Στο Δήμο Καλλιθέας έπεσε η αυλαία της υπόθεσης των 90 περίπου συμβασιούχων που είχαν προσληφθεί την πενταετία 1995-2000. Μέρος της υπόθεσης ήταν η απεργία πείνας τριών από αυτούς, που η διοίκηση του δήμου αυθαίρετα είχε απολύσει ξεκόβοντάς τους από τους υπόλοιπους. Θεωρούμε υποχρέωσή μας απέναντι σε όσους συμπαραστάθηκαν στον αγώνα αυτόν, απέναντι σε όσους προβληματίζονται για το πώς και με ποιο τρόπο μπορεί να οικοδομηθεί κίνημα ενάντια στην ανεργία και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας να δώσουμε τα αποτελέσματα αυτής της υπόθεσης.
Ας τοποθετήσουμε λοιπόν τις παραμέτρους της υπόθεσης :
– Οι εν λόγω συμβασιούχοι, όπως γίνεται με τη συντριπτική πλειοψηφία των συμβασιούχων, κάλυπταν θέσεις εργασίας μόνιμης-πλήρους απασχόλησης ή, όπως λέγεται στην διοικητική ορολογία, εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Παράνομα, κατά το προηγούμενο Σύνταγμα, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης τους απασχολούσαν και τους πλήρωναν με αυτό τον τρόπο. Επρεπε και δικαιούνταν να γίνουν μόνιμοι υπάλληλοι.
– Στο Δήμο Καλλιθέας τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μια αγωνιστική στάση απέναντι στο θέμα αυτό. Ο Σύλλογος Εργαζομένων θεωρούσε μέλη του τους συμβασιούχους και κυρίως είχε στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεών του την αποκατάσταση της αδικίας που γινόταν σε βάρος τους, τη μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου ή τη μονιμοποίησή τους.
– Η παγωνιά της ατομικότητας δεν είχε φτάσει στα σημερινά επίπεδα. Υπήρχε ένα αγωνιστικό και συναδελφικό κλίμα που δυσκόλευε τη διοίκηση να περνάει τις επιλογές της, την υποχρέωνε να είναι κάπως συμμαζεμένη, την υποχρέωνε σε ορισμένες παραχωρήσεις απέναντι στα αιτήματα των εργαζομένων.
Το θέμα βέβαια για τη διοίκηση δεν ήταν η μοίρα αυτών καθαυτών των 90 εργαζομένων. Το ζήτημα ήταν ότι η διοίκηση ήθελε, ντε και καλά, να εφαρμόσει ελαστικές σχέσεις εργασίας, για να εξοικονομήσει χρήμα προς όφελος των παροικούντων την Ιερουσαλήμ και να «εξυπηρετεί», ανακυκλώνοντάς τους, περισσότερους ψηφοφόρους της. Στην επιδίωξή της αυτή διευκολυνόταν όλο και περισσότερο από την αντιδραστικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας, τη συνολική προσπάθεια της αστικής τάξης για περικοπή όσο γινόταν περισσότερων μόνιμων θέσεων εργασίας από το δημόσιο τομέα.
Από την μια έχουμε συνεχή υποχώρηση του ρεφορμιστικού κινήματος και από την άλλη έχουμε όλο και περισσότερες νομικές δυσκολίες. Τότε εμφανίστηκαν οι δικηγόροι. Οχι ότι δεν υπήρχαν, αλλά πήραν πλέον τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αφού το ρεφορμιστικό κίνημα γινόταν όλο και πιο λάιτ, όλο και πιο αναποτελεσματικό, ο κόσμος -που και αυτός είχε τις γενικότερες αναστολές, αλλά ήθελε να το παλέψει- έβλεπε προς τα εκεί πλέον την κυριότερη ελπίδα. Το χρήμα από το υστέρημα των συμβασιούχων άρχισε να ρέει άφθονο. Και το χρήμα, όπως όλοι ξέρουμε, έχει μαγικές ικανότητες. Χωρίζει τις καλύτερες οικογένειες, αλλά και ενώνει τα πιο απίθανα σύνολα. Εδώ έχουμε μια διαρκή πορεία ενότητας μεταξύ δικηγόρων και συνδικαλιστών. Τα πακέτα προσφοράς από τα δικηγορικά γραφεία προς τις διοικήσεις των Συλλόγων δίνουν και παίρνουν. Το παραμύθι είναι καλό, κοστίζει λίγο, δεν έχει δράκο. Δεν έχει, δηλαδή, την «υποχρέωση», την ανάγκη να συγκρουστείς, να κλείσεις καμιά χωματερή, να βρεθείς μπροστά σε καμία ασπίδα ΜΑΤά κλπ, κλπ. Ολα γίνονται ήσυχα και πολιτισμένα.
Ετσι κάπως έγιναν τα πράγματα και δω. Οι δικαστικές ενέργειες από υποβοηθητικές του κινήματος μετατρέπονταν σε πρωταγωνιστικές. Οσο το κίνημα ατονούσε τόσο η διοίκηση επιτίθονταν. Οσο η διοίκηση επιτίθονταν τόσο η συντριπτική πλειοψηφία του ΔΣ του συλλόγου εργαζομένων, ΕΣΑΚ-ΠΑΣΚΕ (η ΕΣΑΚ ήταν αυτή που κινούσε τα νήματα του συμβιβασμού, λόγω συσχετισμού δυνάμεων, η ΠΑΣΚΕ απλώς ακολουθούσε, αφού είναι καθαρά παράταξη της διοίκησης) όλο και οπισθοχωρούσε. Η διοίκηση έφτασε για πρώτη φορά στο σημείο όχι μόνο να μη πιστοποιεί ότι οι συνάδελφοι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αλλά να αντιδικεί στο δικαστήριο και οι αγωνιστές της ΕΣΑΚ παραμύθιαζαν τον κόσμο ότι όλα πάνε καλά.
