Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι και αυτήν τη φορά η «τυφλή» Δικαιοσύνη θα συντασσόταν με την αστική εξουσία και θα έκρινε παράνομη την απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών από τις διαδικασίες ορισμού ενδοσχολικών συντονιστών και μεντόρων, που επαναπροκήρυξε η ΑΔΕΔΥ μετά την εκ νέου αγωγή της υπουργού ιδιωτικής παιδείας και καταστολής.
Οπως αναφέρει η ΑΔΕΔΥ «σύμφωνα με ενημέρωση από τη νομική μας σύμβουλο, δημοσιεύτηκε σήμερα, Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022, η 1066/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου κατά της απεργίας-αποχής που προκήρυξε η Α.Δ.Ε.Δ.Υ. για τους εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Δεν έχουμε δει ακόμη το σκεπτικό της απόφασης, όμως είμαστε σίγουροι ότι θα κινείται στην ίδια κατεύθυνση με το προηγούμενο, σύμφωνα με το οποίο κηρύχθηκε παράνομη και η απεργία-αποχή της ΔΟΕ, αναμασώντας τα προκλητικά και γελοία «επιχειρήματα» του υπουργείου Παιδείας, που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο να κηρύσσονται παράνομες όλες οι απεργίες που τυχόν θα προκηρυχθούν και στο μέλλον. Υπάρχει δηλαδή μια προειλημμένη απόφαση να βγει παράνομη η απεργία και η αστική δικαιοσύνη ψάχνει με το ντουφέκι να ανακαλύψει «παραλείψεις», ώστε να δώσει στην απόφασή της μια νομιμοφάνεια.
Κάθε φορά, λοιπόν, διαβάζουμε ότι η απεργία-αποχή κηρύχθηκε από αναρμόδιο όργανο (π.χ. το ΔΣ) και όχι από τη Γενική Συνέλευση, γιατί λέει τώρα με τα σύγχρονα συγκοινωνιακά μέσα ανά πάσα στιγμή μπορούν να μαζευτούν τα μέλη της ΓΣ που είναι δεκάδες ή και εκατοντάδες και είναι διασκορπισμένα ανά την Ελλάδα, ότι δεν μεσολάβησε διάστημα 4 ημερών από την επίδοση του εξώδικου έως την ημέρα έναρξης της απεργίας ή ότι δεν υπήρξε αίτημα στον ΟΜΕΔ για δημόσιο διάλογο, παρά το γεγονός ότι όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρξαν υπήρξαν συναντήσεις των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών με την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, είχαν εξαντληθεί όλα τα επιχειρήματα και είχαν αναδειχθεί σαφέστατα οι αντιρρήσεις.
Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που προϋπήρξε ΓΣ, όπως στη ΔΟΕ (91η ΓΣ των αντιπροσώπων της ΔΟΕ), που πραγματοποιήθηκε στις 29-6-2022, το Πρωτοδικείο πέταξε στα σκουπίδια την απόφασή της, ισχυριζόμενο ότι «δεν συνιστά κήρυξη απεργίας αλλά πρόθεση κήρυξής της στο μέλλον»!
Κατά τα γνωστά, λοιπόν, στην αγωγή κατά της ΑΔΕΔΥ η Κεραμέως ισχυρίζεται ότι η απεργία-αποχή είναι παράνομη γιατί έχει κηρυχθεί από αναρμόδιο όργανο, την Εκτελεστική Επιτροπή που υλοποίησε σχετική απόφαση του Γενικού Συμβουλίου, και όχι το Συνέδριο το οποίο έχει την έννοια της ΓΣ, ότι δεν τηρήθηκε η προθεσμία των 4 ημερών και ότι δεν υπήρξε αίτημα στον ΟΜΕΔ για δημόσιο διάλογο (σ.σ. ολόκληρη η αγωγή Κεραμέως δημοσιεύεται στο τέλος).
