Οπως γράψαμε στην πρώτη, γενική προσέγγισή μας στο αντεργατικό έκτρωμα του Χατζηδάκη, αυτό αποτελεί έναν ακόμα κρίκο σε μια αντεργατική αλυσίδα, που ξεκινά από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και συνεχίζεται ανελλιπώς μέχρι σήμερα, με κορυφώσεις βέβαια την περίοδο των Μνημονίων. Πέρα από διάφορα που γράφονται (ιδιαίτερα από τους συριζαίους που προσπαθούν να κρύψουν τις πομπές τους), ο Χατζηδάκης δεν κάνει καμιά αντεργατική τομή. Πατάει πάνω στο αντεργατικό πλαίσιο που έχει ήδη διαμορφωθεί και το επιτείνει επί το αντεργατικότερο.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο δεν είδαμε να τονίζεται από όσους δημοσιολογούν επί του περιεχομένου του νομοσχέδιου Χατζηδάκη, είναι η απαγόρευση της απεργίας στο δημόσιο τομέα και την κοινή ωφέλεια, για όσο διαρκεί ο κακόφημος «δημόσιος διάλογος».
Η σχετική ρύθμιση περιλαμβάνεται στο άρθρο 93, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 3 του Ν. 2224/1994, με το οποίο θεσπίστηκε ο «δημόσιος διάλογος». Τι προβλέπει αυτή η ρύθμιση που ισχύει μέχρι τώρα; Οτι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που κηρύσσουν απεργία στο δημόσιο, στους ΟΤΑ, στα ΝΠΔΔ και στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας (υγειονομικές υπηρεσίες, νερό, ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο, διυλιστήρια ακάθαρτου πετρελαίου, χερσαίες-θαλάσσιες-αεροπορικές μεταφορές, ταχυδρομεία, τηλεπικοινωνίες, ραδιοτηλεόραση, αποχέτευσης, φορτοκεφόρτωση και αποθήκευση στα λιμάνια, ΤτΕ, Πολιτική Αεροπορία, υπηρεσίες εκκαθάρισης και πληρωμής μισθών), «πριν ασκήσουν το δικαίωμα της απεργίας υποχρεούνται να καλέσουν τον εργοδότη, με έγγραφο που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή, σε δημόσιο διάλογο για τα αιτήματα αυτής». Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εργοδότης, αν πληροφορηθεί ότι επίκειται απεργία ή αν απλώς «κρίνει ότι υπάρχει κίνδυνος διατάραξης της εργασιακής ειρήνης στην επιχείρηση».
Αρχίζει τότε μια διαδικασία (ορισμός μεσολαβητή, τυχόν ένσταση, κλήρωση, έκθεση μεσολαβητή για τα αιτήματα της απεργίας) που μπορεί να κρατήσει μέρες και να έχει κατάληξη ή την ακύρωση της απεργίας ή την παραπομπή της σε κάποιο δικαστήριο που θα την κρίνει παράνομη και καταχρηστική (ειδικά μετά την έκθεση του μεσολαβητή).
Η συγκεκριμένη ρύθμιση (Ν. 2224/1994, άρθρο 3 παράγραφος 5) προέβλεπε: «Η διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου δεν αναστέλλει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας» (η έμφαση δική μας).
Αυτή την παράγραφο την καταργεί ο Χατζηδάκης: «Οσο διαρκεί ο δημόσιος διάλογος, αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας στις επιχειρήσεις της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 1264/1982 (Α’ 79) και απαγορεύεται η άσκηση αγωγής ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων για θέματα σχετικά με την εν λόγω απεργία» (η έμφαση δική μας).
Ταυτόχρονα, καταργεί και κάποιες προθεσμίες που υπήρχαν για τη διαδικασία ανάδειξης του μεσολαβητή, με αποτέλεσμα η εργοδοτική πλευρά να μπορεί να πετάει τη μπάλα στην κερκίδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο απαγορεύεται η απεργία!
Αφού ολοκληρωθεί αυτό το καραγκιοζιλίκι του «δημόσιου διαλόγου», χωρίς να μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα της απεργίας, η εργατική πλευρά θα έχει στιγματιστεί ως «αδιάλλακτη», οπότε ο… υπεράνω τάξεων δικαστής, στον οποίο θα προσφύγει η εργοδοτική πλευρά, θα έχει δικαίωμα να κηρύξει παράνομη και καταχρηστική την απεργία.
