Επιβεβαιώνοντας το πρώτο συνθετικό του επιθέτου τους (Καρα=μαύρος), Καραμανλής και Καρατζαφέρης συναγωνίστηκαν την περασμένη Tετάρτη στη Βουλή στο ποιος θα προτείνει τα πιο σκληρά μέτρα κρατικής καταστολής απέναντι στις εργατικές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις, σε μια συζήτηση την οποία προκάλεσε ο Παπανδρέου, επικαλούμενος την «ανομία» που προκαλεί «ανασφάλεια στους πολίτες», και στην οποία Παπαρήγα και Αλαβάνος εμφανίστηκαν περιδεείς και προσπάθησαν ανεπιτυχώς να διαφοροποιηθούν από τον εφιάλτη του κρατικού τρόμου τον οποίο εξήγγειλε ο Καραμανλής.
Ο Καραμανλής θύμισε την παλιά καλή Δεξιά. Εχοντας στρωμένο το δρόμο από τα ΜΜΕ και το ΠΑΣΟΚ, δεν δίστασε να πει ανοιχτά ότι ο Δεκέμβρης δημιούργησε νέες ανάγκες για την κρατική καταστολή, η οποία πρέπει να περάσει σε νέα επίπεδα. «Οι εξτρεμιστικές δράσεις και το κοινό έγκλημα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία», διακήρυξε, κάνοντας σαφές ότι ταυτίζει τις εκδηλώσεις της ταξικής πάλης με τη μικρή ή τη μεγάλη ατομική παραβατικότητα. Φυσικά, για το λεγόμενο «κοινό και οργανωμένο έγκλημα» δεν ανακοίνωσε τίποτα. Αντίθετα, ανακοίνωσε πολλά για την αναβάθμιση της κρατικής καταστολής απέναντι στις λαϊκές δυνάμεις, τα οποία ενέταξε στο δόγμα της «μηδενικής ανοχής», το οποίο για πρώτη φορά α-κούστηκε τόσο καθαρά από πρωθυπουργικά χείλη («καμία κατανόηση για πράξεις βίας, καμία δικαιολογία στα όποια κίνητρα της βίας, καμία ανοχή στον εξτρεμισμό και τη βία»). Ανακοίνωσε: επέκταση της άρσης του απορρήτου, δημιουργία ενιαίου κέντρου φακελώματος, «αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου για τα εγκλήματα της ληστείας και της βιαιοπραγίας σε δημόσιες συναθροίσεις αλλά και της φθοράς ξένης περιουσίας καθώς και της σωματικής βλάβης από άτομα που καλύπτουν τα χαρακτηριστικά τους», επέκταση των καμερών και λειτουργία του συστήματος C4i όπως επί ολυμπιακών αγώνων, μέτρα για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, διότι είναι «αναφαίρετο δικαίωμα του πολίτη να πηγαίνει στη δουλειά του χωρίς να βρίσκει κλειστούς τους δρόμους», και μέτρα ενάντια στις καταλήψεις, μεταξύ των οποίων και νέα αλλαγή της νομοθεσίας για το άσυλο (επειδή «είναι αναφαίρετο το δικαίωμα του πολίτη να πηγαίνει στο σχολειό του ή στο πανεπιστήμιό του»).
Τρελαμένος από χαρά ο Καρατζαφέρης, το μόνο που βρήκε να κατηγορήσει τον Καραμανλή είναι ότι… άργησε πέντε χρόνια: «Ακουσα, κύριε πρωθυπουργέ, το λόγο σας. Αυτά τα λέω εγώ πέντε χρόνια. Αλλά όταν τα έλεγα εγώ εδώ και πέντε χρόνια, με έλεγαν ακραίο κάποιοι, μεταξύ αυτών κι εσείς. Σήμερα τα λέτε εσείς. Και δεν είναι ότι εσείς αισθάνεστε πλέον αυτή την ιδεολογία, αυτή τη σκέψη σαν σωστή. Είδα ότι την αισθάνονται όλοι οι Βουλευτές σας και σας χειροκρότησαν όλοι! Γιατί ο λόγος σας ήταν μια συρραφή των Δελτίων Τύπου που έχει βγάλει κατά καιρούς ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός. Χαίρομαι, λοιπόν, που αντιληφθήκατε την πραγματικότητα. Ομως, κύριε πρωθυπουργέ, αργήσατε πέντε χρόνια».
