Το ΔΝΤ ποτέ δεν μάσαγε τα λόγια του, όταν εισηγούνταν συγκεκριμένες πολιτικές και μέτρα στις κυβερνήσεις. Το ίδιο κάνει και τώρα, με την έκθεσή του που η κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα στις αρχές της εβδομάδας. Στις συνθήκες της κρίσης, η έκθεση εισηγείται μια σειρά πολιτικών και μέτρων, που θα διαμορφώσουν ένα εφιαλτικό κοινωνικό και εργασιακό τοπίο. Είναι η ευκαιρία που αναζητά το κεφάλαιο για να πετύχει μια στρατηγικής σημασίας νίκη επί της εργατικής τάξης.
Προβλέψεις τρόμου
Το ΔΝΤ χρησιμοποιεί τις προβλέψεις του για να δημιουργήσει ένα σκηνικό τρόμου. Προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι αρνητικός, μεταξύ -1% και -2% το 2009, ενώ ανάκαμψη θα αρχίσει να σημειώνεται στα τέλη του 2010. Αυτή, όμως, «μεσοπρόθεσμα θα είναι μάλλον βραδεία αν δεν υπάρξουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις».
Το δημοσιονομικό έλλειμμα υπολογίζεται σε 6% για το 2009 και σε 7% για το 2010. Σημειώνεται δε ότι στον υπολογισμό έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα πρόσφατα μέτρα της κυβέρνησης (πάγωμα μισθών και συντάξεων, αύξηση φόρων κ.λπ.).
Στη συνέχεια αρχίζουν οι προτάσεις, οι οποίες από την αρχή ξεκαθαρίζουν τη σκοπιά από την οποία γίνονται.
Αφετηρία τα συμφέροντα του κεφάλαιου
Οι στόχοι που τίθενται περιγράφονται ως εξής: «Η διατήρηση ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος για την στήριξη της παροχής πιστώσεων καθώς η ζήτηση ανακάμπτει η μείωση των πιέσεων από το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα για να δημιουργηθεί χώρος για τον ιδιωτικό τομέα, καθώς και η προστασία των οικονομικά αδυνάτων με ένα επαρκές δίχτυ ασφαλείας και η μείωση του κόστους της γραφειοκρατίας και του κόστους στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την επιτάχυνση της ανάκαμψης».
Μη σας ξεγελά η αναφορά στην «προστασία των αδυνάτων», γιατί αυτή αναφέρεται σε φιλανθρωπικού χαρακτήρα μέτρα, σαν κι αυτά που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση, τα οποία επαινούνται από το ΔΝΤ. Για τους εργαζόμενους ως σύνολο θα δούμε στη συνέχεια τι προτείνεται.
Ειδικά οι τράπεζες απασχολούν ιδιαίτερα το ΔΝΤ, γι’ αυτό και τους αφιερώνει σημαντικό τμήμα της έκθεσής του. Τα μέτρα της κυβέρνησης (το πακέτο των 28 δισ.) κρίνονται θετικά, αλλά συνιστάται στο κράτος «να περιορίσει την εμπλοκή του σε ό,τι αφορά τις τράπεζες» και οι εκπρόσωποι του Δημοσίου στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών να αποφεύγουν να τάσσονται υπέρ του κατευθυνόμενου δανεισμού». Επίσης, αναφέρει ευθέως ότι οι τράπεζες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη στήριξη από το ελληνικό κράτος για τη διευθέτηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στη ΝΑ Ευρώπη και στο κράτος συστήνεται να αποφύγει «τον χρηματοπιστωτικό εθνικισμό (και κάθε μορφή προστατευτισμού)». Ζητείται επίσης από τις κρατικές αρχές «να είναι σε επιφυλακή για να ενεργήσουν αν παρουσιαστούν συστημικές πιέσεις» στο τραπεζικό σύστημα, να ευνοήσουν αρχικά συγχωνεύσεις και «εφόσον απαιτείται κρατική ενίσχυση για μεμονωμένες τράπεζες, θα πρέπει να γίνει υπό την προϋπόθεση της ελάχιστης δυνατής κρατικής ανάμιξης και της ύπαρξης συγκεκριμένων και ξεκάθαρων στρατηγικών εξόδου».
