακής και τον εποπτεύοντα εισαγγελέα, ο οποίος έχει και το περιβόητο δικαίωμα βέτο), προτού αποφανθεί για την άδεια που αιτήθηκε ο Α. Γιωτόπουλος, θα έπρεπε να ρωτήσει τον Μπακογιάννη, τη μάνα του και τινές άλλους. Ομως, τέτοια «πρότερη γνώμη» (με τη νομική-διοικητική έννοια του όρου) δεν προβλέπεται από τον ισχύοντα Σωφρονιστικό Κώδικα, ακόμη και μετά τις αντιδραστικές μεταλλάξεις που επέφερε η κυβέρνηση του θείου του Μπακογιάννη.
- Υπάρχει στο νόμο κάποια διάταξη που απαγορεύει στους κρατούμενους να παίρνουν άδεια συγκεκριμένες ημέρες, που σχετίζονται με τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκαν; Οχι δεν υπάρχει. Ολες οι μέρες είναι ίδιες, χωρίς καμιά εξαίρεση. Ο Μπακογιάννης αναφέρεται γκεμπελίστικα στην «επέτειο της δολοφονίας του Αξαρλιάν», γιατί δεν συμπεριφέρεται ως θεσμικός παράγοντας της αστικής εξουσίας αλλά σαν χουλιγκάνος του «ωσεδωισμού» (ας μας συγχωρηθεί ο νεολογισμός).
- Αν ο Α. Γιωτόπουλος πήρε άδεια, το σχόλιο που πρέπει να γίνει είναι ότι άργησαν δώδεκα χρόνια να του την εγκρίνουν. Στα οχτώ χρόνια «σκαστής» κράτησης χορηγείται άδεια στους ισοβίτες (με τον «νόμο Κουφοντίνα» έγιναν δέκα χρόνια, αλλά οι κρατούμενοι για τη συγκεκριμένη υπόθεση υπάγονται στο παλιό καθεστώς) και ο Γιωτόπουλος έχει 20 χρόνια στη φυλακή. Εχει εδώ και χρόνια και τις τυπικές και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για να πάρει άδεια. Κανονικά, αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να συζητάμε γιατί δεν αποφυλακίζονται υπό όρους όλοι οι κρατούμενοι γι’ αυτή την υπόθεση (και ο Γιωτόπουλος, φυσικά) και όχι γιατί ένας απ’ αυτούς πήρε την πρώτη άδειά του δώδεκα χρόνια μετά τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος.
- Οταν χορηγείται άδεια σε έναν κρατούμενο, το μόνο ερωτηματικό που υπάρχει για τη λεγόμενη σωφρονιστική υπηρεσία είναι αν ο κρατούμενος θα κάνει «καλή χρήση της άδειας» και θα επιστρέψει στον καθορισμένο χρόνο στη φυλακή. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκαν σε μερίδα του αστικού Τύπου, ο Γιωτόπουλος πήρε τριήμερη άδεια και επέστρεψε στον καθορισμένο χρόνο στη φυλακή. Αρα, δεν έχει κανένα κώλυμα για να πάρει και την επόμενη άδεια που δικαιούται.
- Οταν ο Μπακογιάννης ΑΠΑΙΤΕΙ «εξηγήσεις δημόσια και ξεκάθαρα», απειλεί τα μέλη του συμβουλίου φυλακής, χρησιμοποιώντας εμμέσως πλην σαφώς την πολιτική δύναμη που έχει ως μέλος της «οικογένειας Μητσοτάκη». Απειλεί με κυρώσεις για την άδεια που δόθηκε και, φυσικά, προειδοποιεί να μην δοθεί άλλη άδεια στον Γιωτόπουλο. Είναι, βέβαια, παντελώς αναρμόδιος θεσμικά για να ΑΠΑΙΤΗΣΕΙ, αισθάνεται όμως πολιτικά δυνατός. Και είμαστε σίγουροι πως έχουν κινηθεί ήδη οι παρα-μηχανισμοί. Δεν ξεχνάμε ότι όλοι οι εισαγγελείς που είχαν εγκρίνει τις πρώτες άδειες του πολιτικού κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα υπέστησαν πειθαρχικές διώξεις από την πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου. Δεν ξεχνάμε, επίσης, ότι ο Κουφοντίνας είχε πάρει έξι άδειες και μετά του τις έκοψαν εντελώς, με τους δικαστές του Βόλου να πετούν στα σκουπίδια ακόμα και αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου.
Συμπέρασμα: Ο Μπακογιάννης δεν αναζητά την εφαρμογή του νόμου (που δήθεν παραβίασε το συμβούλιο φυλακής), αλλά την εκδικητική τιμωρία ενός κρατούμενου, ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ. Απαιτεί από το συμβούλιο φυλακής να παρανομήσει, κόβοντας από τον Γιωτόπουλο την κανονική άδεια που δικαιούται.
