Σε απεργία πείνας βρίσκονται από τις 29 Νοέμβρη ο Ταράσιος Ζαντορόζνι και από τις 7 Δεκέμβρη ο Γεράσιμος Κυριακόπουλος, δυο από τους τρεις προφυλακισμένους για τα επεισόδια που έγιναν στις 6 του περασμένου Μάη κατά τη διάρκεια της πορείας του 4ου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ.
«Μέχρι ότου αντέχουν οι σωματικές μου δυνάμεις και έχω πνευματική διαύγεια, θα συνεχίσω να κρατάω επαφή με τον έξω κόσμο. Οι επτά μήνες ομηρίας μου με έχουν τροφοδοτήσει με αρκετό πείσμα και επιμονή για να συνεχίσω τον αγώνα μου», γράφει σε επιστολή που έστειλε την 6η μέρα της απεργίας πείνας ο Ταράσιος Ζαντορόζνι. Είναι το έσχατο μέσο που του έχει απομείνει για να καταγγείλει τη (συνήθη) αστυνομική σκευωρία που στήθηκε σε βάρος του.
«Οι ανακρίσεις μαρτύρων – αστυνομικών αλλά και δικών μου ανθρώπων» -αναφέρει- «δεν έγιναν με γνώμονα την ανεύρεση της αλήθειας, αλλά στόχευαν στο στήσιμο ενός κατηγορητηρίου, όπως αυτό τους βόλευε. Βρίσκομαι στη φυλακή βάσει κατασκευασμένων μαρτυριών των αστυνομικών, και οι οποίες στην πορεία άλλαξαν με αποτέλεσμα να προκύπτουν ακόμα περισσότερες αντιφάσεις και ανακρίβειες, οι οποίες φυσικά πάλι δεν ήταν αρκετές για να απαλλαγώ απ’ το σαθρό μου κατηγορητήριο. Βλέπετε η κοινωνία έχει μάθει να ανταποκρίνεται μόνο στην εικόνα, να αντιλαμβάνεται την ύπαρξη στυγνής αστυνομικής βίας και κατασκευής υπόπτων μόνο στην περίπτωση που κάποια τηλεοπτική κάμερα τύχει να βρίσκεται εκεί κοντά, όπως συνέβη πρόσφατα στην περίπτωση του κύπριου φοιτητή και παλαιότερα με τη σύλληψη του Simon Chapman κατά την διάρκεια των γεγονότων στη Θεσσαλονίκη το 2003. Τότε μόνο είναι έτοιμη να μαυρίσει τους κατά τα άλλα διαφανείς αστυνομικούς». Και σημειώνει: «Εγώ λοιπόν δεν είχα την “τύχη” να συλληφθώ μπροστά σε κάποια κάμερα. Ετσι και αλλιώς η σύλληψη μου έγινε μέσα σε μια καφετέρια»!!!
Και καταλήγει με αξιοπρέπεια: «Κάποιοι εκτιμούν ότι επιλέγοντας την απεργία πείνας ως μέσο αγώνα για την απελευθέρωσή μου, τιμωρώ τον εαυτό μου, εγώ όμως πιστεύω ότι θα τιμωρούσα πραγματικά τον εαυτό μου αν άφηνα αυτή την αδικία που γίνεται εις βάρος μου να συνεχιστεί. Αν παρέμενα αδρανής ακόμα μια μέρα μέσα. Από την πρώτη κιόλας μέρα της απεργίας, κάθε λογής αρμόδιοι έτρεξαν να αποδυναμώσουν και να υπονομεύσουν αυτό που κάνω.
Χαρακτηριστικά ο εισαγγελέας των φυλακών Κορυδαλλού βιάστηκε να με απειλήσει ότι αν συνεχίσω την απεργία θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε υποχρεωτική σίτιση. Παρολαυτά – και κλείνοντας – εγώ είμαι αποφασισμένος να συνεχίσω, έως ότου τερματιστεί η ομηρία μου. Ο,τι έχω είναι το σώμα μου. Ο,τι διεκδικώ είναι η απελευθέρωσή του. Ολα τα άλλα δεν φυλακίστηκαν ούτε ένα λεπτό».
Τη δική του Οδύσσεια περιγράφει ο Γερ. Κυριακόπουλος: «Το απόγευμα της 6ης Μάη, έξι αστυνομικοί -της γνωστής ομάδας για της φιλειρηνικές τους διαθέσεις ΜΑΤ – στο Θησείο, όπου εκεί δεν δημιουργήθηκε κανένα επεισόδιο, έκαναν έξι τυφλές και αναιτιολόγητες συλλήψεις, συγκεκριμένα στη πλατεία του Θησείου στο σταθμό. Μια από αυτές ήμουν και εγώ.
Η κατάσταση η οποία ακολούθησε έχει ως εξής: αφού με συνέλαβαν αναιτιολόγητα χωρίς να έχω δώσει κάποιο δικαίωμα, όπως και τους υπόλοιπους πέντε συλληφθέντες, αναφέροντας αυτό γιατί είδα και τις πέντε συλλήψεις, θεώρησα ότι κάνανε απλές προσαγωγές υπόπτων γνωρίζοντας την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί εκείνη τη μέρα. Ομως, όπως καταλαβαίνετε αφού γράφω αυτό το γράμμα, τα πράγματα μόνο έτσι δεν ήτανε. Τα ΜΑΤ είχαν άλλα σχέδια για μας. Αφού μας συνέλαβαν ξυλοφορτώνοντας, μας φόρεσαν μια χειροπέδα ανά δύο άτομα και μας έβαλαν εξαγριωμένοι και σε ανεξέλεγκτη κατάσταση να κάτσουμε στα γόνατα και με το κεφάλι στο πάτωμα μπροστά από το σταθμό του Θησείου. Τότε ο επικεφαλής αστυνομικός λέει στους υπόλοιπους αστυνομικούς να σταματήσουν να μας χτυπάνε και να μη μας ακουμπήσει κανένας γιατί υπάρχουν κάμερες. Αμέσως τότε ο επικεφαλής αστυνομικός πατώντας με δύναμη και κρυφά το χέρι του ανθρώπου που μας είχανε δέσει μαζί, ο οποίος είναι προφυλακισμένος και αυτός, γυρνάει και λέει στους υπόλοιπους αστυνομικούς ότι “αυτοί οι δύο είναι δικοί μου”, δηλαδή εμείς, κουνώντας επιδεικτικά μια σακούλα η οποία όπως έμαθα αργότερα είχα γυαλιά από μπουκάλια. Και έτσι έγινε η διαλογή.
Μετά από λίγο μας πέταξαν λες και ήμασταν τσουβάλια στη καρότσα ενός βαν φορτηγού. Στη διαδρομή προς τη ΓΑΔΑ και ζητώντας το λόγο της σύλληψής μας και της βίαιης συμπεριφοράς απέναντί μας, ο επικεφαλής αστυνομικός ο οποίος βρισκόταν μέσα στη καρότσα μαζί με άλλους δύο αστυνομικούς σε ανεξέλεγκτη κατάσταση μας χτύπαγε, μας απειλούσε και έλεγε ότι είναι τρελός και ότι του αρέσει να παίρνει χημικά και να βαράει κόσμο. Αργότερα στη ΓΑΔΑ και μη συνειδητοποιώντας τι θα επακολουθούσε μου έδωσαν ένα χαρτί να υπογράψω, όπως και στους υπόλοιπους, το οποίο είχε ένα μάτσο κατηγορίες το οποίο και βέβαια δεν το υπόγραψα αρνούμενος τις κατηγορίες».
Ομως, η βαρβαρότητα δεν σταμάτησε στους ΜΑΤάδες: «Η ελληνική αστυνομία φορτώνοντάς μας ένα βουνό ανυπόστατες κατηγορίες μας στέλνει στον εισαγγελέα ο οποίος είναι γνωστός για θέματα τρομοκρατίας για να μας απαγγείλει τις τελικές κατηγορίες. Αυτός ήθελε να μας φορτώσει- και στους 17 συλληφθέντες της 6ης Μάη- με την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας, η οποία ύστερα από τις πιέσεις των δικηγόρων έπεσε για όλους εκτός, από όσο γνωρίζω, για εμένα και τους άλλους δύο προφυλακισμένους. Η ανακριτική διαδικασία η οποία ακολούθησε ήτανε εντελώς τυπική εώς ανύπαρκτη. Τα είχανε όλα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους. Η ανακρίτρια έστρωσε τις δικογραφίες αδιαφορώντας για την πραγματικότητα . Χαρακτηριστικά στην δική μου περίπτωση, όταν της ανάφερα ότι οι κατηγορίες τις οποίες μου απέδωσαν οι αστυνομικοί είναι αναληθείς μου είπε ότι οι αστυνομικοί δεν λένε ψέματα. Ετσι με αυτά και με αυτά βρίσκομαι προφυλακισμένος, αντιμέτωπος με τις κατηγορίες για παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες, έκρηξη από την οποία μπορούσε να προκληθεί κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος για άνθρωπο κατά συρροή, εμπρησμός από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος για άνθρωπο κατά συρροή και για προμήθεια και κατοχή 50 εκρηκτικών βομβών»!