Επιστρατεύει ακόμη τη χουντικής έμπνευσης αιτιολογία ότι πρόκειται για πολιτική απεργία και επομένως έγκλημα καθοσιώσεως για το αστικό κράτος: «απαγορεύεται προεχόντως η λεγόμενη πολιτική απεργία, δηλαδή εκείνη που στρέφεται όχι κατά του κράτους ως εργοδότη αλλά κατά των φορέων των συνταγμένων πολιτειακών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής) και έχει ως κύριο σκοπό, εμφανή ή υποκρυπτόμενο, τον εξαναγκασμό τους σε πράξη ή παράλειψη που μπορεί να συνίσταται είτε στη μεταβολή κάποιου φορέως της πολιτικής εξουσίας, είτε στην επιβολή ή την αποτροπή ορισμένου πολιτικού ή πολιτικοοικονομικού προσανατολισμού των κυβερνώντων. Το τελευταίο αποτελεί και νόθευση του δημοκρατικού πολιτεύματος...».
Κοντολογίς, άπαξ και ο κυβερνητικός λόχος ψηφίσει στη Βουλή έναν αντιδραστικό νόμο, οι εργαζόμενοι οφείλουν να σκύψουν το κεφάλι και να υποταχτούν (δεν έχει δικαίωμα η συνδικαλιστική οργάνωση «να επιβάλει τη βούλησή της στο κοινοβούλιο ώστε να καταργήσει ψημισμένο νόμο του κράτους») γιατί σε διαφορετική περίπτωση νοθεύουν το δημοκρατικό πολίτευμα!
Το καπιταλιστικό κράτος και οι μηχανισμοί του κινούνται με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον, όταν θα υπάρξει αναζωπύρωση του διεκδικητικού και ταξικού εργατικού κινήματος. Με τα νομοθετήματα, την καταστολή και τις αποφάσεις της αστικής δικαιοσύνης επιχειρούν να αποτρέψουν κάθε αμφισβήτησή τους, ακόμη και αν προέρχεται, σε αυτήν τη φάση της υποχώρησης του ταξικού κινήματος, από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Γράφαμε σε όλα τα προηγούμενα σχετικά μας δημοσιεύματα ότι η κυβέρνηση και το δικαστήριο με τον ισχυρισμό ότι η απεργία είναι πολιτική «αφού επιχειρεί να καταλύσει το δικαίωμα της πολιτειακής εξουσίας να νομοθετεί και υπερβαίνει τα όρια» (!) επιδιώκουν:
- Να νομιμοποιήσουν τόσο τους νόμους για την Παιδεία, που βρίθουν αντισυνταγματικών διατάξεων (στερούν το δικαίωμα στη μόρφωση όλων των παιδιών, παραβιάζουν την περίφημη ισονομία των πολιτών, υπονομεύουν το χαρακτήρα της δημόσιας Παιδείας, κ.λπ.), όσο και άλλους αντισυνταγματικούς νόμους που ψηφίστηκαν από τον κυβερνητικό λόχο της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
- Να κηρύξουν παράνομες τις προσφυγές στο ΣτΕ κατά διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν με βάση ψηφισμένους νόμους της «πολιτειακής εξουσίας», γιατί με αυτές τις προσφυγές… καταλύεται το δικαίωμα της εξουσίας να νομοθετεί.
- Να χρεώσουν το ΣτΕ ότι συνεργεί σε πράξεις που καταλύουν το δικαίωμα της «πολιτειακής εξουσίας», από τη στιγμή που εξετάζει τις προσφυγές!
Πρόκληση είναι και το γεγονός ότι επιχειρείται να εμφανιστούν οι εκπαιδευτικοί ωσάν να είναι αυτοί που αρνούνται στους συναδέλφους τους «το δικαίωμα της επαγγελματικής ανάπτυξης, μέσα ιδίως από τη συνεργασία, την υποστήριξη, το συντονισμό και την καθοδήγησή τους και, συνακόλουθα, της με τον τρόπο αυτό βελτίωσης της ποιότητας της προσφερομένης από αυτούς εκπαίδευσης στους μαθητές και προς όφελος αμφοτέρων (διδακόντων-διδασκομένων)».
