Συνεχίζουμε με την κριτική του πολυνομοσχέδιου-κουρελού του υπουργείου Εργασίας για την Κοινωνική Ασφάλιση. Στο προηγούμενο φύλλο κλείσαμε αναφερόμενοι στους σαλταδορισμούς του αναπληρωτή υπουργού Εργασίας Γ. Κουτρουμάνη πάνω στο φλέγον πρόβλημα της θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης και στην άρνησή του να γενικεύσει το δικαίωμα αυτό σ’ όλους τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ.
Ολοι οι εργαζόμενοι που ασφαλίζονταν και συνεχίζουν να ασφαλίζονται στα πρώην Ειδικά Ταμεία θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με μόνη την προϋπόθεση να έ-χουν τα απαιτούμενα χρόνια ασφάλισης μέχρι το τέλος του 2010. Αυτό ισχύει και μετά την ένταξη των πρώην Ειδικών Ταμείων στο ΙΚΑ. Προς επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού μας παραθέτουμε την παράγραφο 5ε του άρθρου 10 του αντιασφαλιστικού νόμου 1902/ 1990, όπως εξακολουθεί να ισχύει: «Εφ’ όσον ο δικαιούχος παραμένει στην υπηρεσία και μετά τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση απαιτούμενου χρόνου, το δικαίωμα σύνταξης που θεμελιώνεται δεν θίγεται από την παραμονή ή από ενδεχόμενες μεταβολές, που επέρχονται κατά την διάρκεια της παραμονής αυτής».
Ενώ ισχύει αυτό, έρχεται ο Γ. Κουτρουμάνης και στις 4 Γενάρη του 2011 εκδίδει συμπληρωματική εγκύκλιο για τα πρώην Ειδικά Ταμεία, με την οποία ανατρέπει, εντελώς αυθαίρετα, το δικαίωμα αυτό των ασφαλισμένων. Εισάγει διάταξη, ότι για να θεμελιώσουν οι ασφαλισμένοι αυτοί το δικαίωμα σύνταξης πρέπει μέχρι τις 31/12/2010 να έχουν ταυτόχρονα τόσο το απαραίτητο όριο ηλικίας όσο και τα απαιτούμενα χρόνια ασφάλισης. Στο πολυνομοσχέδιο-κουρελού ο Γ. Κουτρουμάνης εισάγει διάταξη με την οποία αποκαθιστά μερικά αυτή την παρανομία. Λέμε μερικά, γιατί στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 41 εισάγει διάταξη με την οποία, ταυτόχρονα με την ηλικία που πρέπει να έχει ένας ασφαλισμένος για να βγάλει μειωμένη σύνταξη, πρέπει να έχει και τα απαραίτητα χρόνια ασφάλισης. Ετσι αποκλείονται αυθαίρετα και συνάμα παράνομα πολλοί ασφαλισμένοι των Ειδικών Ταμείων. Παραθέτουμε το σχετικό εδάφιο του πολυνομοσχέδιου: «Για τους ανωτέρω ασφαλισμένους που μέχρι και 31/12/2010 έχουν ήδη θεμελιώσει δικαίωμα λήψης μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, προκειμένου για τη λήψη είτε μειωμένης είτε πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος, απαιτούνται τα ισχύοντα μέχρι και 31/12/2010 όρια ηλικίας».
Με τη διάταξη αυτή γίνονται δύο λαθροχειρίες, δεδομένου ότι εισάγει, έστω και μερικά, στην «ευνοϊκή» αυτή διάταξη τους ασφαλισμένους στο Ενιαί-ο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Μαζικών Μέσων Επικοινωνίας (ΕΤΑΠ-ΜΜΕ) και όλους τους εργαζόμενους που δουλεύουν στις αεροπορικές εταιρίες. Ολοι αυτοί οι εργαζόμενοι, όμως, θεμελιώνουν το δικαίωμα συνταξιοδότησης όταν ταυτόχρονα έχουν το αναγκαίο όριο ηλικίας και τα χρόνια α-σφάλισης. Στο βαθμό, λοιπόν, που δεν γενικεύεται νομοθετικά το δικαίωμα θεμελίωσης συνταξιοδότησης για όλους ανεξαίρετα τους εργαζόμενους που ασφαλίζονται στο ΙΚΑ και σε άλλο ασφαλιστικό φορέα με παραπλήσιες προϋποθέσεις, οι ρυθμίσεις αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ρουσφετολογικές. Δεν αποκλείεται να είχε εκδώσει ο Γ. Κουτρουμάνης στο πρόσφατο παρελθόν σχετικές εγκυκλίους που ξεπερνούν το νόμο και να έρχεται τώρα να τις νομιμοποιήσει εκ των υστέρων.
