H εικόνα ήταν άκρως σουρεαλιστική: ο Δημήτρης Κουφοντίνας να δικάζεται στο Στρατοδικείο για ανυποταξία, επειδή το 1987, έχοντας ήδη περάσει στην παρανομία, δεν πήγε να καταταγεί. Στο ελληνικό κράτος, όμως, όπως σε κάθε κράτος, οι τύποι πρέπει να τηρούνται. Ετσι, την Πέμπτη το πρωί, ο Δ. Κουφοντίνας βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα στρατοδικείο, αποτελούμενο από τρεις στρατιωτικούς δικαστές και δύο αξιωματικούς του Στρατού. Μάλλον αντίστροφα πρέπει να το πούμε. Οι πέντε στρατοδίκες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον Δ. Κουφοντίνα.
Πρέπει, πάντως, να σημειώσουμε ότι ο πρόεδρος του Στρατοδικείου διηύθυνε άψογα τη διαδικασία. Χωρίς την παραμικρή υποτιμητική συμπεριφορά προς τον κατηγορούμενο και τους μάρτυρες υπεράσπισης, χωρίς πολιτικούς υπαινιγμούς και «αντιτρομοκρατικές» κορόνες, χωρίς να στριμώχνει τη διαδικασία ή να εμποδίζει τους μάρτυρες να αναπτύξουν τους συλλογισμούς τους. Τυπικός και καθόλου προσβλητικός ήταν και ο στρατιωτικός εισαγγελέας. Αντίθετα, οι ασφαλίτες της Αντιτρομοκρατικής προσπάθησαν να δώσουν και πάλι το γνωστό σόου, με τα τζιπάκια και τους πάνοπλους Ράμπο, δύο από τους οποίους παρέμειναν συνεχώς μέσα στην αίθουσα, κρατώντας ο καθένας ένα αυτόματο στα χέρια και έχοντας δυο πιστόλια κρεμασμένα στη ζώνη (προφανώς βλέπουν πολύ Σβαρτσενέγκερ).
Εμφανώς αδυνατισμένος ο Δ. Κουφοντίνας, με φανερά πάνω του τα σημάδια από την πολυήμερη απεργία πείνας, είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τη σύζυγό του, με συμπαραστάτες και δημοσιογράφους, που μπόρεσαν να τον πλησιάσουν και να του σφίξουν το χέρι, καθώς τα μέτρα μέσα στην αίθουσα του Στρατοδικείου δεν ήταν όπως στη δικαστική αίθουσα του Κορυδαλλού.
Η διαδικασία ξεκίνησε με δυο νομικές ενστάσεις από τη συνήγορο Γιάννα Κούρτοβικ, η οποία διευκρίνισε ότι θέτει αυτά τα νομικά ζητήματα στο πλαίσιο της γενικής εντολής που έχει από τον εντολέα της και των καθηκόντων που απορρέουν από τον Κώδικα Δικηγόρων και όχι επειδή έχει κάποια ειδική εντολή γι’ αυτή τη δίκη, δεδομένου ότι ο εντολέας της έχει μια διαφορετική στάση απέναντι στο σύστημα δικαιοσύνης που τον δικάζει. Παρεμβαίνοντας στην ένσταση περί μη κλήσης του για κατάταξη, ο Δ. Κουφοντίνας δήλωσε ότι πράγματι δεν είχε πάρει κανένα χαρτί για να παρουσιαστεί στο στρατό, όμως και αν έπαιρνε πάλι δεν θα κατατασσόταν. Οι ενστάσεις απορρίφθηκαν και η δίκη συνεχίστηκε με την εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης, που ήταν κατά τη σειρά που εξετάστηκαν οι Νίκος Γιαννόπουλος, Πέτρος Γιώτης, Γεράσιμος Λιόντος και Βαγγέλης Πισσίας.
Οι μάρτυρες αναφέρθηκαν στο ρόλο του στρατού ως καταπιεστικού μηχανισμού και οργάνου διεκπεραίωσης ιμπεριαλιστικών καθηκόντων και στο δικαίωμα άρνησης στράτευσης από οποιονδήποτε πολίτη. Ειδικά για τον Δ. Κουφοντίνα τονίστηκε ότι η ένταξή του στην Ε.Ο. 17Ν ήταν η δική του στράτευση, ενώ το πέρασμά του στην παρανομία δεν του επέτρεπε τη στράτευση. Η στάση του ήταν συνεπής με την ηθική συγκρότηση της προσωπικότητάς του, με το σύστημα αξιών του, με την ιδεολογική και πολιτική του στράτευση και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Το στρατοδικείο, διά του προέδρου και του εισαγγελέα προσπάθησε να υπερασπιστεί τον Ελληνικό Στρατό από τις κατηγορίες που διατυπώνονταν και αφορούσαν τη συμμετοχή του σε ιμπεριαλιστικές εκστρατείες και για την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού, αλλά το μόνο που κατάφερνε με τις παρεμβάσεις του ήταν να προκαλεί πιο οξύαιχμες απαντήσεις, εμπλουτισμένες με επιχειρήματα και ιστορικές αναφορές. Υστατο καταφύγιο των επιχειρημάτων των δικαστών ήταν ότι «τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει στο στρατό». Οταν, όμως, εισέπραξαν απαντήσεις για τον απεργοσπαστικό ρόλο του στρατού σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, για το φακέλωμα και τους διωγμούς των αριστερών φαντάρων (ο Γ. Λιόντος αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στα δυο στρατοδικεία και τους 13 μήνες φυλακής που εισέπραξε ο ίδιος), για τη συμμετοχή στις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, δεν αρθρώθηκε κανένας αντίλογος, εκτός από μια ξέψυχη αναφορά του προέδρου στο διεθνές δίκαιο βάσει του οποίου κηρύχτηκαν πόλεμοι! Για το χαρακτήρα αυτών των πολέμων τίποτα. Οπως τίποτα δεν αντιτάχθηκε, όταν ο Δ. Κουφοντίνας, παίρνοντας αφορμή από μια αναφορά του προέδρου προς τον Π. Γιώτη, ότι κατά το νόμο το αδίκημα της ανυποταξίας θεωρείται ατιμωτικό, ρώτησε τον μάρτυρα αν είναι ατιμωτικό αδίκημα οι μίζες στις πολεμικές προμήθειες κι αν κανένας από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς που ασκούνται σ’ αυτό το σπορ πήγε ποτέ κατηγορούμενος, για να πάρει από τον δημοσιογράφο της «Κ» απάντηση εμπλουτισμένη με στοιχεία από τα όσα αποκαλύπτονται στις συνεδριάσεις της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για τις υπηρεσίες που προσφέρουν απόστρατοι στις εταιρίες πώλησης όπλων.
Ο Δ. Κουφοντίνας, φυσικά δεν απολογήθηκε. Εκανε στο δικαστήριο μια σύντομη και μεστή δήλωση, κάθε λέξη της οποίας ήταν μια μαχαιριά (την παραθέτουμε ολόκληρη δίπλα).
Η Γ. Κούρτοβικ, διευκρινίζοντας και πάλι ότι μιλά ως συνήγορος, στο πλαίσιο της γενικής εντολής υπεράσπισης και χωρίς με όσα θα πει να συμφωνεί ο εντολέας της, αναφέρθηκε αρχικά στο ρόλο του στρατού ως καταπιεστικού μηχανισμού και στο δικαίωμα μη κατάταξης, θέτοντας στο τέλος το νομικό ζήτημα της παραγραφής του αδικήματος.
Ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του Δ. Κουφοντίνα με τροποποίηση του κατηγορητήριου (ανυποταξία σε καιρό ειρήνης, μιας και το καθεστώς της γενικής επιστράτευσης έχει καταργηθεί) και το δικαστήριο ομόφωνα συμφώνησε με την πρότασή του. Συμφώνησε επίσης με την εισαγγελική πρόταση και επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών με αναστολή και δικαίωμα έφεσης.
Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από το στόμα του Δ. Κουφοντίνα, όταν ο πρόεδρος τον ρώτησε αν θέλει να συμπληρώσει κάτι πριν το δικαστήριο αποφασίσει για την ποινή, ήταν ένα εύστοχο σχόλιο για την εκφώνηση της απόφασης: «Νομίζω ότι είναι λάθος το εισαγωγικό σας, ότι η απόφαση είναι στο όνομα του ελληνικού λαού». Λίγο μετά τη λήξη της συνεδρίασης, ο Δ. Κουφοντίνας ξαναπήρε το δρόμο για τον Κορυδαλλό περπατώντας στητός ανάμεσα σε ανθρώπους που τον χειροκροτούσαν.
ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑ
ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (2/12/2004)
Δεν θα απολογηθώ, μια δήλωση θα κάνω μόνο. Αποδέχομαι την κατηγορία και τον τιμητικό χαρακτηρισμό του ανυπότακτου. Αρνούμαι την υποταγή. Στο δικό μας στρατόπεδο, η υποταγή και η τυφλή πειθαρχία είναι το όνειδος.
Δεν αρνούμαστε τη στράτευση. Είμαστε στρατευμένοι στην υπόθεση των καταπιεσμένων, των θυμάτων της βίας και της εκμετάλλευσης.
Η ημερομηνία στράτευσής μου είναι η 17η Νοέμβρη 1973. Η μέρα που ο στρατιωτικός μηχανισμός έστρεφε για άλλη μια φορά τα όπλα εναντίον του εσωτερικού εχθρού, σε μια κορυφαία στιγμή του εμφυλίου. Η μνήμη αυτή της γενιάς μας συνάντησε τις μνήμες των πατεράδων μας από την άλλη, τη μεγάλη κορύφωση του εμφυλίου. Κι άλλες μνήμες στρατοδικείων, χιλιάδες απ’ τον εσωτερικό εχθρό εκτελεσμένοι, στρατιωτικές φυλακές, Μακρονήσια.
Θυμάστε εκείνα τα ραγιάδικα λόγια; «Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας». Παιδιά του λαού μας στάλθηκαν να υπηρετήσουν τα συμφέροντα της πατρίδας στην Κορέα χθες, στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ σήμερα, ποιος ξέρει σε ποιο άλλο σημείο του πλανήτη θα διατάξει ο στρατηγός αυτοκράτορας αύριο.
Ποια συμφέροντα ποιας πατρίδας υπηρέτησε το πραξικόπημα στην Ελλάδα, το πραξικόπημα στην Κύπρο, η οπερέτα των Ιμίων; Τα συμφέροντα της πατρίδας των ισχυρών του πλούτου και της εξουσίας.
Δική μας πατρίδα είναι η μνήμη, η Ιστορία, ο λαός και τα συμφέροντά του. Αυτή την πατρίδα υπηρετούμε, γι’ αυτή την πατρίδα στρατευθήκαμε, για την ύπαρξή της θα πολεμήσουμε και για την ελευθερία της παλεύουμε και θα παλέψουμε.
Δεν θέλουμε τον πόλεμο, δεν αγαπάμε τον πόλεμο. Ομως ο πόλεμος υπάρχει. Τον γεννούν οι αβυσσαλέες κοινωνικές ανισότητες, η εκμετάλλευση, η καταπίεση, η αδικία. Τον τρέφουν η λεηλασία των αδύνατων, η ακόρεστη δίψα του κέρδους των ισχυρών. Μόνο με τον πόλεμο έχουμε πλήρη απασχόληση των πολεμικών βιομηχανιών μας, παραδέχονται κυνικά.
Σ’ αυτόν τον κοινωνικό πόλεμο, που μαίνεται σε όλο τον πλανήτη, τα στρατόπεδα είναι χωρισμένα, δεν υπάρχουν ουδέτεροι. Εγώ διάλεξα ποιο στρατόπεδο θα υπηρετήσω.