Τον μεταναστευτικό νόμο παρουσίασε στους δημοσιογράφους ο υπουργός Πρ. Παυλόπουλος και ήταν εμφανής η αγωνία του να περάσει το μήνυμα ότι για πρώτη φορά η Ελλάδα αποκτά μεταναστευτική πολιτική, χάρη σ’ αυτόν βέβαια. Οπως είχαμε επισημάνει, όταν πρωτοδημοσιοποιήθηκε το νομοσχέδιο, αυτό δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να κωδικοποιεί τις διατάξεις όλης της προηγούμενης μεταναστευτικής νομοθεσίας. Το μόνο καινούργιο είναι η αναγνώριση του καθεστώτος των «επί μακρόν διαμενόντων», το οποίο όμως είναι δυσμενέστερο από τη δυνατότητα να ζητήσει ο μετανάστης τη χορήγηση υπηκοότητας, που προβλεπόταν από τον προηγούμενο νόμο. Είναι το μόνο σημείο που άλλαξε ο Παυλόπουλος και δεν είναι τυχαίο αυτό. Ξεκινώντας από στενά εθνικιστικά κίνητρα, αρνείται τη χορήγηση υπηκοότητας σε μετανάστες που έχουν τις προϋποθέσεις του νόμου, και δημιουργεί αυτό το πρωτότυπο καθεστώς των «επί μακρόν διαμενόντων», που δεν έχει σχέση με υπηκοότητα, αφού δεν αναγνωρίζει πολιτικά δικαιώματα.
Από εκεί και πέρα το νομοσχέδιο είναι σκέτος εισπρακτικός μηχανισμός. Κεφαλικός φόρος για την άδεια παραμονής και εξαγορά ενσήμων, για να εισρεύσει χρήμα στα ασφαλιστικά ταμεία. Ο Παυλόπουλος προσπάθησε να αποσείσει τη σχετική κατηγορία με τον τρόπο που ξέρει πολύ καλά ως δικηγόρος: μακρόσυρτη φλυαρία και διάχυση επιχειρημάτων, έτσι που να χάνεται το κύριο. Ανέπτυξε ολόκληρη επιχειρηματολογία, για να πείσει ότι στόχος είναι να νομιμοποιηθούν όσοι έχουν δουλειά και όχι όσοι ψάχνουν για δουλειά: «Οταν έχεις ένα μετανάστη ο οποίος έρχεται στην Ελλάδα για να εργασθεί, η παραμονή του στην Ελλάδα με όρους αξιοπρέπειας, ασφάλειας κλπ σημαίνει ότι αυτός ο άνθρωπος έχει βρει μια εργασία και εργάζεται. Εάν δεν έχει βρει την εργασία, τότε ήταν σαν να ανεχόταν η χώρα μας και να ήθελε δηλαδή νομιμοποιήσεις ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται στην Ελλάδα ψάχνοντας μόνο για εργασία. Αυτός είναι ο στόχος της μεταναστευτικής μας πολιτικής; Αν αυτός είναι ο στόχος για ορισμένους, αν αυτός είναι ο στόχος κάποιων, ας έρθουν να το πουν. Εμείς θεωρούμε ότι πρέπει να διευκολύνουμε εκείνους που είτε είχαν ή έχουν δουλειά και οι οποίοι θέλουν να συνεχίσουν».
Οταν του παρατηρήθηκε ότι δεν μπορούν να ισχύουν αυτά που λέει, όταν δίνει τη δυνατότητα εξαγοράς των ενσήμων, επιστράτευσε τη δικολαβία: «Διότι παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση αυτή είναι έτοιμοι να βρουν δουλειά. Και τα χρήματα αυτά μπορεί να τα δώσει ο μελλοντικός εργοδότης ή ο εργοδότης στον οποίο εργάζονται, εφόσον δεν έχουν προλάβει να συμπληρώσουν τα ένσημα αυτά. Για αυτό τους παρέχουμε αυτή την δυνατότητα»!!
Στη συνέχεια ρωτήθηκε τί μπορεί να κάνει ένας μετανάστης που έχει αποδείξεις ότι ήταν στην Ελλάδα μέχρι τις 31.12.2004, αλλά δεν έχει ένσημα, επειδή δεν του τα κάλυπτε ο εργοδότης του, και έδωσε την εξής εκπληκτική απάντηση: «Μα δεν έχει καμία σημασία αυτό. Από την στιγμή που αποδεικνύεται ότι έχει μπει στην Ελλάδα 31/12 αγοράζει κανονικά τα ένσημά του»!! Ολη η ιστορία, λοιπόν, γίνεται για την αγορά των ενσήμων και όχι για να σταματήσει η μαύρη αγορά εργασίας. Ο εργοδότης δεν πρόκειται να κυνηγηθεί ποτέ, φτάνει ο μετανάστης να πηγαίνει και να τ’ ακουμπάει στο ΙΚΑ ή στον ΟΓΑ.