Με τους αντιασφαλιστικούς νόμους 3863/2010 και 3865/ 2010 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατήργησε την διάταξη με την οποία όλοι οι εργαζόμενοι στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα θεμελίωναν δικαίωμα συνταξιοδότησης με 37 χρόνια ασφάλισης και χωρίς όριο ηλικίας. Οπως είναι γνωστό, ο Γ. Κουτρουμάνης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και των δύο αυτών αντιασφαλιστικών νόμων που ξεθεμελιώνουν την Κοινωνική Ασφάλιση, η οποία ήταν μια ρεφορμιστική κατάκτηση του εργατικού κινήματος. Για μεγάλο χρονικό διάστημα τα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια του διατυμπάνιζαν ότι ο υπουργός σκέφτεται να επαναφέρει την 37ετία. Δυστυχώς, ο υπουργός τους διέψευσε. Με το πολυνομοσχέδιο-κουρελού επαναφέρει τη διάταξη αυτή για ένα πολύ περιορισμένο και πολύ μικρό αριθμό ασφαλισμένων. Συγκεκριμένα, με την παρ. 4 του άρθρου 63 επαναφέρει την 37ετία μόνο για το ιπτάμενο προσωπικό του ΕΚΑΒ, που ασφαλίζεται στον κλάδο Κύριας Ασφάλισης του ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ.
Οπως είναι γνωστό, εδώ και πολύ καιρό το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ) αδυνατεί να χορηγήσει το εφάπαξ σε δεκάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους. Αδυνατεί γιατί εκεί το οδήγησαν οι μπλε και πράσινες κυβερνήσεις. Και να σκεφθείτε ότι οι μόνοι που συνεισφέρουν στο ΤΠΔΥ είναι οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Προκειμένου να μαζέψουν χρήμα στο ΤΠΔΥ και να «ανακουφίσουν» έτσι τον κρατικό προϋπολογισμό προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, οι Γ. Παπανδρέου και Γ. Κουτρουμάνης αποφάσισαν να χαρατσώσουν τους υπαλλήλους αορίστου χρόνου που δουλεύουν στο Δημόσιο και στα ΝΠΔΔ. Θα τους βάλουν να πληρώσουν και αναδρομικά, προκειμένου αυτοί που θα βγουν στην σύνταξη να έχουν τουλάχιστον μια πενταετία στο ΤΠΔΥ. Αυτό κι αν είναι θράσος . Από τη μια να μη θέλεις να βάλεις χέρι στον κρατικό προϋπολογισμό (αφού το πρόβλημα το δημιούργησαν οι κυβερνήσεις) και να σκέφτεσαι να δώσεις στους συνταξι-ούχους ομόλογα πολυετούς διάρκειας και από την άλλη να χαρατσώνεις και τους δημοσίους υπαλλήλους αορίστου χρόνου.
Θυμίζουμε στους αναγνώστες της «Κ», ότι από το καλοκαίρι του 2010 είχαμε αποκαλύψει ότι υπήρχαν στους δύο αντιασφαλιστικούς νόμους 3863 και 3865 του 2010 πάρα πολλές αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις. Μία απ’ αυτές καταργείται με την παρ 2 του άρθρου 63 του πολυνομοσχέδιου-κουρελού. Αυτή η διάταξη αφορούσε τους μηχανικούς που ασφαλίζονται στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΤΣΜΕΔΕ του ΕΤΑΑ. Με την παρ 2 του άρθρου 27 του νόμου 3863/ 2010 οι μηχανικοί που διορίζονται στο δημόσιο από 1/1/2011 εξακολουθούν να ασφαλίζονται στο ΤΣΜΕΔΕ, ενώ με την παρ.1α του άρθρου 2 του νόμου 3865/2010 οι μηχανικοί που θα διορίζονταν από 1/1/ 2011 στο δημόσιο θα ασφαλίζονταν στο ΙΚΑ. Με το πολυνομοσχέδιο θα ασφαλίζονται στο ΤΣΜΕΔΕ. Φυσικά, αυτή δεν είναι η μοναδική περίπτωση, όπως προείπαμε. Ομως, επειδή οι υπουργοί βαράνε προσοχή στα «καλοστεκούμενα» στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, έσπευσαν να άρουν αυτή τη «διχογνωμία».
Να καταργηθούν όλοι οι αντιασφαλιστικοί νόμοι. Η εργατική τάξη, που είναι ο παραγωγός του πλούτου της ελληνικής κοινωνίας, νομιμοποιεί-ται να απαιτεί πλήρη ασφάλιση και πλήρη δικαιώματα, για τα οποία θα πληρώνουν μόνο οι καπιταλιστές και το αστικό κράτος.