Το ναζιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης και μάλιστα στη χειρότερη εκδοχή του υιοθέτησε το τρομοδικείο με πρόεδρο τον Γεώργιο Μιχολιά και μέλη τους εφέτες Ειρήνη Αναστασιάδου και Ιωάννη Μαρούδη, που εκδίκασε αυτό που κωδικοποιήθηκε ως 4η δίκη της ΣΠΦ. Υιοθετώντας πλήρως την πρόταση του εισαγγελέα Γ. Βαβέτση, το τρομοδικείο καταδίκασε τα εννέα μέλη της ΣΠΦ (Χρήστο και Γεράσιμο Τσάκαλο, Γιώργο Πολύδωρο, Ολγα Οικονομίδου, Δαμιανό Μπολάνο, Χάρη Χατζημιχελάκη, Παναγιώτη Αργυρού, Μιχάλη και Γιώργο Νικολόπουλο) για απλή συνέργεια σε εκρήξεις κατ’ εξακολούθηση, εμπρησμούς κατ’ εξακολούθηση, κατασκευή και προμήθεια εκρηκτικών, με μοναδικό «αποδεικτικό στοιχείο» τη συγγραφή ενός κειμένου με τον τίτλο «Ο ήλιος συνεχίζει ν’ ανατέλλει», το οποίο γράφτηκε μετά τις πράξεις και ενόσω οι κατηγορούμενοι ήταν στη φυλακή!
Το δικαστήριο απάλλαξε του υπόλοιπους εννέα κατηγορούμενους (Γ. Κατραγιαννίδη, Κ. Σακκά, Α. Μητρούσια, Στ. Αντωνίου, Κων/να Καρακατσάνη, Π. Μασούρα, Δ. Πολίτη, Ι. Μιχαηλίδη και Θ. Μαυρόπουλο, που έχει γίνει μέλος της ΣΠΦ), όπως είχε προτείνει και ο εισαγγελέας.
Το ναζιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης είχε ηττηθεί όχι μόνο πολιτικά αλλά και ποινικά στη δίκη του ΕΛΑ. Στην πρώτη πρωτόδικη δίκη, καταδικάστηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι ως μέλη του ΕΛΑ και ως απλοί συνεργοί σε όλες τις ενέργειες της οργάνωσης, λόγω… ψυχικής συνδρομής. Ηταν η απόλυτη εφαρμογή του ναζιστικού δόγματος της συλλογικής ευθύνης. Στη δεύτερη πρωτόδικη δίκη, αυτό ανατράπηκε. Το δικαστήριο αθώωσε από τις κατηγορίες της απλής συνέργειας στις ενέργειες της οργάνωσης ακόμη και τον Χρήστο Τσιγαρίδα, που είχε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑ.
Στο δεύτερο βαθμό, όπου συγχωνεύτηκαν οι δυο πρωτόδικες δίκες, η απόφαση ήταν αθωωτική ακόμα και για τον Χρήστο Τσιγαρίδα. Αφού δεν υπήρχαν στοιχεία για τη συμμετοχή του στις ενέργειες, το δικαστήριο τον απάλλαξε, παρά την καταδικαστική εισαγγελική πρόταση. Εισαγγελέας στη δευτεροβάθμια δίκη του ΕΛΑ ήταν ο Γρ. Βαβέτσης! Στις 5 Νοέμβρη του 2009, αγόρευσε επί της ενοχής των Χρ. Τσιγαρίδα, Α. Κανά και Ειρ. Αθανασάκη (ο Κ. Αγαπίου είχε στο μεταξύ πεθάνει) και πρότεινε να κηρυχτούν οι τρεις κατηγορούμενοι ένοχοι για απλή συνέργεια σε όλες τις μη παραγραφείσες ενέργειες του ΕΛΑ, με βάση ναζιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης. Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, όμως, με την 3096/2009 απόφασή του, απάλλαξε όλους τους κατηγορούμενους. Και τον Χρ. Τσιγαρίδα που είχε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑ και είχε υπερασπιστεί τις ενέργειες της οργάνωσής του. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, αφού δεν προσβλήθηκε. Ας σημειωθεί ότι το ιδρυτικό μανιφέστο του ΕΛΑ, τα θρυλικά «Εξαιρετικά Χημικά Λιπάσματα» (ως εξώφυλλο είχε χρησιμοποιηθεί παραπειστικά το εξώφυλλο από ένα φυλλάδιο γεωπονίας), ήταν προγενέστερο των ενεργειών του ΕΛΑ και όχι μεταγενέστερο, όπως ήταν το κείμενο που συνυπέγραψαν στη φυλακή τα μέλη της ΣΠΦ. Ο Χρ. Τσιγαρίδας, που υπερασπίστηκε το μανιφέστο του ΕΛΑ, θα έπρεπε –αν είχε ακολουθηθεί το ναζιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης- να καταδικαστεί ως απλός συνεργός σε όλες τις ενέργειες του ΕΛΑ.
