Σε κάθε σύγκληση ευρωπαϊκού οργάνου το τελευταίο διάστημα οι φακοί της δημοσιότητας εστιάζονται στα μέτρα που ανακοινώνονται για τη στήριξη των τραπεζών και την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ομως, οι ηγέτες των ευρωπαϊκών αστικών κρατών δεν παραβλέπουν την άλλη πλευρά, τις αποφάσεις που αφορούν την εξασφάλιση φτηνής εργατικής δύναμης, που είναι όρος για την ομαλή αναπαραγωγή του κεφάλαιου.
Στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ την περασμένη εβδομάδα, οι ηγέτες των «27» ψήφισαν χωρίς συζήτηση, όπως συνηθίζεται γι’ αυτά τα θέματα, το «πακέτο» που είχε ετοιμάσει το Ecofin και έχει στο κέντρο του την προώθηση της flexicurity. Δηλαδή, τη γενίκευση των λεγόμενων ευέλικτων μορφών απασχόλησης. «Οι διορθωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν εντατικά» τονιζόταν στην εισήγηση του Ecofin, στην οποία επίσης αναφερόταν ότι «οι μισθοί πρέπει να είναι ευνοϊκοί για την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα». Μάλιστα, τα σχετικά προγράμματα πρέπει να παραδοθούν από τα κράτη-μέλη στην Κομισιόν πριν το τέλος του χρόνου.
Δεν χρειάζεται, βέβαια, να εξηγήσουμε τι ακριβώς σημαίνουν αυτές οι κατευθύνσεις. Οι χαμηλοί μισθοί και η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, με την εντατικοποίηση της εργασίας και το γέμισμα κάθε δευτερόλεπτου του εργάσιμου χρόνου, είναι απαραίτητα στο κεφάλαιο προκειμένου να αντιμετωπίσει τις καταστροφές που θα επιφέρει η κρίση. Από την άλλη, καθώς η κρίση οδηγεί σε συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης και σε γενική μείωση της ανεργίας, ενώ οι κρατικοί προϋπολογισμοί αδειάζουν προκειμένου να στηριχτούν τα μεγαλολαμόγια του χρηματοπιστωτικού τζόγου, η γενίκευση της μερικής απασχόλησης είναι και μια πολιτική διέξοδος για τα αστικά κράτη, προκειμένου να «μοιράσουν» την ανεργία και να φορτώσουν το κόστος της στους ίδιους τους εργαζόμενους, που πρέπει να συμβιβαστούν με φαινόμενα απόλυτης εξαθλίωσης ακόμα και στην καρδιά των καπιταλιστικών μητροπόλεων.