Η επιστολή καταλήγει: «Τελειώνοντας θα ήθελα να πω ότι μεγαλώνοντας και ζώντας σε ένα κόσμο όπου στο όνομα της ειρήνης και της δήθεν δημοκρατίας στην οποία μας έχουν βάλει να ζούμε και βλέποντας διαρκώς να εκμεταλλεύονται και να καταπατούνται ανθρώπινες αξίες και δικαιώματα από διάφορους κοινωνικό-πολιτικούς φορείς και τους κατασταλτικούς τους μηχανισμούς, αδιαφορώντας για το κοινωνικό καλό, η όλη αντιμετώπιση που είχα από τον κρατικό μηχανισμό από τη στιγμή που βρέθηκα σε μια τέτοια κατάσταση και όλα αυτά που περνάω μου είναι απολύτως φυσικά.
Δεν περίμενα κάτι καλύτερο και ούτε περιμένω. Το μόνο που θα ήθελα να πω σε όλους αυτούς τους κύριους πολιτικούς εξουσιαστές και τους όποιους φορείς τους εξυπηρετούν είναι ότι σε αυτό τον κόσμο που ζούμε ό,τι δίνεις παίρνεις. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους με βοήθησαν και μου συμπαραστάθηκαν και συνεχίζουν να συμπαραστέκονται. Ευχαριστώ πολύ».
Αφήσαμε τους δυο απεργούς πείνας να «μιλήσουν», αντί για οποιαδήποτε δική μας περιγραφή. Από εκεί και πέρα, δεν έχουμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο εκτός από το να απευθυνθούμε στην κοινή πείρα όλων μας. Ξέρουμε πως γίνονται οι συλλήψεις, ξέρουμε πως στήνονται οι δικογραφίες, ξέρουμε πως εξοντώνονται άνθρωποι. Ηδη, ο Ζαντορόζνι έχει οδηγηθεί στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού. Θα περιμένουμε άραγε να πέσουν σε κώμα οι δυο απεργοί πείνας για να κινητοποιηθούμε;
Μια διαδήλωση έξω από το σπίτι του υπουργού Δικαιοσύνης Α. Παπαληγούρα πήρε τον ποινικό χαρακτηρισμό της «στάσης». Η αναγραφή συνθήματος στο αστυνομικό κουβούκλιο έξω από το σπίτι χαρακτηρίστηκε ποινικά «διακεκριμένη περίπτωση φθοράς»! Μ’ αυτές τις κατηγορίες δικάστηκε από το αυτόφωρο τριμελές πλημμελιοδικείο ο 35χρονος άνδρας που συνελήφθη. Ο ίδιος παραδέχτηκε τη συμμετοχή του στη διαδήλωση, που έγινε σε ένδειξη αλληλεγγύης στους απεργούς πείνας Ζαντορόζνι και Κυριακόπουλο, αρνήθηκε όμως ότι έγραψε συνθήματα. Ο μπάτσος που φύλαγε σκοπιά δεν τον αναγνώρισε και έτσι αθωώθηκε παμψηφεί για τη… διακεκριμένη φθορά. Αθωώθηκε και για τη «στάση». Μόνο που η απόφαση εδώ ήταν 2-1. Βρέθηκε, δηλαδή, δικαστής που θεώρησε ότι η άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του συνέρχεσθαι, στη διάρκεια του οποίου δεν έγινε τίποτα (μια μηχανοκίνητη διαδήλωση ήταν) είναι «στάση»! Τη «γραμμή» την είχε δώσει ο ίδιος ο πρίγκηψ Παπαληγούρας, που είχε το θράσος να δηλώσει: «Δεν με πτοεί καμία μορφή τρομοκρατίας». «Τρομοκρατία» η διαδήλωση!!!