Εικόνα κατάρρευσης προκύπτει μέσα από τους ισολογισμούς των τελευταίων ετών (2000 έως και 2005) του ΙΚΑ, που δόθηκαν από το διοικητή του Γ. Μέργο στα μέλη του ΔΣ του Ιδρύματος. Κι όμως, κανενός το αφτί δεν φάνηκε να ιδρώνει. Ειδικά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ.
Η κατάθεση των ισολογισμών έγινε με κυβερνητική εντολή, προφανώς για να προετοιμαστεί το έδαφος για την αντιασφαλιστική ανατροπή που σχεδιάζεται για το πρώτο διάστημα της νέας κυβέρνησης (σχετική δέσμευση έχει αναληφθεί και έναντι των Βρυξελλών, όπως αποκάλυψε προ καιρού ο Χ. Αλμούνια. Είναι τόση η πρεμούρα της κυβέρνησης, που ο διοικητής του ΙΚΑ παρέδωσε τους ισολογισμούς και κάλεσε τα μέλη του ΔΣ να προσέλθουν για να τους ψηφίσουν στις 31 Μάη! Αυτό δεν το αποδέχτηκαν τα μέλη του ΔΣ και έτσι η συζήτηση και ψήφιση των ισολογισμών αναβλήθηκε για τις 7 Ιούνη (προχθές). Περιττεύει να πούμε ότι οι 8 μέρες δεν φτάνουν ούτε για ανάγνωση των ισολογισμών. Το αναφέρουμε για να καταδείξουμε πως παίρνονται οι αποφάσεις στο ΔΣ του ΙΚΑ. Εμείς πάντως, αφού εξασφαλίσαμε τους ισολογισμούς του ΙΚΑ, προχωρούμε σε μερικές πρώτες επισημάνσεις.
♦ Ο φαύλος κύκλος των ελλειμμάτων
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τον αντιασφαλιστικό νόμο Ρέππα (3029/2002) κατάργησε την περιβόητη τριμερή χρηματοδότηση του ΙΚΑ και καθιέρωσε την ετήσια κρατική επιχορήγηση του 1% του ΑΕΠ (μέχρι και το 2007 η κρατική επιχορήγηση μπορούσε να είναι μέχρι 1% του ΑΕΠ, με την προϋπόθεση ότι ο μέσος όρος της πενταετίας θα είναι 1%, και από το 2008 πρέπει να είναι τουλάχιστον 1%). Ισχυριζόταν τότε το ΠΑΣΟΚ, ότι με το νέο αυτό τρόπο χρηματοδότησης το ΙΚΑ θα αρχίσει να σχηματίζει αποθεματικό το οποίο θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά του για 30 χρόνια. Αυτούς τους ισχυρισμούς είχε ασπαστεί και η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, η οποία μάλιστα είχε αναλάβει την εκλαΐκευσή τους. Αργότερα (μετά την κυβερνητική αλλαγή), η πλειοψηφία της «ανακάλυψε» ότι δεν φτάνει το 1% του ΑΕΠ, αλλά απαιτείται ένα επιπλέον 1,7% για να είναι βιώσιμο το ΙΚΑ.
Η δική μας θέση ήταν ανέκαθεν, ότι οι εργάτες, που παράγουν την υπεραξία (την οποία καρπώνονται οι καπιταλιστές) και ταυτόχρονα αποτελούν τα υποζύγια της φορολογίας δεν πρέπει να πληρώνουν καμιά εισφορά για σύνταξη, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ατύχημα κ.λ.π. Ετσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ορμώμενοι απ’ αυτή την αφετηριακή προσέγγιση, είμασταν αντίθετοι στην τριμερή χρηματοδότηση (κράτος, εργοδότες και εργαζόμενοι). Επιπροσθέτως, αποδεικνύαμε, ότι η τριμερής χρηματοδότηση είναι και ανεπαρκής για να ξεπεράσει τα μεγάλα προβλήματα της ανεργίας και της εισφοροδιαφυγής και να δώσει ικανοποιητικές συντάξεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ. Για τους νεότερους, που δεν έζησαν τις συγκρούσεις εκείνης της περιόδου, θυμίζουμε ότι στην καθιέρωση της τριμερούς χρηματοδότησης πρωτοστάτησαν τότε οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές του Περισσού. Τις θέσεις που προβάλλουν τώρα (εισφορές μόνο από εργοδότες και κράτος), τις διατύπωσαν μεταγενέστερα, χωρίς να κάνουν καμιά αυτοκριτική για τη θέση τους υπέρ της τριμερούς χρηματοδότησης και για το ρόλο που έπαιξαν στην καθιέρωσή της.
