Το ίδιο το ΑΣΕΠ, μια κρατική υπηρεσία, ήρθε να διαψεύσει τους πρόστυχους ισχυρισμούς του Παυλόπουλου και του Καραμανλή για το πρόβλημα των συμβασιούχων. Στην ετήσια έκθεσή του (αναφέρεται στο 2005) το ΑΣΕΠ αναφέρει: «Η κατά παράκαμψη των διαδικασιών επιλογής του ΑΣΕΠ σχέση εξαρτημένης εργασίας, που υποκρύπτουν οι όποιες συμβάσεις καταρτίζονται από τους φορείς, πολύ δύσκολα μπορεί να εξακριβωθεί από το ΑΣΕΠ, ακόμα κι αν όλοι οι σύμβουλοί του γίνουν επιθεωρητές, δηλαδή ανακριτικοί υπάλληλοι με αποκλειστική απασχόληση τη διερεύνηση τέτοιων συμβάσεων έργου».
Τι λέει εδώ το ΑΣΕΠ; Δυο πράγματα. Πρώτο, ότι είναι πάγια τακτική των δημόσιων οργανισμών να προσλαμβάνουν συμβασιούχους, οι οποίοι απασχολούνται για πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Δεύτερο, ότι αυτή η τακτική συνεχίζεται και επί των ημερών της κυβέρνησης Καραμανλή, η οποία υποσχέθηκε ότι θα τακτοποιήσει το πρόβλημα των παλιών συμβασιούχων (της περιόδου του ΠΑΣΟΚ) και θα κόψει με το μαχαίρι αυτή την τακτική. Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε, ότι οι προσλήψεις συμβασιούχων (που δεν θα έπρεπε να είναι συμβασιούχοι) έχουν πάντοτε γαλαζοπράσινο χρώμα, αφού ειδικά στην τοπική αυτοδιοίκηση υπάρχουν τοπικές αρχές και των δυο κομμάτων εξουσίας ανεξάρτητα του ποιο από τα δύο βρίσκεται στην κυβέρνηση.
Εκείνο που δε λέει το ΑΣΕΠ είναι ότι η ευθύνη γι’ αυτές τις απατηλές συμβάσεις δεν είναι μόνο των φορέων που τις κάνουν, οι οποίοι τις περισσότερες φορές σπρώχνονται σ’ αυτό, αφού δεν τους εγκρίνονται προσλήψεις μόνιμου προσωπικού. Ο πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ Π. Κουκουλόπουλος, που δε θέλει η ευθύνη να επιρρίπτεται μονομερώς στους δημάρχους, θύμισε ότι «οι συμβάσεις ελέγχονται και εγκρίνονται τελικά από την Πολιτεία». Και είναι όπως τα λέει. Οι κυβερνήσεις κλείνουν το μάτι στους δημάρχους να προσλαμβάνουν συμβασιούχους για πάγιες και διαρκείς ανάγκες των υπηρεσιών τους. Γιατί η γραμμή είναι «όσο γίνεται λιγότεροι στο δημόσιο». Αναγκάστηκε στο φινάλε να το παραδεχτεί και ο Παυλόπουλος, δηλώνοντας: «Το υπουργείο ενέκρινε όλες τις αιτήσεις που έγιναν από τους ΟΤΑ για την έγκριση συμβάσεων μίσθωσης έργου»!
