Η είδηση πέρασε στα ψιλά του Τύπου, όπως περνούν συνήθως οι ιατρικές ειδήσεις. Ομως, αυτή η είδηση ξεπερνά τα στενά ιατρικά όρια. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες αποκτά ασφαλιστική σημασία.
Σε συνέντευξη Τύπου της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρίας, ενόψει συνεδρίου που διοργάνωσε στην Αθήνα, παρουσιάστηκαν και τα αποτελέσματα έρευνας που έγινε από καρδιολόγους στην Αγγλία και η οποία έχει παρουσιαστεί στο European Heart Journal, περιοδικό της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρίας. Στην Αγγλία, λοιπόν, παρακολουθήθηκαν 10.000 δημόσιοι υπάλληλοι από τη δεκαετία του ‘60. Οι καρδιολόγοι διαπίστωσαν ότι σε ηλικίες κάτω των 50 ετών, οι υπάλληλοι των οποίων η απασχόληση απαιτούσε αυξημένη υπευθυνότητα και εργάζονταν με διαρκές άγχος είχαν αυξημένη πιθανότητα (70%) να εμφανίσουν καρδιοαγγειακά επεισόδια, συμπεριλαμβανόμενου και του αιφνίδιου θανάτου.
Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία (για όργανο της ΕΕ πρόκειται), το λεγόμενο εργασιακό άγχος αφορά έναν στους τέσσερις εργαζόμενους στην ΕΕ των 27 (τα στοιχεία είναι του 2005). Είναι το δεύτερο σε συχνότητα πρόβλημα υγείας που αναφέρεται και αφορά το 22% των εργαζόμενων στην ΕΕ.
Από εκεί και πέρα, οι καρδιολόγοι αναφέρθηκαν στο ότι μόνο στην Αθήνα χάνονται περίπου 1.000 άνθρωποι το χρόνο από έμφραγμα του μυοκαρδίου και εστίασαν την προσοχή τους σε μέτρα όπως η δημιουργία καλού δικτύου μοτοσικλετών για γρήγορη επέμβαση, η δημιουργία κέντρων αγγειοπλαστικής σε ολόκληρη τη χώρα κ.λπ. Σωστά όλ’ αυτά, αλλά εμείς θέλουμε να εστιάσουμε στη διάσταση εκείνη με την οποία ουδόλως ασχολήθηκαν οι καρδιολόγοι. Την ασφαλιστική διάσταση του εργασιακού στρες.
Η έννοια του εργασιακού στρες έχει εισαχθεί τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ. Δε μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, διότι αρκετές επιδημιολογικές μελέτες αναδείκνυαν αυτόν τον παράγοντα ως αιτία καρδιοπαθειών και αιφνιδίων θανάτων. Προσπάθησαν όμως να συσχετίσουν το εργασιακό στρες κυρίως με την υπευθυνότητα. Να το περιορίσουν δηλαδή σε στελέχη επιχειρήσεων και κράτους. Και δεύτερο, να υποδείξουν μέτρα που σε καμιά περίπτωση δε μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα. Για παράδειγμα, η συμφωνία-πλαίσιο που έχουν υπογράψει η ΣΕΣ με τη UNICE (το συνδικάτο των καπιταλιστών της ΕΕ) αναφέρονται διάφορες παπαριές, όπως η λήψη μέτρων που θα μειώνουν τους στρεσογόνους παράγοντες, η εκπαίδευση των διευθυντικών στελεχών και των εργαζόμενων «με σκοπό την αύξηση της ευαισθητοποίησής τους και κατανόησης του στρες» (!) και άλλα τέτοια ηθικοπλαστικά.