Ακόμα και στην πρώτη δίκη του Επαναστατικού Αγώνα εισαγγελέας και τρομοδικείο υπήρξαν προσεκτικοί και αναζήτησαν έναν πλάγιο δρόμο για να φουσκώσουν τις ποινές. Καταδίκασαν για απλή συνέργεια στις ενέργειες της οργάνωσης τους Ν. Μαζιώτη, Π. Ρούπα και Κ. Γουρνά, με το επιχείρημα ότι διαχειρίζονταν τις γιάφκες στις οποίες βρέθηκε οπλισμός της οργάνωσης. Αντίθετα, οι Β. Σταθόπουλος και Χρ. Κορτέσης, μολονότι καταδικάστηκαν ως μέλη της οργάνωσης (αυθαίρετα, κατά τη γνώμη μας), απαλλάχτηκαν από κάθε κατηγορία συμμετοχής στις ενέργειες, διότι δεν προέκυψε οποιαδήποτε εμπλοκή τους με τις ενέργειες ή με τις γιάφκες της οργάνωσης. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της απλής συνέργειας στις ενέργειες της οργάνωσης, το δικαστήριο ήθελε που να δείχνουν έστω μόνιμη βοήθεια στους «άγνωστους δράστες» των ενεργειών.
Στη συγκεκριμένη δίκη, για τα μέλη της ΣΠΦ δεν υπήρξαν ούτε στοιχεία συμμετοχής τους στις πάνω από 250 ενέργειες, ούτε γιάφκες που να σχετίζονται μ' αυτές τις ενέργειες, ούτε οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Υπήρξε μόνο η συγγραφή ενός κειμένου σε μετεγενέστερο χρόνο, που από ποινική άποψη ζήτημα είναι αν θα μπορούσε να θεωρηθεί «εγκωμιασμός», που είναι πλημμέλημα.
Πρόκειται για μια καθαρά πολιτική απόφαση. Επρεπε να καταδικάσουν και καταδίκασαν. Αυτό φάνηκε καθαρά και από την αγόρευση του εισαγγελέα (είναι αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου πλέον).
Ο εισαγγελέας Βαβέτσης, μολονότι πρότεινε την απόρριψη όλων των ενστάσεων των κατηγορούμενων και ιδιαίτερα της ένστασης για το πολιτικό αδίκημα και την αναρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων να εκδικάσει αυτή την υπόθεση, έβγαλε εισαγωγικά μια πολιτική ομιλία υπέρ του καπιταλιστικού συστήματος και ενάντια στο επαναστατικό κίνημα, στράφηκε ανοιχτά και με πάθος ενάντια στη λεγόμενη τρομοκρατία των ανταρτών πόλης και κλείνοντας το πολιτικό του λογύδριο φρόντισε να απαξιώσει την πλειοψηφία των κατηγορούμενων. Μιλάμε για λογύδριο, γιατί δεν επρόκειτο για προϊόν δικής του επίπονης δουλιάς, αλλά αντιγραφή του «ιδεολογικού» μέρους της καταδικαστικής απόφασης του πρωτόδικου τρομοδικείου για την υπόθεση της 17Ν. Το ίδιο εξ αντιγραφής λογύδριο ο εισαγγελέας Βαβέτσης είχε εκφωνήσει και στο εφετείο για την υπόθεση του ΕΛΑ, οπότε δεν χρειάστηκε να κουραστεί ούτε για να το αντιγράψει. Το είχε έτοιμο.
Η πολιτική τοποθέτηση Βαβέτση ξεκίνησε με τα γνωστά φληναφήματα περί «τρομοκρατίας», όπως αυτά έχουν καταγραφεί στις αποφάσεις προηγούμενων τρομοδικών και κυρίως στην πρώτη δίκη για την υπόθεση της 17Ν. Για την ακρίβεια, διάβασε αυτολεξεί το «ιδεολογικό» τμήμα της καταδικαστικής απόφασης για τους κατηγορούμενους της δίκης αυτής . Σύμφωνα με το φτηνιάρικο ιδεολογικό σχήμα Βαβέτση, ο ένοπλος αγώνας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας τελείωσε το 1974, όμως οι «τρομοκρατικές» οργανώσεις δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν την αλλαγή των συνθηκών και εγκλωβίστηκαν ιδεοληπτικά σε μια τραγική ψευδαίσθηση, που τους οδήγησε σε ατραπούς εγκληματικής δράσης, η οποία μάλιστα είχε σαν αποτέλεσμα και τη σκλήρυνση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους! Κατά τον εισαγγελέα, κάθε ένοπλη δράση σε περίοδο αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αποτελεί τρομοκρατία και εγκληματική δράση. Τελεία και παύλα. Γι’ αυτό και το κράτος έχει την υποχρέωση να καταστείλει την ένοπλη δράση!