Οταν το φθινόπωρο του 2001 και στις αρχές του 2002 γίνονταν οι αντιπαραθέσεις με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για τον αντιασφαλιστικό νόμο Ρέππα, είχαμε αποδείξει, ότι το νέο σύστημα χρηματοδότησης του ΙΚΑ είναι χειρότερο και από την τριμερή χρηματοδότηση. Υποστηρίξαμε ότι από τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του όχι μόνο δεν θα δημιουργεί πλεόνασμα, αλλά θα δημιουργήσει νέα ελλείμματα. Οι ισολογισμοί του ΙΚΑ, που με χρόνια καθυστέρηση δόθηκαν στη δημοσιότητα, επιβεβαιώνουν αυτή μας την εκτίμηση-προειδοποίηση.
Ο Πίνακας 1 καταγράφει την πορεία των πλεονασμάτων ή ελλειμμάτων του ΙΚΑ. Την τρίτη κιόλας χρονιά (2005) εφαρμογής του νέου συστήματος χρηματοδότησης του ΙΚΑ, εμφανίζονται οργανικό έλλειμμα 649,79 εκατ. ευρώ και συνολικό έλλειμμα 676,55 εκατ. ευρώ. Η δημοσιοποίηση αυτής της πληροφορίας ενόχλησε σφόδρα τη διοίκηση του ΙΚΑ, επειδή το 2005 είναι η πρώτη χρονιά που την ευθύνη είχε η ΝΔ. Εσπευσε, λοιπόν, με δελτίο Τύπου να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ισχυριζόμενη ότι δεν υπάρχει πραγματικό αλλά τυπικό-λογιστικό έλλειμμα, που οφείλεται στο ότι δεν έγινε λογιστικοποίηση εσόδων που ήδη εισπράχτηκαν μέσω των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (ΑΠΔ). Εσόδων που θα καταγραφούν ως έσοδα του 2006.
Αυτό είναι αλήθεια, αλλά μισή αλήθεια, που ισοδυναμεί με ψεύδος. Σύμφωνα με τους συντάξαντες τους ισολογισμούς, το 2005 λογιστικοποιήθηκε το 96%-97% των ΑΠΔ, ενώ τα έτη 2002, 2003, 2004 λογιστικοποιήθηκε το 98% των ΑΠΔ. Επομένως, το πρόβλημα αφορά όλους τους ισολογισμούς και όχι μόνο αυτόν του 2005. Κάθε χρόνο λείπει από τον ισολογισμό ένα μικρό ποσοστό (2%-3%) εσόδων της τρέχουσας χρονιάς και προστίθεται ένα αντίστοιχα μικρό ποσοστό εσόδων της προηγούμενης χρονιάς. Το 2003 και το 2004, λοιπόν, λογιστικοποιήθηκε το 98% των ΑΠΔ του τρέχοντος έτους και το 2% του προηγούμενου, γεγονός που οδήγησε στην καταγραφή μιας μικρής διαφοράς στα έσοδα. Ανάλογα, το 2005 λογιστικοποιήθηκε το 96%-97% του 2005 και το 2%-3% του 2004. Ετσι, σύμφωνα πάντοτε με τους ισολογισμούς, το 2005 λογιστικοποιήθηκε το 98% με 99% των ΑΠΔ. Για το 2003 και το 2004 το ΔΣ του ΙΚΑ δεν λέει κουβέντα, μολονότι το 2% των ΑΠΔ είναι του προηγούμενου χρόνου, γιατί αυτά τα δύο χρόνια το ΙΚΑ εμφανίζει οργανικό πλεόνασμα. Επικαλείται λογιστικό πρόβλημα μόνο για το 2005, οπότε εμφανίζεται έλλειμμα. Το έλλειμμα όμως είναι σχεδόν 650 εκατ. ευρώ και αυτό το μέγεθος αποκλείεται να οφείλεται στη μη λογιστικοποίηση του 1% με 2% των ΑΠΔ. Μια απλή αριθμητική πράξη αρκεί για να σκορπίσει στους πέντε ανέμους το ψευτοεπιχείρημα της διοίκησης του ΙΚΑ. Τα έσοδα του ΙΚΑ από εισφορές, ήταν το 2005 8,22 δισ. ευρώ. Στην… κρατούσα αριθμητική το 2% αυτών των εσόδων είναι μόλις 160 εκατ. ευρώ. Αρα, το 2005 το ΙΚΑ εμφάνισε πραγματικό οργανικό έλλειμμα.
