Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε πανικό, καθώς προσπαθεί να ξεφύγει από την αποκάλυψη του σκανδάλου του ΤΕΑΔΥ, με πρωταγωνιστές «καταγάλανα» παιδιά. Δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συμφωνήσουν αν οι πράξεις της διοίκησης του ΤΕΑΔΥ ήταν νόμιμες ή όχι. «Η συμπεριφορά του διοικητικού συμβουλίου του συγκεκριμένου Ταμείου δεν ήταν σύννομη», δηλώνει στο πρες ρουμ ο Αντώναρος (ο ίδιος που δυο μέρες πριν δήλωνε ότι… δεν υπάρχει σκάνδαλο). Το ακριβώς αντίθετο υποστήριξε ο Τσιτουρίδης στην εκπομπή του Πρετεντέρη (στο ερώτημα: αφού δεν υπάρχει πρόβλημα νομιμότητας, τότε γιατί έστειλε το πόρισμα του ελέγχου στον εισαγγελέα, ακόμα δεν έχει καταφέρει να απαντήσει).
Για να τελειώνουμε, όμως, με τη νομική πτυχή του σκανδάλου, προβλέπουμε ότι για μια ακόμη φορά θα επιβεβαιωθεί το παλιό δόγμα: «Θέλεις να συγκαλύψεις ένα σκάνδαλο; Στείλτο στον εισαγγελέα». Σπεύδουμε να πούμε, μολονότι δεν τρέφουμε καμιά εμπιστοσύνη προς τις δικαστικές αρχές, ότι δεν φταίνε κατ’ ανάγκη οι εισαγγελείς ή οι δικαστές. Είναι το νομικό πλαίσιο που τους δένει τα χέρια. Και όταν πρόκειται για ανθρώπους της αστικής τάξης το νομικό πλαίσιο τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια. Τι θα βγει στο τέλος; Οτι η «Ακρόπολις», η χρηματιστηριακή που κάνει μπίζνες με τα ασφαλιστικά ταμεία, πούλησε ένα ομόλογο βγάζοντας κέρδος. Αυτό δεν απαγορεύεται. Αντιθέτως, θεωρείται απόλυτα θεμιτό στο σύστημα που ζούμε. Το ότι η «Ακρόπολις» είναι απόλυτα καλυμμένη φαίνεται από ανακοίνωση που εξέδωσε την περασμένη Τρίτη, στην οποία ανέφερε: «το ΤΕΑΔΥ μετά την πραγματοποίηση της συναλλαγής ενημερώθηκε εγγράφως και ουδέποτε αμφισβήτησε, όπως είχε το δικαίωμα, τις εν λόγω συναλλαγές». Η ανακοίνωση αυτή προωθήθηκε ως πληρωμένη καταχώρηση στις εφημερίδες, όμως στη συνέχεια αποσύρθηκε. Γιατί; Γιατί έπεσε «σύρμα» από Ρηγίλλης μεριά να το βουλώσουν και να περιμένουν να περάσει η μπόρα.
Θα μπορούσε να πει κανείς, όπως λέει το ΠΑΣΟΚ (η Βασούλα έχει ξεσπαθώσει), ότι αυτή η ανακοίνωση της «Ακροπόλεως» με δυο τρόπους μπορεί να ερμηνευτεί: ή το ΤΕΑΔΥ διοικούνταν από ηλίθιους ή είχαν πέσει οι «νόμιμες» μίζες. Μπορεί κανείς να το αποδείξει νομικά; Είμαστε σίγουροι ότι τα τυχόν ίχνη έχουν ήδη εξαφανιστεί.