Μετά ήρθε η δεύτερη ισχυρότερη κατραπακιά. Η διοίκηση με εντελώς αυθαίρετο τρόπο -καλυπτόμενη νομικά από τον δικηγόρο της που, ω του θαύματος, είναι υποψήφιος βουλευτής του ΣΥΝ- πετάει από τη δουλειά 90 φύλακες, τους απολύει. Ο σύλλογος τίποτα. Διαμαρτύρεται φραστικά, αφήνει τους ανθρώπους για καιρό στην ανεργία δηλώνοντας ότι διεκδικεί δήθεν -στα λόγια βέβαια- την επαναπρόσληψή τους. Τρεις από τους απολυμένους, μη αντέχοντας την ανεργία και την κοροϊδία, προχωρούν σε απεργία πείνας. Το «ταξικό» σωματείο, αντί να αρπάξει την ευκαιρία από τα μαλλιά, να συσπειρώσει όλους τους εργαζόμενους, μόνιμους και έκτακτους, για να μην έρθει σε σύγκρουση με τη διοίκηση στρέφει τους συμβασιούχους που δουλεύουν εναντίον των φυλάκων, των απεργών πείνας, πείθοντάς τους ότι η απεργία πείνας θα δώσει την δυνατότητα στη διοίκηση να τους απολύσει όλους. Ετσι, παρά τον αγώνα που δόθηκε, με σημαντική υποστήριξη από δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, με σημαντική, εκκωφαντική περιφρόνηση της υπόθεσης από τις δυνάμεις της μεγάλης κοινοβουλευτικής αριστεράς, η υπόθεση οδηγήθηκε στην ήττα.
Βγήκαμε τότε και είπαμε ότι η ήττα είναι όλων των εργαζόμενων, μόνιμων και έκτακτων, κυρίως των έκτακτων που είχαν μείνει στη δουλειά, γιατί με αυτή τη τακτική το μέλλον είναι πολύ δυσοίωνο. Τίποτα. Τα πράγματα στο Σύλλογο χειροτέρευαν με ραγδαίο ρυθμό. Ωσπου μια ωραία πρωία, 17η Νοέμβρη του 2003 – ημέρα Πολυτεχνείου, ο δήμαρχος ανακοίνωσε την απόλυση και των υπόλοιπων συμβασιούχων, υλοποιώντας απόφαση… δικαστηρίου. Εκλαψε βέβαια μαζί τους, όπως έκλαψε μαζί τους η πλειοψηφία του Συλλόγου. Μαζί ορκίστηκαν ότι θα κάνουν το παν να τους τακτοποιήσουν, αφού θα τους δώσουν… τη γενναία πριμοδότηση του νομοσχεδίου Σκανδαλίδη.
Εγινε διαγωνισμός μέσω ΑΣΕΠ και όταν βγήκαν τα αποτελέσματα οι συμβασιούχοι που έμειναν απ’ έξω στράφηκαν νομικά εναντίον των συναδέλφων τους που είχαν περάσει. Εκεί έφτασαν τα πράγματα. Από ένα σύνολο 90 εργαζόμενων, οι 64 στράφηκαν, με τη καθοδήγηση του «ταξικού» σωματείου, ενάντια στους απεργούς πείνας και τώρα, στο τέλος, ο ένας εναντίον του άλλου. Το σύστημα, οι κυβερνήσεις, οι νόμοι, τα δικαστήρια απαλλάχτηκαν από κάθε ευθύνη. Ο ένας όρμησε ενάντια στον άλλο. Αυτή η διαδικασία τρέναρε δυο χρόνια. Δυο χρόνια στην ανεργία φτωχοί άνθρωποι που είχαν περάσει στο διαγωνισμό. Ωσπου το ΑΣΕΠ έστειλε πίσω τα χαρτιά και απαίτησε να τηρηθούν όσα προβλέπουν οι νόμοι, οι κανονισμοί πρόσληψης. Τελικό αποτέλεσμα: 16 μονιμοποιήσεις. Από τους 90 στους 16.
Αλλά αυτή είναι η μικρότερη ήττα. Η κυριότερη είναι η πολιτική ήττα που υπέστησαν οι εργαζόμενοι στη συνείδησή τους, μόνιμοι και έκτακτοι, μονιμοποιηθέντες και μη μονιμοποιηθέντες. Εννοείται βέβαια ότι από το 2003 και μετά δεν παλεύεται καθόλου το θέμα των συμβασιούχων που αυξάνονται και πληθαίνουν στο Δήμο Καλλιθέας. Οι συνάδελφοι έρχονται και φεύγουν χωρίς κανένας πια να ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. Εννοείται, επίσης, ότι το «ταξικό» σωματείο που καθοδηγείται από τους κομμουνιστές του ΚΚΕ είναι μέλος του συντονιστικού των ΟΤΑ του ΠΑΜΕ που «παλεύει» το ζήτημα των συμβασιούχων. Πού βρίσκονται; Ακόμα γίνονται έρευνες.
Εννοείται, τέλος, ότι έχει ο καιρός γυρίσματα. Για όλους. Για τους φοβισμένους γραφειοκράτες, για τους «υπηρέτες» του λαού δημάρχους, για τις κυβερνήσεις, αλλά και για το ίδιο το σύστημα που υπηρετούν.
Υποσημείωση: Για τους «ταξικούς» συνδικαλιστές το αποτέλεσμα είναι θετικό!
Παντελής Νικολαϊδης