Ομως, το εργασιακό στρες ούτε στα στελέχη περιορίζεται ούτε κατά κύριο λόγο στους δημόσιους υπάλληλους. Το εργασιακό στρες εντοπίζεται κυρίως στους εργαζόμενους της παραγωγής. Μάλιστα, όσο πιο «χαμηλόβαθμος» είναι ένας εργαζόμενος τόσο μεγαλύτερο είναι το στρες, γιατί η εργασία αυτού του εργαζόμενου συνδέεται άμεσα με την εντατικοποίηση της δουλειάς και την απειλή της απόλυσης αν δεν πιάσει τις καθορισμένες νόρμες. H ίδια η εντατικοποίηση της εργασίας αποτελεί στρεσογόνο παράγοντα, γιατί ο εργαζόμενος αναγκάζεται να καταναλώνει μεγαλύτερη ποσότητα μυϊκών και πνευματικών δυνάμεων. Οταν δε μπορεί να ανταποκριθεί στις νόρμες που βάζουν οι καπιταλιστές αντιμετωπίζει αρχικά πόλεμο από τους προϊσταμένους, ο οποίος συνοδεύεται από την απειλή της απόλυσης. Ετσι, μαζί με την εξάντληση από την πιο εντατική δουλειά έχει και μια τεράστια ψυχολογική πίεση. Ο γιάπης που στρεσάρεται για να κονομήσει περισσότερο μας αφήνει αδιάφορους. Μας ενδιαφέρει, όμως, ο εργάτης που στρεσάρεται για να είναι πιο «παραγωγικός» και που η θέση εργασίας είναι γι’ αυτόν άρρηκτα δεμένη με την επιβίωση του ίδιου και της οικογένειάς του. Αν σ’ αυτό το τεράστιο βάρος προσθέσουμε και τις κακές συνθήκες διαβίωσης (άλλο να ζεις σ’ ένα κλουβί στα Λιόσια κι άλλο σε βίλα στην Εκάλη), τον ανθυγιεινό τρόπο διατροφής κ.λπ., καταλαβαίνουμε γιατί οι καρδιοπάθειες κάνουν θραύση. Μάλιστα, οι στατιστικές των τελευταίων χρόνων λένε ευθέως πως οι καρδιοπάθειες δεν είναι πλέον ασθένειες των πλουσίων, αλλά ασθένειες των φτωχών. Μόνο που οι περισσότερες μελέτες τις συνδέουν μόνο με τον τρόπο διατροφής και όχι με τις συνθήκες εργασίας.
Πώς πρέπει να αντιδράσουν οι εργαζόμενοι σ’ αυτό τον παράγοντα που επιβαρύνει την υγεία τους; Οχι βέβαια με τις ηθικοπλαστικές παπαριές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας περί «κατανόησης» και «συνεργασίας εργαζόμενου διεύθυνσης». Φαντάζεστε έναν εργάτη να πηγαίνει στον επιστάτη και να του λέει «σας παρακαλώ, κύριε προϊστάμενε, μη με πιέζετε να βγάλω μεγαλύτερη παραγωγή, γιατί με αγχώνετε»; Πριν αποσώσει τα λόγια του θα του έχουν δείξει το δρόμο για το λογιστήριο. Στα χαρτιά οι καπιταλιστές θα υπογράψουν τα πάντα ενάντια στο στρες. Στην πράξη, όμως, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η αύξηση της εντατικότητας της εργασίας, δηλαδή η αύξηση της υπεραξίας που αποκομίζουν από τους εργάτες.
Μοναδική αποτελεσματική άμυνα για τους εργαζόμενους είναι η μείωση του ωράριου εργασίας και η μείωση του συνολικού εργασιακού βίου, δηλαδή η μείωση των ο-ρίων ηλικίας για συνταξιοδότηση. Η αξιοποίηση της τεχνολογικής προόδου στον καπιταλισμό δε γίνεται με κριτήριο την ελάφρυνση της δουλειάς των εργαζόμενων, αλλά με κριτήριο το μεγαλύτερο ξεζούμισμά τους. Η εντατικοποίηση της εργασίας είναι δεδομένη. Οση άμυνα και να υπάρξει στη δουλειά (που πρέπει να υπάρχει), η γενική τάση αύξησης των νορμών παραγωγής δεν αντιστρέφεται. Μόνο η μείωση της εργάσιμης μέρας και του συνολικού εργασιακού βίου μπορεί να την αντισταθμίσει (σχετικά πάντα).
Εκείνο που βλέπουμε, όμως, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και στη χώρα μας, είναι συνεχής πίεση για αύξηση του συνολικού εργάσιμου βίου, εξαναγκασμός των εργαζόμενων να εργάζονται σε δυο δουλειές προκειμένου να επιβιώσουν, χτύπημα κάθε συνταξιοδότησης πριν τα 65, προσπάθεια κατάργησης θεσμών προστασίας όπως τα Βαρέα και Ανθυγιεινά.