Πώς συνέβη αυτό, μετά τα οργανικά πλεονάσματα του 2002, του 2003 και του 2004; Απλούστατα, τις χρονιές αυτές το ΙΚΑ εισέπραξε ένα πολύ μικρό μέρος των κλεμμένων από το κράτος και τους εργοδότες-καπιταλιστές, με τη μορφή ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Το 2002 πήρε ομόλογα ύψους 1467,35 εκατ. ευρώ. Αν τα αφαιρέσουμε, το πλεόνασμα θα ήταν μόνο 345,6 εκατ. ευρώ. Το 2003 πήρε ομόλογα ύψους 1549,52 εκατ. ευρώ. Αν τα αφαιρέσουμε, το ΙΚΑ δεν θα εμφάνιζε οργανικό πλεόνασμα 345,5 εκατ. ευρώ, αλλά οργανικό έλλειμμα 1203,92 εκατ. ευρώ. Το 2004 πήρε ομόλογα 911,24 εκατ. ευρώ. Αν τα αφαιρέσουμε, το ΙΚΑ δεν θα εμφάνιζε οργανικό πλεόνασμα 492,5 εκατ. ευρώ, αλλά οργανικό έλλειμμα 2115,16 εκατ. ευρώ.
Τα ποσά των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, συνολικού ύψους 3928,11 εκατ. ευρώ, που εισέπραξε το ΙΚΑ είναι από τους ισολογισμούς του ιδρύματος.
Να, λοιπόν, γιατί τα περί οργανικών πλεονασμάτων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και δημιουργία αποθεματικών ήταν παραμύθι. Αν οι ισολογισμοί δίνονταν στη δημοσιότητα με τη λήξη κάθε χρονιάς, αυτό το παραμύθι θα είχε φανεί αμέσως. Αυτή την αποκάλυψη φοβούνταν οι κυβερνήσεις (και οι διορισμένες απ’ αυτές διοικήσεις του ΙΚΑ) και δεν κατάρτιζαν κάθε χρόνο ισολογισμούς, όπως έχουν υποχρέωση.
♦ Ποια αποθεματικά;
Ας δούμε ποια είναι η κατάσταση με τα αποθεματικά του ΙΚΑ, σύμφωνα πάντα με τους ισολογισμούς. Στη τελευταία σελίδα του ισολογισμού του 2005 υπάρχει ένας ολοσέλιδος πίνακας χρηματογράφων μέχρι τις 31 Δεκέμβρη του 2004. Σύμφωνα μ’ αυτόν, το συνολικό ύψος των μετοχών και των ομολόγων ανέρχεται σε 4,21 δισ. ευρώ. Αν αφαιρέσουμε τα 3,93 δισ. ευρώ των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου (που πήρε το ΙΚΑ την τριετία 2002-2004), απομένουν μόνο 0,28 δισ. ευρώ! Σύμφωνα δε με μια μελέτη του υπουργείου Εργασίας, η κινητή και ακίνητη περιουσία του ΙΚΑ στις 31/12/ 2004 ανερχόταν σε 4,95 δισ. ευρώ.