Και βέβαια, διευκολύνεται η αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η οποία –επικαλούμενη αυτό το νομικό πλαίσιο- θα ζητά «να τα βρούμε με την εργοδοσία και να πάρουμε ένα-δυο αιτήματα, γιατί αλλιώς δε θα πάρουμε τίποτα». Ακόμα και όταν υπάρχουν οι όροι ανάπτυξης μιας μαχητικής απεργίας, το νομικό πλαίσιο διαμορφώνεται έτσι που αυτή να μπορεί να κατασταλεί με τη βία του αστικού κράτους (δικαστική και αστυνομική).
Αυτο-απεργοσπασία
Στην ίδια λογική κινείται και το επόμενο άρθρο (άρθρο 94) του αντεργατικού εκτρώματος Χατζηδάκη, που αναφέρεται στο «Προσωπικό Ασφαλείας και Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας».
Πρέπει και πάλι να σημειωθεί ότι δεν είναι ο Χατζηδάκης που εισάγει την έννοια της «Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας». Ο Χατζηδάκης απλώς ονοματοδοτεί αυτό που ισχύει ήδη με το άρθρο 21 του Ν. 1264/1982, που είναι ο βασικός συνδικαλιστικός νόμος και έχει υποστεί πολλές αντεργατικές τροποποιήσεις στα σχεδόν σαράντα χρόνια που πέρασαν από την ψήφισή του.
Στην αρχική του κιόλας μορφή, ο νόμος 1264/1982, άρθρο 21, μιλούσε για ορισμό Προσωπικού Ασφαλείας (παράγραφος 1), αλλά και για υποχρέωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων «να διαθέτουν εκτός από το προσωπικό της παραγράφου 1 (σ.σ. Προσωπικό Ασφαλείας) και το αναγκαίο προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου» (παράγραφος 2, η έμφαση δική μας). Ο πυρήνας, δηλαδή, υπάρχει από την εποχή του… καλού ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Και με βάση αυτόν τον πυρήνα έρχονταν τα δικαστήρια και έβγαζαν παράνομες και καταχρηστικές τις απεργίες.
Τον Δεκέμβρη του 1990, με το νόμο 1915 (άρθρο 4), η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη έκανε προσθήκες, ορίζοντας ποιες είναι οι «στοιχειώδεις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου» και δίνοντας το δικαίωμα στον εργοδότη να ορίζει αυτές τις ανάγκες, να ενημερώνει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και σε περίπτωση διαφωνίας τους να αποφασίζει η Επιτροπή του άρθρου 15 (πρόεδρος πρωτοδίκης, ένας εκπρόσωπος εργοδοτών, ένας εκπρόσωπος εργαζομένων) ή και μόνον ο πρόεδρος, σε περίπτωση διαφωνίας. Επίσης, έδωσε στον εργοδότη το δικαίωμα να φτιάχνει τον ονομαστικό κατάλογο του προσωπικού ασφαλείας.
Οταν το ΠΑΣΟΚ επανήλθε στην εξουσία το 1993, η κυβέρνηση Α. Παπανδρέου τροποποίησε ξανά το νόμο (με το Ν. 2224/6.7.1994). Δεν επανήλθε, όμως, στην αρχική εκδοχή του συνδικαλιστικού νόμου. Εβγαλε κάποια προκλητικά που είχε βάλει ο Μητσοτάκης, αλλά σκλήρυνε τον απεργοσπαστικό πυρήνα. Προέβλεψε και πάλι πως, σε περίπτωση απεργίας σε δημόσιο-ΟΤΑ-κοινή ωφέλεια, εκτός από το «Προσωπικό Ασφαλείας», θα πρέπει να «διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας». Το προσωπικό αυτό «παρέχει τις υπηρεσίες του κάτω από τις οδηγίες του εργοδότη, προς εκπλήρωση των σκοπών για τους οποίους διατίθεται». Ο αριθμός των εργαζόμενων και για το «Προσωπικό Ασφαλείας» και για την «αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας» καθορίζεται «με ειδική συμφωνία μεταξύ της αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης στην επιχείρηση και της διοίκησης της επιχείρησης». Προβλέπεται, ακόμη, ότι «για τις επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας, πέραν του προσωπικού της παρ. 2, με την ίδια συμφωνία είναι δυνατόν να καθορίζονται οι συγκεκριμένες ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, τις οποίες πρέπει να καλύπτει η επιχείρηση σε περίπτωση απεργίας και οι συνέπειες για την παραβίαση της συμφωνίας» (η έμφαση δική μας).