Είπε πολλά ακόμα ο τακτικός εισαγγελέας. Φυσικά, δε θα σχολιάσουμε φράσεις του τύπου «η ψυχοδυναμική της ομάδας αποτελεί τον συνδετικό κρίκο των μελών» – «η τρομοκρατική ομάδα έχει την ανάγκη να διαπράττει εγκλήματα για να δικαιώνει την ψυχολογία των μελών της» – «αναγκαιότητα αποτελεί η πειθαρχία και η υπακοή σε αυθεντίες που έχουν το ιδεολογικό υπόβαθρο, την πνευματική υπεροχή, το χάρισμα του λόγου» – «τα μέλη δεν χρειάζεται να έχουν πνευματικότητα, αλλά να αποδέχονται την ακροαριστερή ιδεολογία και την προσβολή εννόμων αγαθών όπως η περιουσία» – «τέτοιες αντιλήψεις αναπτύχθηκαν στην βραχύβια Παρισινή Κομμούνα και στη μπολσεβίκικη επανάσταση» κτλ. κτλ. Θα επαναλάβουμε μόνο ότι με το αντιγραμμένο λογύδριό του κατέρριψε, εμμέσως πλην σαφώς, τη θέση που διατύπωσε όταν συζητιόταν η ένσταση για το πολιτικό έγκλημα, ότι η δίκη δεν είναι πολιτική αλλά ποινική. Δεν κολλάει σε μια ποινική δίκη ο τακτικός εισαγγελέας να εκφωνεί πολιτικούς λόγους, ν’ αναφέρεται στην Κομμούνα του Παρισιού και στην Οκτωβριανή Επανάσταση, να αντιμετωπίζει τους κατηγορούμενους ως πολιτικούς του αντιπάλους και να τυποποιεί μ’ αυτό και μόνο το κριτήριο τις κατηγορίες που οδηγούν σε ποινές αρκετών δεκάδων χρόνων φυλάκισης.
Η απαλλακτική δικαστική απόφαση στη δίκη του ΕΛΑ δε σημαίνει τίποτα για τον εισαγγελέα Βαβέτση και για το τρομοδικείο. Ηταν αποφασισμένοι να δημιουργήσουν αντίθετη νομολογία. Ο εισαγγελέας, επειδή γνωρίζει ότι οι απόψεις του βλήθηκαν και από το νομικό κόσμο (όχι μόνο από τους «συμπαθούντες την τρομοκρατία»), προσπάθησε να διαψεύσει τις κατηγορίες ότι εφαρμόζει το ναζιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης. Οταν, όμως, όλοι υποδεικνύονται ως ένοχοι για όλες τις πράξεις μιας οργάνωσης, χωρίς να υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο για την παραμικρή εμπλοκή τους σ' αυτές (άμεση ή έμμεση), πέρα από τη θαρραλέα παραδοχή τους ότι είναι μέλη αυτής της οργάνωσης, τότε έχουμε τον ορισμό της ναζιστικής συλλογικής ευθύνης.
Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την επιχειρηματολογία Βαβέτση:
«Εξαιρετικά Χημικά Λιπάσματα», από τα οποία διάβασε αποσπάσματα. Τώρα διάβασε αποσπάσματα από το κείμενο των μελών της ΣΠΦ και ισχυρίστηκε τα εξής εξωφρενικά:
Σε τι συνίσταται η ψυχική ή υλική συνδρομή;
Ο εισαγγελέας δε βρήκε αποδεικτικά στοιχεία για να τεκμηριώσει την απλή συνέργεια και κατέφυγε σ' ένα πολιτικό κείμενο, που γράφτηκε πολύ αργότερα και όχι την περίοδο που έγιναν οι πράξεις του κατηγορητήριου. Και σύγχρονο να ήταν το κείμενο, όμως, πάλι δε θα συνιστούσε απλή συνέργεια στις πράξεις, γιατί ο εγκωμιασμός από μόνος του δε συνιστά απλή συνέργεια. Αυτό είναι νομικό τερατούργημα, που θα άρμοζε σ' ένα ναζιστικό καθεστώς.
Το τρομοδικείο, που υιοθέτησε την πρόταση του εισαγγελέα, διέπραξε αυτό το ναζιστικής φύσης νομικό τερατούργημα, πετώντας στα σκουπίδια τη νομολογία και συγκεκριμένα την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου για την υπόθεση του ΕΛΑ, που τόνιζε μεταξύ πολλών τα εξής: