Βάζουν ως αναγνωστέο έγγραφο την απόφαση της προηγούμενης δίκης, που δεν είναι τελεσίδικη
Κάθε προηγούμενο ξεπέρασε η εισαγγελική αρχή, στην προσπάθειά της να κατοχυρώσει την προκλητική καταδικαστική απόφαση για τους κατηγορούμενους στην υπόθεση του ΕΛΑ, με την οποία εφαρμόστηκε η ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης. Στη νέα δίκη για την ίδια υπόθεση, ενάντια στους ίδιους κατηγορούμενους, με την προσθήκη και του Γιάννη Σερίφη, δίκη που θα ξεκινήσει στις 7 Φλεβάρη του 2005, στον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων βάζουν και αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης, κατά παράβαση κάθε έννοιας νομιμότητας, δεδομένου ότι αυτή η απόφαση δεν είναι τελεσίδικη και ήδη την έχουν εφεσιβάλει όλοι οι καταδικασθέντες.
Οπως είναι γνωστό, στην υπόθεση του ΕΛΑ είχε υπάρξει διχογνωμία ανάμεσα στις ανακριτικές αρχές και το Συμβούλιο που είχε κάνει την παραπομπή. Η διχογνωμία είχε δυο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορούσε οχτώ βομβιστικές ενέργειες του ΕΛΑ (κτίρια νομαρχίας και δήμου Αθηναίων, αστυνομικά τμήματα, κτίρια των υπουργείων Γεωργίας και Οικονομικών), τις οποίες οι ανακριτικές αρχές έκριναν ως παραγεγραμμένες, λόγω παρέλευσης 15ετίας, ενώ το Συμβούλιο έκρινε ως μη παραγεγραμμένες αποφαινόμενο αυθαίρετα πως πρόκειται για εγκαταστάσεις Κοινής Ωφέλειας για τις οποίες η παραγραφή είναι 20ετής. Περιττεύει να πούμε πως όλα αυτά τα κτίρια σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν εγκαταστάσεις Κοινής Ωφέλειας. Κοινή Ωφέλεια είναι η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, η ΕΥΔΑΠ, αυτού του τύπου οι κρατικές επιχειρήσεις.
Το δεύτερο σκέλος αφορούσε την κατάθεση του καραμπινάτου ψευδομάρτυρα Κορωναίου κατά του Γιάννη Σερίφη. Οι ανακριτικές αρχές έκριναν τον Κορωναίο ως εντελώς αναξιόπιστο, δεδομένου ότι, πέρα από τις κραυγαλέες αντιφάσεις του, τον διέψευσαν και δυο αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής. Ομως το Συμβούλιο, για προφανείς λόγους σκοπιμότητας, παρέπεμψε και τον Γιάννη Σερίφη, μολονότι ο ανακριτής Ζερβομπεάκος προχώρησε και σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση του Κορωναίου με τους δυο αξιωματικούς της Αντιτρομοκρατικής, οι οποίοι και πάλι τον διέψευσαν, ενώ και αυτός παραδέχτηκε ότι είπε ψέματα.
Ετσι στήθηκε μια δεύτερη «δίκη του ΕΛΑ», με βασικό στόχο τη συνέχιση της τρομοϋστερίας και την εκ νέου εμπλοκή του Γ. Σερίφη. Ετσι που εξελίχτηκαν τα πράγματα με την πρώτη δίκη, όμως, προέκυψαν κάποιες δυσκολίες. Η πρώτη δίκη ήταν ένα φιάσκο που κατέληξε σε μια πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά χρονικά απόφαση: οι Χρ. Τσιγαρίδας, Κ. Αγαπίου, Αγγ. Κανάς και Ειρ. Αθανασάκη καταδικάστηκαν ως απλοί συνεργοί σε όλες τις ενέργειες του ΕΛΑ. Οχι γιατί κατατέθηκε οτιδήποτε από οποιονδήποτε ή προέκυψε από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο συμμετοχή τους σε οποιαδήποτε από τις ενέργειες του ΕΛΑ, αλλά με τη λογική ότι, αφού κρίθηκε ότι ήταν μέλη του ΕΛΑ, συνέδραμαν ψυχικά τους άγνωστους φυσικούς αυτουργούς σε όλες τις ενέργειες της οργάνωσης. Εφαρμόστηκε, δηλαδή, η ναζιστική λογική της συλλογικής ευθύνης. Αυτή η λογική πρέπει να μεταφερθεί και στη δεύτερη δίκη. Οχι γιατί έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία από την άποψη των ποινών (και οι τέσσερις καταδικασθέντες, με τα 1174 χρόνια κάθειρξη που καταδικάστηκαν, δεν μπορούν να πάνε πάνω από τα 25 χρόνια), αλλά γιατί πρέπει και το δεύτερο δικαστήριο να βγάλει την ίδια απόφαση. Φαντάζεστε τί έχει να γίνει, αν (λέμε τώρα) το δεύτερο δικαστήριο αποφασίσει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για συμμετοχή των κατηγορούμενων σ’ αυτές τις συγκεκριμένες ενέργειες και τους απαλλάξει; Η προηγούμενη απόφαση θα είναι ακόμα περισσότερο στον αέρα.
Για το δεύτερο δικαστήριο δεν μπορεί να είναι δεδομένη ούτε καν η συμμετοχή των κατηγορούμενων στον ΕΛΑ, αφού η απόφαση του πρώτου δικαστήριου δεν είναι ακόμα τελεσίδικη. Επομένως, για να θεμελιωθεί καταδίκη για οποιασδήποτε μορφής εμπλοκή στις 8 επιμέρους πράξεις, θα πρέπει να αποδειχτεί τουλάχιστον ότι ήταν μέλη του ΕΛΑ, μολονότι αυτή η κατηγορία δεν θα εκδικαστεί από το δεύτερο δικαστήριο. Είναι, όμως, απαραίτητο να εξεταστεί επί της ουσίας αν ήταν ή όχι μέλη του ΕΛΑ, δεδομένου ότι από κανέναν αυτόπτη ή μη αυτόπτη μάρτυρα δεν πρόκειται να προκύψει οτιδήποτε για εμπλοκή τους στις συγκεκριμένες πράξεις. Από μια άποψη, δηλαδή, η πρώτη δίκη θα πρέπει να γίνει από την αρχή.
Η εισαγγελία εφετών, με τις κλήσεις που έστειλε στους κατηγορούμενους (τις υπογράφει ο Κ. Βομπίρης, αναπληρωτής εισαγγελέας στην πρώτη δίκη), τους ενημερώνει ότι ως μάρτυρες καλούνται και πάλι όλοι οι γενικοί μάρτυρες της πρώτης δίκης: Ζήσης, Κυριακίδου, Βεντούρης, Τόγκα, Πομώνης, Σιώζου κ.λπ. Και αυτοί, όμως, δεν αρκούν για να θεμελιωθεί κατηγορία για τις επιμέρους πράξεις, γιατί δεν έχουν να καταθέσουν τίποτα (ούτε η περιβόητη Κυριακίδου), όπως αποδείχτηκε στην πρώτη δίκη.
Πώς θα εξασφαλίσουν, λοιπόν, ότι δεν θα βγει απόφαση κόντρα στην προηγούμενη; Υπάρχει, βέβαια, το δικαστικό παρασκήνιο, όμως η εισαγγελική αρχή και ο παμπόνηρος Κ. Βομπίρης «μαγειρεύουν πριν πεινάσουν». Στα αναγνωστέα έγγραφα προσθέτουν και τα εξής:
«Αποσπάσματα των υπ’ αριθμ. 2414/2004 και 2464/2004 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με τις οποίες καταδικάστηκαν: οι Χρ. Τσιγαρίδας, Κ. Αγαπίου, Αγγελέτος Κανάς και Ειρήνη Αθανασάκη και αθωώθηκε ο Μιχ. Κασίμης για: εκρήξεις κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, συγκρότηση και ένταξη σ’ εγκληματική οργάνωση κ.λ.π. και η υπ’ αριθμ. 1198/18-10-2004 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών κ. Ελευθερίου Πατσή κατά της ανωτέρω υπ’ αριθμ. 2414/2004 αποφάσεως».