Αν ήταν ένας απλός πολίτης, θα λέγαμε αυτά που λένε συνήθως για τους συγγενείς θυμάτων. Ο αστικός Τύπος συχνά-πυκνά γράφει ότι οι αντιδράσεις των συγγενών και της «κοινής γνώμης» σε δικαστικές υποθέσεις δεν πρέπει να παρασύρουν τους δικαστές, οι οποίοι πρέπει να κρίνουν απροκατάληπτα και ψυχρά, εφαρμόζοντας το νόμο και όχι τις εκδικητικού τύπου αξιώσεις των συγγενών και της «κοινής γνώμης». Συχνά, δεν έχουν κανένα δισταγμό να χαρακτηρίσουν «όχλο» τους ανθρώπους που φωνάζουν έξω από τα δικαστήρια ενάντια σε κάποιον κατηγορούμενο.
Ο Μπακογιάννης, επειδή δεν είναι ένας απλός πολίτης, αλλά είναι θεσμικός παράγοντας, μέλος μιας πανίσχυρης πολιτικής «οικογένειας» και με προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες χωρίς ταβάνι, είναι κάτι πολύ χειρότερο από αυτούς που ο αστικός Τύπος συνηθίζει να αποκαλεί περιφρονητικά «όχλο». Είναι ένας πολιτικός τραμπούκος που με τη δύναμη που του δίνει η θέση του προσπαθεί να τρομοκρατήσει εισαγγελικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες, απαιτώντας απ’ αυτούς να εξακολουθήσουν να παρανομούν σε βάρος μιας κατηγορίας κρατούμενων, τους οποίους ο Μπακογιάννης (και οι όμοιοί του) θα ήθελε να δει κρεμασμένους σε κλουβιά από τα τείχη της Ακρόπολης, κατά τη γνωστή μεσαιωνική παράδοση.
Οχι για τον Μπακογιάννη (που δε θέλει αλλά και δεν μπορεί να καταλάβει), αλλά για ανθρώπους που θέλουν να εφαρμόζονται οι κανόνες του λεγόμενου «κράτους δικαίου», θα θυμίσουμε τι αποφάσισε ο Αρειος Πάγος για δύο από τις αντιφάσεις του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Βόλου, που είχε κόψει την κανονική άδεια του Δημήτρη Κουφοντίνα.
♦ Η πρώτη αντίφαση: «Το συμβούλιο (σ.σ. του Βόλου) προχώρησε στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων και δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχαν ούτε αυτές, στηριζόμενο κυρίως στο ότι ο κρατούμενος δήλωσε ενώπιόν του αυτολεξεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: “Να πιάσουμε το κόκκινο νήμα της αντίστασης (…) αμφισβήτησα ένοπλα το κρατικό μονοπώλιο (της βίας), γι’ αυτό καταδικάστηκα…“. Το συμβούλιο εν προκειμένω δέχεται, αφενός μεν ότι στην έννοια του σωφρονισμού δεν περιλαμβάνεται η καθοιονδήποτε τρόπο ιδεολογική μεταστροφή του κατάδικου, στη συνέχεια όμως, αντιφατικά δέχεται ότι ο κρατούμενος δεν είναι πρόθυμος να αλλάξει στάση ζωής και να μεταμεληθεί αλλά εμμένει στην άποψη του περί ένοπλης ανατροπής του κρατικού μονοπωλίου της βίας και άρα καθιστά εναργές ότι, ευκαιρίας δοθείσης, δεν αποκλείεται να τελέσει και νέες αξιόποινες πράξεις ιδιαίτερης απαξίας».
Εκείνο που «είπε» ο Αρειος Πάγος είναι πως δεν μπορεί να τίθεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας η ιδεολογική μεταστροφή του κρατούμενου, δηλαδή η απαίτηση απ’ αυτόν να κάνει δήλωση μετάνοιας (για να το πούμε απλά).
♦ Η δεύτερη αντίφαση: «Το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι ο κρατούμενος δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά κατά τη διάρκεια της κράτησής του, έχει δείξει καλή διαγωγή, έχει λάβει έξι τακτικές άδειες, των οποίων έκανε καλή χρήση, αλλά δεν περιλαμβάνει περιστατικά κακής χρήσης κατά τη διάρκεια των αδειών αυτών, περιοριζόμενο στην παραδοχή ότι “κατά τη διάρκεια της προηγούμενης άδειάς του έκανε αμέριμνος περίπατο στο κέντρο της Αθήνας και μάλιστα επέτρεψε να ληφθούν και να δημοσιευθούν φωτογραφίες του, σε σημεία πλησίον εκείνων που δολοφονήθηκαν συγκεκριμένα θύματά του, συμπεριφορά όλως προκλητική, που καταδεικνύει έμπρακτα πέραν πάσης αμφιβολίας την έλλειψη σεβασμού στην μνήμη των θυμάτων“».
Με απλά λόγια, ο Αρειος Πάγος είπε στο Δικαστικό Συμβούλιο του Βόλου, ότι δεν μπορείς από τη μια να λες ότι ο Κουφοντίνας πήρε έξι άδειες και έκανε καλή χρήση τους (άρα, ούτε ύποπτος φυγής μπορεί να χαρακτηριστεί, ούτε ύποπτος για τη διάπραξη νέων «αδικημάτων») και την ίδια στιγμή να του κόβεις την άδεια επειδή έκανε βόλτες στην Αθήνα (όπως είχε κάθε δικαίωμα ως αδειούχος κρατούμενος).
Σχολιάζοντας την αρεοπαγιτική απόφαση, ο τότε πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χριστόφορος Σεβαστίδης σημείωνε ότι «ορθά δέχεται το βούλευμα ότι στην έννοια του σωφρονισμού δεν περιλαμβάνεται η ιδεολογική μεταστροφή του καταδικασθέντος». Και συνέχιζε: «Εγώ θα συμπλήρωνα ότι δεν χρειάζεται ούτε η μεταμέλειά του για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε. Πρόκειται για στοιχείο που κρίθηκε κατά την επιμέτρηση της ποινής. Η επιβληθείσα ποινή εξαντλεί τις αξιώσεις της Πολιτείας έχοντας προσμετρήσει το είδος των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν και την προσωπικότητα του δράστη. Τα Δικαστήρια δεν έχουν ρόλο πολιτικού – ιδεολογικού καθοδηγητή και δεν ζητούν δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης ιδεών που αποκλίνουν από τις κρατούσες αντιλήψεις».
«Θα πρέπει επίσης», συνέχίζε ο πρόεδρος της ΕΔΕ, «να γίνεται μια διάκριση μεταξύ των ιδεολογικών αρχών του κρατουμένου που υποστηρίζουν το αναγκαίο της ένοπλης δράσης για την κοινωνική αλλαγή και της έμπρακτης συμπεριφοράς του κατά το διάστημα που έκανε χρήση της άδειάς του. Αυτό που ενδιαφέρει το Δικαστήριο είναι το δεύτερο. Πώς συμπεριφέρθηκε ο κρατούμενος τις προηγούμενες φορές που έλαβε άδεια. Εάν ήταν ή όχι συνεπής με τις υποχρεώσεις που του επιβάλει ο νόμος. (…) Η ιδεολογικοπολιτική και φιλοσοφική συζήτηση για τον ρόλο της βίας στην ιστορία είναι πολύ παλιά και δεν λύνεται με δικαστικές αποφάσεις».
Χωρίς να παρεκκλίνει ούτε κεραία από την αστική αντίληψη για τη μειοψηφική επαναστατική βία (αντίληψη με την οποία εμείς διαφωνούμε, και θεωρητικά και πραγματολογικά), ο Χ. Σεβαστίδης επεσήμαινε: «Το να ζητείται από έναν κρατούμενο να αποκηρύξει τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις -όποιες κι’ αν είναι αυτές, όσο αποκρουστική κι’ αν είναι η ατομική βία σε επίπεδο ηθικό, όσο προβοκατόρικα και υπονομευτικά κι’ αν λειτουργεί σε επίπεδο διεκδίκησης κοινωνικών δικαιωμάτων- και να συμμορφωθεί με το αξιακό σύστημα που επικρατεί, θα οδηγούσε πολλές φορές είτε σε μια υποκριτική και κατ’ επίφαση δήλωση μετάνοιας, μη επαληθεύσιμη αφού εδράζεται αποκλειστικά στην ενδιάθετη βούληση του δηλούντος, είτε σε ρητή άρνηση συμμόρφωσης. Και στις δύο αντικειμενικά όμοιες περιπτώσεις οι θεωρητικές πιθανότητες “κινδύνου“ για την κοινωνία είναι οι ίδιες. Στην πρώτη περίπτωση αμβλύνεται το υποκειμενικό αίσθημα φόβου ενώ στη δεύτερη οξύνεται. Πρόκειται όμως για κριτήριο αρκετά επισφαλές και καθόλου χρήσιμο στην αξιολόγηση».
Αυτά, φυσικά, αφορούν τον πολιτικό κρατούμενο Δημήτρη Κουφοντίνα, που έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στην ΕΟ «17Ν», και όχι τον Γιωτόπουλο, ο οποίος και τη βία καταδίκασε, και τη δράση της 17Ν καταδίκασε και ονειδιστικά πράγματα έκανε. Αλλο αυτά, όμως, και άλλο να αμφισβητείται το δικαίωμά του στην απόλυση υπό όρον, ακόμη και το δικαίωμά του στην κανονική άδεια. Ως κρατούμενος έχει τα ίδια δικαιώματα με κάθε κρατούμενο, οι «Μπακογιάννηδες», όμως, συμπεριφερόμενοι ως κράτος εν κράτει, αντλώντας δύναμη από τους υπερατλαντικούς πάτρονες της Μπανανίας και από ό,τι πιο μαύρο υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα, εφαρμόζουν και σ’ αυτόν το γνωστό καθεστώς εξαίρεσης.