Δημοσιονομική ασφυξία
Το σχετικό κεφάλαιο αρχίζει ως εξής: «Το ΔΝΤ επικροτεί τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που έχουν ληφθεί μέσα στο 2009 και ενθαρρύνει την άμεση υιοθέτηση περαιτέρω μέτρων». Ποια είναι αυτά τα μέτρα;
♦ Καμιά δημοσιονομική επέκταση. Ακόμα και μέτρα όπως οι επιδοτήσεις στις πωλήσεις αυτοκινήτων και οι επιχορηγήσεις προς νέους ελεύθερους επαγγελματίες θεωρούνται αρνητικά.
♦ Εφαρμογή ενός «ολοκληρωμένου πολυετούς δημοσιονομικού σχεδίου προκειμένου να θέσει το χρέος σε καθοδική πορεία». Προτείνεται «ετήσια δημοσιονομική προσαρμογή της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ με μόνιμα μέτρα αρχίζοντας από το 2010». Για να έχετε ένα μέτρο σύγκρισης, αναφέρουμε ότι τα μέτρα που ανακοίνωσε το Φλεβάρη η κυβέρνηση (πάγωμα μισθών και συντάξεων και νέοι φόροι) υπολογίζονται σε 1% του ΑΕΠ. Δηλαδή, το ΔΝΤ εισηγείται διατήρηση αυτών των μέτρων και συμπλήρωμά τους με άλλα σκληρότερα. «Η κυβέρνηση θα πρέπει να αντισταθεί στις πιέσεις για παροχές σε ομάδες ειδικών συμφερόντων ή σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, οι οποίες ενδέχεται να ενταθούν σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες», σημειώνει το ΔΝΤ.
♦ Ειδικά για τον τομέα της φορολογίας προτείνουν «διεύρυνση της φορολογικής βάσης με τη μείωση των εξαιρέσεων και των απαλλαγών» (δηλαδή φορολόγηση και όσων εισοδημάτων δεν φορολογούνται, «αποφασιστική πρόοδο στη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών και του ανεπίσημου τομέα της οικονομίας με τη διασταύρωση πληροφοριών και τεκμαρτή φορολόγηση» (επαναφορά του καταργημένου χιλιάρικου του Αλογοσκού-φη), «περαιτέρω αύξηση επιλεγμένων ειδικών φόρων κατανάλωσης» και «αναβολή της προγραμματισμένης μείωσης των συντελεστών φόρου εισοδήματος επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων κατά 1% ετησίως μέχρι το 2014». Φυσικά, για αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των καπιταλιστικών κερδών, που μόνο η ΝΔ μείωσε κατά 10%, δε λένε κουβέντα. Τα φορολογικά έσοδα πρέπει να αυξηθούν με χαράτσωμα πρώτα των εργαζόμενων και δεύτερο των μεσαίων στρωμάτων.
♦ «Η δαπάνη για μισθούς αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και η κυβέρνηση πρέπει να επισπεύσει τις προσπάθειές της για τη συγκράτησή τους έτσι ώστε να δημιουργήσει χώρο για τον ιδιωτικό τομέα». Εδώ νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε τίποτα. Σημειώνουμε μόνο ότι το ΔΝΤ εξειδικεύει αυτή τη γενική κατεύθυνση, προτείνοντας: «1) να συνεχιστεί η συγκράτηση μισθών (και να συμπεριλάβει και τις συντάξεις) – τέτοιες πολιτικές, δίνοντας το κατάλληλο μήνυμα, θα βοηθούσαν στη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των μισθών και συντάξεων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς επίσης και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και 2) να συνεχιστεί η πολιτική περιορισμού των προσλήψεων έτσι ώστε να μειωθεί η δαπάνη για μισθούς».
Ισοπέδωση των συντάξεων
Ειδικό βάρος δίνει το ΔΝΤ στο ασφαλιστικό σύστημα, σημειώνοντας εισαγωγικά ότι «Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις που αυξάνουν τις πιέσεις στον προϋπολογισμό καθώς και η αναλογιστική ανισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος δημιουργούν την ανάγκη ανάληψης πρόσθετης δράσης». Ο πρόσφατος ασφαληστρικός νόμος χαρακτηρίζεται «ευπρόσδεκτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση», όμως πλέον το βάρος πρέπει να πέσει στο ύψος των συντάξεων.
«Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μακροπρόθεσμες πιέσεις της πληθυσμιακής γήρανσης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, θα πρέπει να χορηγηθούν στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή τα αναγκαία μέσα και στοιχεία που θα της επιτρέψουν την κατάρτιση ετήσιας αναλογιστικής έκθεσης για όλα τα ταμεία, με σκοπό την αξιοποίησή της κατά την κατάρτιση του εθνικού προϋπολογισμού του επόμενου έτους. (…) Παράλληλα, και μέσα από διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους, οι αρχές θα πρέπει να σχεδιάσουν παραμετρικές μεταρρυθμίσεις με ποσοτικοποιημένους στόχους. Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες θα πρέπει να εναρμονιστούν με τις εισφορές προκειμένου να διασφαλιστεί η καταβολή των συντάξεων στις επόμενες γενεές».
Και εδώ δε χωρούν αμφιβολίες. Προτείνεται ένα απολύτως «ανταποδοτικό» ασφαλιστικό σύστημα, όπως ακριβώς εφαρμόζεται στον τομέα των ιδιωτικών ασφαλίσεων. Φυσικά, τα ληστευθέντα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων θεωρούνται τελειωμένη υπόθεση.
Ιδιωτικοποιήσεις
Σε ό,τι αφορά τις ΔΕΚΟ προτείνεται: «Οι αρχές θα πρέπει να θέσουν προθεσμία 5 ετών για την εξάλειψη των ελλειμμάτων στις ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις». Το «πακέτο» για τις λεγόμενες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», οι οποίες πρέπει να εξαφανίσουν το «υψηλό κόστος εργασίας», που έχει οδηγήσει σε «σημαντικό χάσμα ανταγωνιστικότητας», περιλαμβάνει τα εξής:
♦ Περιορισμό των δημοσίων οργανισμών.
♦ Μείωση του προσωπικού και των πολιτικών διορισμών σε αυτούς.
♦ Επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων για τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους.
♦ Εξορθολογισμό της νομοθεσίας και επίσπευση των δράσεων για τον περιορισμό του διοικητικού βάρους, με στόχο τη δημιουργία ενός αποτελεσματικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος,
♦ Υλοποίηση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας Υπηρεσιών για την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, του λιανικού εμπορίου και άλλων δραστηριοτήτων που μπορούν να μειώσουν σημαντικά το κόστος παραγωγής.
♦ Για το τέλος κρατούν τη βόμβα στα θεμέλια των εργασιακών σχέσεων: «Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αποτελούν το κλειδί για την επίτευξη χαμηλότερου μοναδιαίου κόστους εργασίας». Στόχος είνα ο φτηνότερος εργαζόμενος, δηλαδή η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, που δεν γίνεται μόνο με τη μείωση των πραγματικών μισθών, αλλά και με άλλες μεθόδους («ελαστικές» εργασιακές σχέσεις). Επειδή, δε, γνωρίζουν ότι αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο, προτείνουν τη σύναψη «τριμερούς κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ εργοδοτών, συνδικαλιστικών οργανώσεων και κράτους», για την επίτευξη συναίνεσης.