Η πρώτη αποφασιστική κίνηση που έκανε η κυβέρνηση για να αποφύγει την πίεση του σκανδάλου ήταν να βάλει στη μπάντα τον θλιβερό Τσιτουρίδη, που τα ‘χει χαμένα και λέει το ένα ψέμα πάνω στο άλλο (όπως τότε με τους «κουμπάρους») και να αναθέσει τη διαχείριση της υπόθεσης στον Αλογοσκούφη. Αυτός κινήθηκε σε δυο επίπεδα: από τη μια απαγόρευσε τη συμμετοχή των ασφαλιστικών ταμείων σε αγοραπωλησίες σύνθετων χρηματιστηριακών προϊόντων και ανακοίνωσε τη σύσταση επιτροπής που θα εισηγηθεί την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για τη διαχείριση των αποθεματικών των Ταμείων (αλήθεια, γιατί δεν το έκανε την τριετία που κυβερνά;) και από την άλλη διέταξε να γίνει διαχειριστικός έλεγχος των επενδύσεων των Ταμείων από το 1998, σε μια προσπάθεια να συμψηφίσει τα σκάνδαλα των δικών της «παιδιών» με αυτά των Πασόκων. Δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεθούν σε κάποιο Ταμείο ανάλογες περιπτώσεις αγοράς χρηματιστηριακών προϊόντων με «καπέλο». Αυτό το ξέρουν καλά οι Πασόκοι, γι’ αυτό και η Βάσω μίλησε για «προσπάθεια συμψηφισμού», ομολογώντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς ότι και τα δικά τους «παιδιά» τις έχουν κάνει τις λοβιτούρες τους.
Για να κλείσει αυτό το κεφάλαιο, ένα μόνο ερώτημα μένει αναπάντητο: αφού μια χαρά πήγαιναν οι μπίζνες και οι κονόμες, γιατί ξέσπασε το σκάνδαλο; Για το λόγο που ξεσπούν τα περισσότερα οικονομικά σκάνδαλα στον ανταγωνισμό. Επειδή η «Ακρόπολις» δεν δρα μονοπωλιακά στο χρηματιστήριο, αλλά έχει και ανταγωνιστές που θέλουν να τις πάρουν τις προνομιακές σχέσεις με τόσο σημαντικούς «θεσμικούς επενδυτές» όπως είναι τα ασφαλιστικά ταμεία. Ο ανελέητος πόλεμος των «ραντιέρηδων» και των «μεσαζόντων» έφτασε μέχρι την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία για άλλους λόγους «έβγαλε στη σέντρα» την «Ακρόπολι» με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί και το «γδύσιμο» του ΤΕΑΔΥ.
Το ουσιαστικό ζήτημα, που με δραματικό τρόπο τέθηκε και πάλι (είχε ξανατεθεί μετά την κατρακύλα του Χρηματιστήριου), είναι αυτό καθεαυτό το τζογάρισμα των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων στο Χρηματιστήριο. Γιατί χρηματιστηριακός τζόγος και «χρηστή διαχείριση» είναι έννοιες ασύμβατες. Δεν γίνεται να κερδίζουν όλοι απ’ αυτό το τζόγο. Κάποιοι πρέπει να χάσουν. Σταθερά κερδισμένοι είναι μόνο οι «μεγαλοραντιέρηδες», που ξέρουν το παιχνίδι και έχουν τη στήριξη τραπεζών και κυβερνήσεων. Δείτε μόνο πόσες περίεργες διαδρομές ακολούθησε ένα ομόλογο του ελληνικού δημοσίου μέχρι να αγοραστεί από το ΤΕΑΔΥ. Το αγόρασε η JP Morgan στο Λονδίνο, το πούλησε στη Γερμανία, από εκεί το πήρε η «Ακρόπολις» και το «έχωσε» στο ΤΕΑΔΥ. Σε κάθε σταθμό έβγαιναν κέρδη και μεσιτικά και στον τελευταίο σταθμό, βέβαια, φαίνεται να έχει πέσει και μίζα. Προσέξτε το σχιζοφρενικό του πράγματος: για να δανειστεί το ελληνικό δημόσιο από ένα Ταμείο, πρέπει να βγάλουν κέρδη τουλάχιστον τρεις «ραντιέρηδες»! Και γιατί δεν δανείζεται απευθείας, καθορίζοντας ένα επιτόκιο της πιάτσας; Και μόνο τα κέρδη των ενδιάμεσων να βγάλεις, η συναλλαγή θα ήταν συμφέρουσα και για το δημόσιο και για το Ταμείο.
Η απάντηση σ’ αυτόν τον προβληματισμό είναι εξαιρετικά απλή. Το δημόσιο δουλεύει για λογαριασμό των τραπεζιτών και των χρηματιστών. Δεν του φτάνει που χρεώνει τον ελληνικό λαό και τον στραγγίζει με τη φορολογία, προσφέρει ακόμα και τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων στην κερδοσκοπία των αρπακτικών του χρηματιστήριου. Κι ύστερα, διαπιστώνει ότι το ασφαλιστικό σύστημα χωλαίνει και ετοιμάζει νέα μέτρα σε βάρος των ασφαλισμένων.








