Μπορεί ακόμα και ο μπάτσος (απόστρατος σήμερα αστυνομικός διευθυντής Παναγιωτακόπουλος) να παραδέχτηκε ότι δεν διαπράχτηκε το αδίκημα της αντίστασης κατά της αρχής, αλλά της απείθειας. Μπορεί οι αυτόπτες μάρτυρες να κατέθεσαν με κάθε λεπτομέρεια τα πραγματικά περιστατικά και την απρόκλητη και τρομοκρατική αστυνομική επίθεση ενάντια σε όσους συγκεντρώθηκαν έξω από το Εφετείο της Αθήνας, στις 27.10.02, μέρα που αποφασίστηκε η προφυλάκιση του Γ. Σερίφη. Αυτά, όμως, δεν στάθηκαν αρκετά για τους δικαστές του Ε’ Τριμελούς Πλημμελιοδικείου, που καταδίκασαν το σύντροφο Λευτέρη Σιδερή σε φυλάκιση 7 μηνών (με τριετή αναστολή) για αντίσταση κατά της αρχής (τον αθώωσαν από το ελαφρύτερο αδίκημα της πρόκλησης όλως ελαφρών σωματικών βλαβών).
Για ποιο λόγο; Γιατί δεν τους προσκύνησε. Δεν ήταν επιθετική η σύνθεση του συγκεκριμένου δικαστήριου, ούτε πιεστική στη διαδικασία. Ηθελε, όμως, το γλείψιμό της. Ηθελε τα γνωστά οπορτουνιστικά «δεν είχα πρόθεση», «υπήρχε ένταση και ζητώ συγνώμη» και τα ανάλογα. Ο Λευτέρης δεν τους τα έδωσε. Στάθηκε πολιτικά, μίλησε πολύ λίγο για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και πάρα πολύ για την τρομοϋστερία εκείνης της περιόδου και την κρατική τρομοκρατία και λίγο-πολύ έδειξε ότι δεν τον φοβίζει μια καταδίκη. Εκείνο που τον φοβίζει, όπως και κάθε αγωνιστή, είναι να μην κάνει πίσω από τις αρχές του για να πετύχει μια αθώωση.
«Διότι δεν συνεμορφώθη», λοιπόν, εισέπραξε την καταδίκη και την ποινή. Η επόμενη νομική μάχη θα δοθεί στο Εφετείο (η ποινή είναι εφέσιμη).