Ο Παπανδρέου, ο οποίος είχε προκαλέσει τη συζήτηση, το ‘ριξε στην αντιπολίτευση, η οποία με λίγα λόγια συνοψίζεται στο εξής: συμφωνούμε όλοι στις διαπιστώσεις, όμως εσείς είσαστε ανίκανοι και πάτε τώρα να επαναφέρετε το χωροφύλακα της δεκαετίας του ‘50, ενώ εμείς θα εφαρμόσουμε μοντέρνες αστυνομικές μεθόδους, συμφιλιώνοντας την αστυνομία με τον πολίτη! Δεν παρέλειψε να κατηγορήσει την κυβέρνηση ότι δεν εφαρμόζει το νόμο για το άσυλο, δηλαδή δεν στέλνει την αστυνομία να μπουκάρει στα πανεπιστήμια: «Μας είπατε ότι για όλα φταίει το πανεπιστημιακό άσυλο. Εσείς δεν αλλάξατε το νόμο; Τον εφαρμόζετε; Επιμένω, τον εφαρμόζετε;».
Η Παπαρήγα, σε ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους και χωρίς καθόλου καταγγελτικό περιεχόμενο, εξέφρασε υποτίθεται την αντίθεσή της στα όσα εξήγγειλε ο Καραμανλής, αλλά ταυτόχρονα εξέφρασε την απόλυτη ιδεολογική υποταγή του Περισσού στην αστυνομική νομιμότητα. Παραθέτουμε ένα μικρό αλλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την πρωτομιλία της: «Βεβαίως, όταν διαπαιδαγωγήσεις τους αστυνομικούς ότι ο εχθρός αυτός είναι και όταν υπάρχουν, αν θέλετε, και προβοκάτορες οι οποίοι θέλουν να δημιουργηθεί σύγκρουση με την Αστυνομία, τότε και ένα μέρος των αστυνομικών θα αποκτήσει και ένα μίσος απέναντι στον διαδηλωτή»!!! Δεν δίστασε να επιτεθεί για μια ακόμη φορά στην κατάληψη του ΑΠΘ (η οποία είχε ήδη ολοκληρωθεί, μετά από συμφωνία με την πρυτανεία για το θέμα των εργολάβων-δουλέμπορων), μιλώντας για «στημένα πανηγυράκια και κουκουλοφόρους ή λεγόμενους αντιεξουσιαστές», που «θέλουν να ξεκινήσει η παραβίαση του ασύλου»!
Ο Αλαβάνος, ομονοών κι αυτός στα θέματα της λαϊκής και αντινεολαιίστικης αντιβίας, το ‘ριξε στην… ψυχανάλυση («η προσφυγή στη βία από τη νεολαία πολλές φορές πάει να λύσει τραύματα και ζητήματα και ματαιώσεις, οι οποίες έχουν γίνει στους παππούδες τους του εμφυλίου, απ’ όποια πλευρά και αν ήταν, ή στους πατεράδες και στις μανάδες τους, της δικτατορίας») και στις αισχρές ρεφορμιστικές προτάσεις για δημιουργία ειδικής επιτροπής της Βουλής που θα καταλήξει σε προτάσεις για… αναδιοργάνωση της αστυνομίας (την πρόταση υποστήριξε και το ΠΑΣΟΚ, γεγονός που ο Αλαβάνος χαρακτήρισε «σημαντικό»).
Το σύστημα «άκουσε» το καμπανάκι του Δεκέμβρη και παίρνει τα μέτρα του. Εδώ δεν χωρούν μυξοκλάματα και αναδιπλώσεις. Μόνο στους δρόμους του αγώνα μπορεί να σπάσει η κρατική τρομοκρατία. Με πράξεις και όχι λόγια.