Ο λόγος αυτής της κίνησης είναι προφανής. Λένε στους δικαστές του επόμενου δικαστήριου: «Κοιτάξτε να δείτε, οι συνάδελφοί σας του προηγούμενου δικαστήριου έτσι έκριναν. Αν εσείς κρίνετε διαφορετικά, θα δημιουργήσετε μείζον πρόβλημα στη Δικαιοσύνη και στον αντιτρομοκρατικό αγώνα, δεδομένου μάλιστα ότι η πρώτη απόφαση αποτελεί αναγνωστέο έγγραφο της δικογραφίας σας. Αν κρίνετε διαφορετικά, θα είναι σαν να αυτοαναγορεύεστε σε δικαστήριο δεύτερου βαθμού. Μην το κάνετε. Καταδικάστε τους και εσείς για απλή συνέργεια, λόγω ψυχικής συνδρομής, και αφήστε το δικαστήριο του δεύτερου βαθμού να τους κρίνει τελεσίδικα, σε μια δίκη που θα περιλαμβάνει τις υποθέσεις και των δυο πρωτόδικων αποφάσεων».
Η κίνηση αυτή είναι εμφανώς παράνομη. Οταν μια απόφαση δεν έχει τελεσιδικήσει, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναγνωστέο έγγραφο σε άλλη δίκη. Αυτό το γνωρίζουν και οι πέτρες των δικαστικών μεγάρων. Και βέβαια, το γνωρίζει πολύ καλά ο εισαγγελέας Βομπίρης που υπογράφει τις κλήσεις προς τους κατηγορούμενους. Οπως γνωρίζει πολύ καλά ο ίδιος, ότι στη δίκη που προηγήθηκε, στην οποία ήταν ο αναπληρωτής εισαγγελέας και εκείνος που είχε την ιδέα της ανατριχιαστικής «ψυχικής συνδρομής», έγινε τέτοια συζήτηση και υπομνήστηκε σε συνήγορο της υπεράσπισης, ότι δεν μπορεί να κάνει χρήση δικαστικής απόφασης που δεν είναι τελεσίδικη. Θεωρούν, όμως, ότι στο πλαίσιο της «αντιτρομοκρατικής» εκστρατείας μπορούν να καθαγιαστούν τα πάντα. «Τόσα έχουν γίνει, γιατί όχι και αυτό;», σκέφτονται.
Ζητήσαμε από τη Μαρίνα Δαλιάνη, συνήγορο υπεράσπισης του Χρ. Τσιγαρίδα, να μας σχολιάσει αυτή την προκλητική εισαγγελική κίνηση και μας έκανε το παρακάτω σχόλιο:
«Η δίκη που θα διεξαχθεί στον Κορυδαλλό στις 7 Φεβρουαρίου 2005 είναι κατά το αντικείμενό της απολύτως συναφής με την δίκη που ολοκληρώθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2004. Ηδη από το στάδιο της κλήτευσης στο ακροατήριο των κατηγορουμένων για την φερόμενη ως δεύτερη δίκη ΕΛΑ, διαφαίνεται η πρόθεση επικύρωσης της αποφασιστικής εκτροπής από το κράτος δικαίου που σημειώθηκε στην πρώτη δίκη με την βίαιη είσοδο στην νομολογία της αρχής της συλλογικής ευθύνης, την αποσύνδεση της ενοχής από την πράξη και της ποινής από την ενοχή. Η επιλογή της εισαγγελικής αρχής να εντάξει στον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων αποσπάσματα (χωρίς να διευκρινίζεται ποια) από την ήδη εξαφανισθείσα, μετά την άσκηση εφέσεως από τους κατηγορουμένους, καταδικαστική απόφαση της πρώτης δίκης, κατά πρωτοφανή παράβαση της δικονομικής αρχής ότι στην ποινική δίκη δεν μπορεί να αναγνωσθεί κανένα έγγραφο από άλλη δίκη, εκτός αν έχει εκδοθεί γι’ αυτήν αμετάκλητη απόφαση, καταδεικνύει ένα και μόνο γεγονός: ότι οι κατηγορούμενοι θα φτάσουν και πάλι ενώπιον της δικαιοσύνης απογυμνωμένοι και τυπικά πλέον από το τεκμήριο αθωώτητας και ήδη στερηθέντες -κατά την ευθεία παραδοχή τουλάχιστον της κατηγορούσας αρχής- από τις ελάχιστες εγγυήσεις του ποινικοδικαιικού συστήματος. Σε αυτό το κλίμα ανατροπής της λογικής και κατάργησης των αυτονοήτων, οι δυνατότητες υπεράσπισης συρρικνούνται επικίνδυνα».