Το ΙΚΑ επί δεκαετίες εισπράττει για λογαριασμό των ΟΑΕΔ, ΟΕΚ, ΟΕΕ, ΕΤΕΑΜ τις εισφορές (εργατικές και «εργοδοτικές»), έναντι αμοιβής, και οφείλει να τις αποδίδει. Επιπλέον, το ΙΚΑ από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 πήρε όλα τα αποθεματικά του ΕΤΕΑΜ (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών), που αν απλά τοκίζονταν όλα αυτά τα χρόνια θα ξεπερνούσαν τα 6 δισ. ευρώ. Ενώ το ΙΚΑ ήταν και είναι υποχρεωμένο να αποδίδει μέσα σ’ ένα χρονικό διάστημα (από 1/1/ 2001, που καθιερώθηκε το σύστημα των ΑΠΔ, το διάστημα αυτό δεν θα ξεπερνούσε, υποτίθεται, τον ένα μήνα), εξακολουθεί να καταβάλλει «έναντι» αυτών που εισπράττει για λογαριασμό των άλλων φορέων. Στους ισολογισμούς του ΙΚΑ υπάρχουν πίνακες με τα ποσά που εισπράχτηκαν για λογαριασμό των φορέων και δεν αποδόθηκαν. Οι οφειλές αυτές φαίνονται στον Πίνακα 2. Διευκρινίζουμε, ότι στα ποσά αυτά δεν υπολογίζονται οι τόκοι που θα έπαιρναν αυτοί οι φορείς εάν εισέπρατταν κανονικά τις εισφορές τους από το ΙΚΑ και τις κατέθεταν στην Τράπεζα της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τον Πίνακα 2, στις 31/12/2004 το συνολικό χρέος του ΙΚΑ προς τους φορείς αυτούς ανερχόταν σε 7,28 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τη μελέτη του υπουργείου Εργασίας, που προαναφέραμε, τα αποθεματικά του ΙΚΑ ήταν 4,95 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε αναγκαστεί το Φλεβάρη του 2004 να ρυθμίσει νομοθετικά ένα μέρος του χρέους του ΙΚΑ προς τους φορείς, ύψους 1,47 δισ. ευρώ, σε πέντε ετήσιες δόσεις. Ομως, αν και φτάσαμε στα μισά του 2007, δεν έχει αρχίσει η υλοποίηση της ρύθμισης με την καταβολή από τον κρατικό προϋπολογισμό της πρώτης ετήσιας δόσης.
Επανειλημμένα έχουμε αποκαλύψει τον προδοτικό ρόλο των αστογραφειοκρατών συνδικαλιστών-εκπροσώπων της ΓΣΕΕ στο ΕΤΕΑΜ, που αποδέχτηκαν ότι το χρέος του ΙΚΑ προς το ΕΤΕΑΜ ανερχόταν, το 2006, σε 1,9 δισ. ευρώ, ενώ γνώριζαν ότι ξεπερνά τα 6 δισ. ευρώ. Αν κάνουμε την υπόθεση εργασίας, ότι και τα δύο αυτά χρέη (τα 1,9 δισ. ευρώ, που το ΔΣ του ΙΚΑ αποτίμησε ότι χρωστά στο ΕΤΕΑΜ και τα 1,47 δισ. ευρώ, που το κράτος ανέλαβε να καταβάλει στο ΙΚΑ) θα δοθούν στο ΙΚΑ, τα αποθεματικά του Ιδρύματος στις 31/12/2004 θα ήταν (4,95+1,47+1,9-7,28) = 1,04 δισ. ευρώ! Να σε ποια άθλια κατάσταση έφεραν τον μεγαλύτερο ασφαλιστικό φορέα οι πράσινες και μπλε κυβερνήσεις.
