«Κανένα επιμέρους αίτημα, καμία ειδική ομάδα δεν έχει το δικαίωμα να κρατά ως ομήρους όλη την ελληνική κοινωνία, δεν έχει το δικαίωμα να παραλύει την χώρα. Κανείς. Αυτό η κυβέρνηση θα το διασφαλίσει και θα το διασφαλίσει με κάθε πρόσφορο τρόπο». Τα λόγια αυτά τα εκστόμισε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, την περασμένη Τετάρτη. Και το ύφος και οι διατυπώσεις δεν αναδίδουν τη συνήθη αλαζονεία της εξουσίας, αλλά μια φασιστική αντίληψη. Μια αντίληψη που έγινε ξεκάθαρη με την απόφαση του πρωθυπουργού για πολιτική επιστράτευση των οδηγών βυτιοφόρων και φορτηγών, μετά από τέσσερις μόλις μέρες απεργίας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΠΑΣΟΚ προχωρά σε πολιτική επιστράτευση απεργών. Το έχει ξανακάνει το 2000 κατά των εργαζόμενων στη χωματερή των Ανω Λιοσίων, την ίδια χρονιά κατά των ναυτεργατών και πριν δυο χρόνια κατά των τελωνειακών. Πιο πρόσφατα επιστράτευση των ναυτεργατών έκανε η ΝΔ το 2006.
Κάθε φορά που τα άλλα μέσα αποτυγχάνουν, ενώ η κινητοποίηση πλήττει καίρια τη λειτουργία του καπιταλισμού, οι κυβερνήσεις προχωρούν σε πολιτική επιστράτευση των απεργών, βάσει ενός νομοθετικού διατάγματος του 1974, το οποίο έγινε πριν ακόμη ψηφιστεί το Σύνταγμα του 1975 (το πρώτο μεταχουντικό Σύνταγμα), και έκτοτε διατηρείται ως κόρη οφθαλμού απ‘ όλες τις κυβερνήσεις. Είναι το τελευταίο κατασταλτικό καταφύγιο του αστικού κράτους.
Η απόφαση για επιστράτευση των φορτηγατζήδων προετοιμάστηκε μεθοδικά με μια υστερική, φασιστική προπαγάνδα των ΜΜΕ. Μια προπαγάνδα που έχει γίνει καθεστώς πλέον και έχει ξεπεράσει το πρώτο στάδιο που περιλάμβανε παλιότερα. Παλιότερα, τα ΜΜΕ ασχολούνταν και λίγο με τα αιτήματα των απεργών. Στη συνέχεια, όταν τα πράγματα έσφιγγαν, άρχιζε το γνωστό παραμύθι: «Δίκιο έχουν, όμως δεν δικαιούνται να ταλαιπωρούν το κοινωνικό σύνολο». Πλέον το στάδιο του «δίκιου των αιτημάτων» έχει εγκαταληφθεί. Το μήνυμα που εκπέμπεται από την αρχή είναι ένα: «Τσακίστε τους». Για να δώσετε «ένα ισχυρό μήνυμα σε άλλες ομάδες, οι οποίες ετοιμάζουν ανάλογες κινητοποιήσεις», όπως έγραψε η «Καθημερινή» την Τετάρτη.
Δεν έχει σημασία ποιος απεργεί και τι αιτήματα έχει. Ουδείς δικαιούται να απεργεί ουσιαστικά. Απεργούν οι ναυτεργάτες; Τσακίστε τους γιατί ενοχλούν τον τουρισμό. Απεργούν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας; Τσακίστε τους για τον ίδιο λόγο. Απεργούν οι συμβασιούχοι του υπουργείου Πολιτισμού; Τσακίστε τους, γιατί οι τουρίστες πρέπει να επισκέπτονται την Ακρόπολη. Απεργούν οι φορτηγατζήδες; Τσακίστε τους, γιατί στράγγιξαν από καύσιμα τα πρατήρια. Απεργία επιτρέπεται μόνο όταν την προκηρύσσει η ΓΣΕΕ. Ακόμη και τότε, όμως, κάποιοι στραβομουτσουνιάζουν, γιατί η πορεία εμποδίζει την ομαλή εμπορική ζωή στο κέντρο. Και βέβαια, για όλες τις άλλες πορείες απαιτείται ο εξοβελισμός τους από το κέντρο.
Και κάτι τελευταίο. Ο –και συνταγματολόγος– υπουργός Εργασίας Α. Λοβέρδος, ως στέλεχος της αντιπολίτευσης, έγραψε ένα πύρινο άρθρο κατά της πολιτικής επιστράτευσης στο «Εθνος» της 26.2.2006 (απ’ αφορμή την επιστράτευση των ναυτεργατών από την κυβέρνηση Καραμανλή). Το άρθρο αυτό φιλοξενείται ακόμη στην προσωπική του ιστοσελίδα (https://www.loverdos.gr/gr/article_detail.php?Mid=28&Sid=&sub1=1&sub2=1&fCat=&art=295). Μιλούσε για «λαθραία επιβίωση –επί τριάντα δύο χρόνια– του νομοθετικού διατάγματος 17/1974 περί Πολιτικού Σχεδιασμού Εκτάκτου Ανάγκης», το οποίο «αντίκειται στο Σύνταγμα». Σημείωνε τη «κλαθραία επιβίωση – επί τριάντα δύο χρόνια – του νομοθετικού διατάγματος 17/1974 περί Πολιτικού Σχεδιασμού Εκτάκτου Ανάγκης» και κατήγγειλε το γεγονός ότι «οι πρωθυπουργοί Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Σημίτης και τώρα Καραμανλής μεταχειρίστηκαν το θεσμό της πολιτικής επιστράτευσης και βολεύτηκαν με τη χρήση αυτού του Ν.Δ. δίχως να μπουν στην πολιτική ταλαιπωρία να αγγίξουν το θέμα της αλλαγής του κατά τα συνταγματικά δεδομένα. Εκαναν, όμως, πολύ κακώς. Γιατί ανθρώπινες ελευθερίες και δικαιώματα διακυβεύονται κατά την εφαρμογή της πολιτικής επιστράτευσης». Κατέληγε με το συμπέρασμα ότι «η διαιώνιση της ύπαρξής του συνιστά μία μόνιμη ρωγμή στη δημοκρατική πολιτεία και το κράτος δικαίου».
Αν μη τι άλλο, ο Λοβέρδος μας αποκάλυψε και τον εν πολλοίς υποκριτικό χαρακτήρα του αστικού συντάγματος και το χατζηαβατισμό των αστών πολιτικών.