Εδώ ο δαρμένος και πολλαπλώς κυνηγημένος εκπαιδευτικός του δημόσιου σχολείου (καταπιεσμένος μισθολογικά, εργασιακά, ιδεολογικά) παρουσιάζεται λίγο-πολύ ως δήμιος των συναδέλφων του και των μαθητών του, αφού δεν επιθυμεί, λέει, την επαγγελματική τους πρόοδο και τη βελτίωση της ποιότητας, που θα έρθουν μέσω και των νέων μέτρων, του ενδοσχολικού συντονιστή και του μέντορα.
Κούφια λόγια, υποκριτικά από τους κατεξοχήν υπεύθυνους των προβλημάτων της δημόσιας εκπαίδευσης. Γιατί το αστικό κράτος και οι πολιτικοί διαχειριστές του είναι αυτοί που καθορίζουν το περιεχόμενο του αστικού σχολείου, τη λειτουργία του, τα προγράμματα σπουδών και τα σχολικά βιβλία, τη χρηματοδότησή του, τις ιδεολογικές κατευθύνσεις του. Προκρίνουν τις φθηνές γνώσεις μιας χρήσης, τον προσανατολισμό στις δεξιότητες, σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς και όχι την ολόπλευρη μόρφωση και τη σφαιρική ανάπτυξη της προσωπικότητας, καθορίζουν τον ατελείωτο εξεταστικό μαραθώνιο και επιβραβεύουν την αποστήθιση και όχι την κριτική σκέψη. Ποτίζουν με το θρησκευτικό σκοταδισμό τη νεολαία και παραχαράσσουν την ιστορία με αντιδραστικές ιδεοληψίες. Είναι αυτοί που απαιτούν την υποταγή των εκπαιδευτικών σε όλα αυτά και χρησιμοποιούν τον εκφοβισμό και την κατατρομοκράτησή τους για να την αποσπάσουν (την υποταγή).
Η αξιολόγησή τους και τα σκαλιά που χτίζονται σε αυτήν την κατεύθυνση, οι ενδοσχολικοί συντονιστές και οι μέντορες, εκεί ακριβώς στοχεύουν.
Ειδικά οι νέοι εκπαιδευτικοί που ακόμη είναι «αμάθητοι» και ωσάν το άγρια άλογα χρειάζεται να τιθασευτούν για να τους βάλουν χαλινάρι-οφείλουν να περάσουν μέσα από μια έξτρα αξιολογική κρισάρα, η οποία συνίσταται στην αυστηρή παρακολούθησή τους από τον «παιδαγωγικό σύμβουλο-μέντορα», ώστε να ακολουθήσουν την πεπατημένη οδό, δηλαδή την αρεστή στο υπουργείο Παιδείας.
Το «συντονισμό» των εκπαιδευτικών σε αυτό το έργο υποστηρίζει και ο ενδοσχολικός συντονιστής. Μέντορες και ενδοσχολικοί συντονιστές ορίζονται από τον Διευθυντή του σχολείου-γενικό δερβέναγα, μάνατζερ και αξιολογητή και επικοινωνούν με το έτερο αξιολογητή τον Σύμβουλο Εκπαίδευσης, με αντάλλαγμα την εξαγορά τους με κάποια μόρια που θα βοηθήσουν στη διοικητική τους ανέλιξη.
Η «ποιοτική αναβάθμιση» του εκπαιδευτικού έργου συνίσταται στη ρουφιανιά, το φόβο, την υποταγή και την κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών και στη διάσπαση του συλλογικού πνεύματος του συλλόγου διδασκόντων.
Γιούλα Γκεσούλη
2022.10.04-Agogi_kata_ADEDY