♦ Πουλημένη γραφειοκρατία
Ιδού μερικά ακόμη στοιχεία από τη δράση των εκπροσώπων της ΓΣΕΕ στο ΕΤΕΑΜ. Στον Πίνακα 2 καταγράφεται, ότι το δραχμικό χρέος του ΙΚΑ προς το ΕΤΕΑΜ στις 31/12/2005 ανερχόταν σε 2678,35 εκατ. ευρώ. Γιατί, λοιπόν, δέχτηκαν ότι το χρέος του ΙΚΑ προς το ΕΤΕΑΜ μέχρι το τέλος του 2006 ήταν μόνο 1900 εκατ. ευρώ; Αν υποθέσουμε, για την οικονομία της συζήτησης, ότι τα στοιχεία μας (σ’ αυτά περιλαμβανόταν και αναλογιστική μελέτη του βρετανικού οίκου Government Actuaries για λογαριασμό του υπουργείου Εργασίας) δεν τους έπεισαν και δεν τα επικαλέστηκαν, τι έχουν να πουν για τα στοιχεία του Πίνακα 2; Τους εξαπάτησαν μήπως οι υπηρεσιακοί παράγοντες, με άνωθεν εντολές; Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί δεν το κατήγγειλαν; Γιατί δεν αποσύρουν τώρα την υπογραφή τους και δεν θέτουν θέμα επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους;
Από την 1η Γενάρη του 2002 καθιερώθηκε το σύστημα των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (ΑΠΔ) και θα έπρεπε, υποτίθεται, η Διοίκηση του ΙΚΑ να αποδίδει στους ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και ΟΕΕ τις εισφορές μέσα σε 60 το πολύ μέρες από την υποβολή των ΑΠΔ, μαζί με την αναλυτική κατάσταση των φυσικών προσώπων-εργαζόμενων που κατέβαλαν τις εισφορές. Εδώ και χρόνια καταγγέλλουμε, ότι ο εκάστοτε διοικητής του ΙΚΑ δεν αποδίδει στους φορείς αυτούς όλες τις εισφορές που εισπράττει το ΙΚΑ για λογαριασμό τους. Δεν γνωρίζαμε, όμως, τα ακριβή ποσά. Από τον Πίνακα 2 διαπιστώνουμε, ότι το χρονικό διάστημα 2002-2005 το ΙΚΑ κατακρατεί παράνομα και εκμεταλλεύεται άτοκα 3 δισ. ευρώ!
n Αποθράσυνση
Επίσης, εδώ και χρόνια υποστηρίζουμε, ότι με τις απανωτές χαριστικές ρυθμίσεις των χρεών των καπιταλιστών-εργοδοτών προς τα ασφαλιστικά ταμεία θα αυξηθούν τα χρέη τους προς αυτά. Και σ’ αυτό το θέμα τα στοιχεία των ισολογισμών μας δικαιώνουν.
Από τον Πίνακα 3 διαπιστώνουμε, ότι το χρέος των εργοδοτών προς το ΙΚΑ από 1559,07 το 2002 ανήλθε σε 3179,82 εκατ. ευρώ το 2005, δηλαδή διπλασιάστηκε μέσα σε μια τετραετία!
Οι πράσινες και οι μπλε κυβερνήσεις , με πρόσχημα την αύξηση της απασχόλησης, έχουν κάνει απανωτές ρυθμίσεις με τις οποίες μειώνουν τις «εργοδοτικές» εισφορές. Εως τώρα δεν είχαμε στοιχεία για τα ποσά που έχανε το ΙΚΑ λόγω της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών. Στους ισολογισμούς υπάρχουν στοιχεία για το ακριβές ύψος τόσο των εργατικών όσο και των εργοδοτικών εισφορών. Στοιχεία που αποκαλύπτουν ότι οι αστικές κυβερνήσεις εξακολουθούν να κάνουν μνημόσυνα με ξένα κόλλυβα. Εν προκειμένω, διευκολύνουν τους καπιταλιστές, χωρίς να καλύπτουν τις απώλειες του ΙΚΑ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μ’ αυτό και με μια σειρά άλλα ζητήματα θα ασχοληθούμε στο επόμενο φύλλο.