Ερχεται τώρα ο Χατζηδάκης και πατώντας πάνω στον ίδιο νόμο, στην τελική μορφή που του έδωσε το ΠΑΣΟΚ το 1994 (με Ανδρέα Παπανδρέου πρωθυπουργό, έτσι;), κάνει τα παραπέρα αντεργατικά βήματα:
-
- Βαφτίζει το προσωπικό για την «αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας», «Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας» (το βάφτισμα είναι αδιάφορο, φυσικά, αλλά χρειάζεται στον Χατζηδάκη για να το παίζει… εκσυγχρονιστής μεταρρυθμιστής).
- Ορίζει ότι «οι στοιχειώδεις αυτές ανάγκες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (⅓) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας, ανάλογα με τους κινδύνους που προκύπτουν για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών»!
Αυτό είναι το παραπέρα αντεργατικό βήμα, σε μια νομοθεσία που έχει τον ίδιο αντεργατικό πυρήνα από το 1982. Και είναι αυτός ο αντεργατικός πυρήνας που οδήγησε σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων που κήρυσσαν απεργίες «παράνομες και καταχρηστικές», με όλες τις αστικές κυβερνήσεις.
Ο Χατζηδάκης, αφού ορίσει ότι η επιχείρηση πρέπει να παρέχει τουλάχιστον το ένα τρίτο των υπηρεσιών της, αναθέτει σε εργοδοσία και συνδικαλιστική εκπροσώπηση να κάνουν τη σχετική συμφωνία! Τι αντικείμενο μπορεί να έχει μια τέτοια συμφωνία, εκτός από το να αυξήσει το ποσοστό των παρεχόμενων υπηρεσιών πάνω από το ένα τρίτο;
Για να μην υπάρξει, μάλιστα, οποιαδήποτε… παρεξήγηση, ο Χατζηδάκης προσθέτει και την ανοιχτή καταστασταλτική απειλή: «Δεν επιτρέπεται η κήρυξη απεργίας χωρίς να έχει προηγουμένως καθοριστεί το προσωπικό ασφαλείας και, όπου απαιτείται, το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παρόν, ή χωρίς να τεθεί πραγματικώς στη διάθεση του εργοδότη το προσωπικό αυτό, υποκείμενο στο διευθυντικό του δικαίωμα, με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία» (η έμφαση δική μας).
Ετσι, εργαζόμενοι που θέλουν να απεργήσουν υποχρεώνονται σε αυτο-απεργοσπασία, υπονομεύοντας την ίδια τους την απεργία. Αν σ’ αυτούς προστεθούν και οι κατ’ επιλογήν απεργοσπάστες (άρθρο 92 του εκτρώματος Χατζηδάκη: «Προστασία δικαιώματος στην εργασία»!), αντιλαμβάνεται κανείς ότι η φαλκίδευση του δικαιώματος της απεργίας φτάνει μέχρι την αχρήστευση κάθε δυνατότητας πίεσης από την απεργία. Οι απεργοί είναι καταδικασμένοι προτού καν απεργήσουν. Εκτός αν αποφασίσουν να παραβιάσουν την αστική νομιμότητα.
ΥΓ. Αλήθεια, ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει ανέβει στα κεραμίδια και σκούζει σαν γάτος το χειμώνα, γιατί δεν κατήργησε αυτό (και όχι μόνο) το αντεργατικό τερατούργημα, που τώρα συμπληρώνει ο Χατζηδάκης; Και καλά, στην αρχή δεν τον άφηνε η τρόικα, όμως από το 2018 υποτίθεται πως βγήκαμε από τα Μνημόνια… Υποτίθεται!