Αφού, λοιπόν, η ίδια η επίσημη κρατική αρχή αναγνωρίζει ότι αυτή η πρόστυχη τακτική συνεχίζει να εφαρμόζεται, με ποιο ηθικό ανάστημα ο πρωθυπουργός και ο αρμόδιος υπουργός του βγαίνουν και καταγγέλλουν τους συμβασιούχους ότι δήθεν θέλουν να βολευτούν παρασιτώντας σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας;
Ομως, Καραμανλής και Παυλόπουλος ξεμπροστιάζονται και από τις εισηγήσεις που έγιναν στο Γ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (η συνεδρίαση έγινε χθες), το οποίο εξέτασε προσφυγές συμβασιούχων (του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, του ΟΓΑ, της ΕΤΑ και του ΤΑΞΥ). Οι εισηγητές πρότειναν την απόρριψη των προσφυγών. Σύμφωνα με τις εισηγήσεις τους, το μόνο που μπορούν να διεκδικήσουν οι συμβασιούχοι είναι τα δεδουλευμένα τους και αποζημιώσεις σαν αυτές που δικαιούνται οι απολυόμενοι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου, με αγωγές στα δικαστήρια. Εκείνο που έχει σημασία, όμως, είναι το σκεπτικό των εισηγητών.
Αναφερόμενος στις σχετικές διατάξεις του ΠΔ Παυλόπουλου ο πάρεδρος Κ. Πισπιρίγκος αναφέρει ότι αυτές «θεσπίστηκαν κατ’ ανοχήν του Συντάγματος, λόγω της κατά το παρελθόν καταχρηστικής χρησιμοποίησης από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα διαδοχικών συμβάσεων εργασίας, προκειμένου να καλυφθεί το χρονικό διάστημα από τη λήξη της προσαρμογής της Ελλάδας στην κοινοτική οδηγία, μέχρι τη θέση σε ισχύ των πάγιων διατάξεων του Π.Δ. 164/04». Τις χαρακτηρίζει δε «εξαιρετικές διατάξεις περί προσλήψεων», που είχαν αποκαταστατικό χαρακτήρα και γι’ αυτό δε μπορούν να επεκταθούν. Παραδέχεται, δηλαδή, χρησιμοποιώντας κομψή νομική γλώσσα, ότι το ΠΔ Παυλόπουλου δεν είναι σύμφωνο με το σύνταγμα, αλλά εγκρίθηκε από το ΣτΕ για πολιτικούς λόγους. Επειδή τους το ζήτησε η κυβέρνηση, η οποία είχε δεσμευτεί προεκλογικά ότι θα λύσει το πρόβλημα.
Παραδέχεται, όμως, επιπλέον ο δικαστής, ότι τα κριτήρια μονιμοποίησης καθορίστηκαν από την κυβέρνηση. Ηταν δηλαδή πολιτική επιλογή και όχι διάταξη που επιβλήθηκε από κάποιο νόμο. Εδώ το ΣτΕ έκανε τα στραβά μάτια σε κοτζάμ παραβίαση του συντάγματος, στα κριτήρια μονιμοποίησης θα κολλούσε; Επομένως, ήταν απόλυτα συνειδητή η απόφαση του Παυλόπουλου να βάλει αυτούς τους όρους για τη μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου. Σίγουρα είχε στα χέρια του κάποια δεδομένα και κατασκεύασε ένα τέτοιο ΠΔ με το οποίο να μονιμοποιηθεί μια μειοψηφία συμβασιούχων. Το ΣτΕ ξεβρακώνει την κυβέρνηση σ’ αυτό το ζήτημα, ξεκαθαρίζοντας ότι η επιλογή ήταν καθαρά δική της. Στην ουσία ο πάρεδρος εισηγείται στο ΣτΕ να πετάξει πίσω το μπαλάκι στην κυβέρνηση. Αν θέλει αυτή μπορεί να αλλάξει το ΠΔ και να βάλει διατάξεις που θα επιτρέπουν στο ΑΣΕΠ να μετατρέψει και άλλες συμβάσεις σε αορίστου χρόνου. Παραδείγματος χάριν, να διευρύνει τη χρονική περίοδο ανάμεσα σε δύο διαδοχικές συμβάσεις από τρίμηνο σε τετράμηνο, μολονότι και μ’ αυτή τη ρύθμιση ένα μικρό ποσοστό και όχι το σύνολο των συμβασιούχων θα δικαιωνόταν.
Είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με συμπαιγνία. Μιλώντας στη Βουλή ο Καραμανλής έλεγε ότι η κυβέρνηση θα εφαρμόσει όποια απόφαση πάρει το ΣτΕ επί των προσφυγών συμβασιούχων, καλλιεργώντας φρούδες ελπίδες και καλυπτόμενος πίσω από την «ανεξάρτητη δικαιοσύνη», η οποία -όπως είδαμε- δεν είχε καμιά ανάμιξη στον καθορισμό των όρων του ΠΔ για μονιμοποίηση. Πετούσε δηλαδή το μπαλάκι στο ΣτΕ, το οποίο με τη σειρά του το γυρίζει στην κυβέρνηση. Μόνο που αυτό δεν είναι ένα πάνινο μπαλάκι, αλλά μια μάζα μερικών δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που μ’ αυτό το μεροκάματο συντηρούν τις οικογένειές τους.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα είναι πολιτικό και όχι νομικό. Το νομικό πρόβλημα το ξεπέρασαν ήδη όταν ενέκριναν αυτό το ΠΔ. Η κυβέρνηση, λοιπόν, τώρα οφείλει να ψηφίσει νόμο (τον οποίο μάλιστα, αν είναι ένας τίμιος νόμος, θα ψηφίσουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης) και όχι να διευρύνει το ΠΔ. Νόμο με τον οποίο να λυθεί μια και καλή το ζήτημα. Και επιπλέον, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής του συντάγματος διαδικασίας, να καταργήσει τη διάταξη που μπήκε στο σύνταγμα του 2001, η οποία απαγορεύει κάθε μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου και έργου σε αορίστου χρόνου (με ικανοποίηση ακούσαμε την Παπαρήγα να ζητά το ίδιο στην ομιλία της στη Βουλή). Γιατί έχουμε ήδη μια νέα γενιά συμβασιούχων και αυτό το βιολί θα συνεχιστεί, αφού μόνιμο προσωπικό δεν προσλαμβάνεται. Οσο για τη ρουσφετολογική πολιτική των δημάρχων, αυτή την ασκούν όλοι και ο μόνος τρόπος να σταματήσει (ή έστω να περιοριστεί) είναι η προκήρυξη θέσεων εργασίας, ώστε να καλυφτούν τουλάχιστον όλες οι οργανικές θέσεις.
Ομως, η κυβέρνηση ξεκαθάρισε ότι δεν είναι διατεθειμένη να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πρέπει, λοιπόν, να εξαναγκαστεί να το κάνει κι αυτό δεν γίνεται με ευχολόγια, ούτε με προσφυγές στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, αλλά με σκληρό, με ανελέητο αγώνα.
600 συμβασιούχους με συμβάσεις έργου ενός έτους αποφάσισε την περασμένη Τρίτη να προσλάβει το Νομαρχιακό Συμβούλιο Αθήνας (υπερψήφισαν οι σύμβουλοι του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΝ, καταψήφισαν οι του Περισσού). Πρόκειται για εποχικούς; Οχι. Η απόφαση αναφέρει ρητά ότι θα προσληφθούν «για την ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών της νομαρχίας». Πρόκειται δηλαδή για εργαζόμενους που θα καλύψουν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες», για να χρησιμοποιήσουμε τη δική τους φρασεολογία. Και γιατί δεν καλύπτουν τις κενές θέσεις με μόνιμο προσωπικό; Γιατί δεν κάνει διορισμούς η κυβέρνηση. Και γιατί με τις προσλήψεις συμβασιούχων δημιουργούν και συντηρούν εκλογική πελατεία. Σ’ ένα χρόνο οι συμβάσεις αυτές θα λήξουν. Κάποιοι θα ξαναπροσληφθούν με νέες συμβάσεις. Θα έχουν άδικο, λοιπόν, να απαιτήσουν μετά τη μονιμοποίησή τους;








