Εντονη δυσαρέσκεια και αντιδράσεις έχει προκαλέσει στη Σουηδία η υπό εξέταση πρόταση νόμου της κυβέρνησης της Δεξιάς, με την οποία οι δημόσιοι υπάλληλοι θα υποχρεώνονται να καταγγέλλουν στις Aρχές τους μετανάστες χωρίς χαρτιά αν έρχονται σε επαφή μαζί τους. Ο «νόμος του χαφιέ» (“snitch law”), όπως τον αποκαλούν πολλοί επαγγελματικοί κλάδοι που αντιδρούν, ήταν ανάμεσα στα «προαπαιτούμενα» προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση με τη συμμετοχή τριών κομμάτων, με τη στήριξη των ακροδεξιών Σουηδών Δημοκρατών το 2022.
Αν τεθεί σε ισχύ, ο νόμος θα μπορούσε να υποχρεώσει μέχρι και ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών υγείας και των εκπαιδευτικών, να καταδίδουν τα άτομα χωρίς χαρτιά.
Γιατροί, κοινωνικοί λειτουργοί και βιβλιοθηκονόμοι είναι μεταξύ των κλάδων στη Σουηδία που έχουν κινητοποιηθεί δυναμικά, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τη φασιστικής προέλευσης πρόταση νόμου που εξετάζεται από σχετική επιτροπή που διόρισε η κυβέρνηση.
Τα προβλεπόμενα στην πρόταση ήταν μεταξύ των πολλών μέτρων που περιλαμβάνονται σε μια συμφωνία του 2022, που συνήφθη μεταξύ τεσσάρων δεξιών κομμάτων της χώρας. Η συμφωνία άνοιξε τον δρόμο για μια κυβέρνηση συνασπισμού, στην οποία συμμετέχουν τρία «κεντροδεξιά» κόμματα με κοινοβουλευτική στήριξη από τους ακροδεξιούς Σουηδούς Δημοκράτες (SD) που έχουν ως σημαία την αντι-μεταναστευτική ατζέντα.
Οι εργαζόμενοι από τους επαγγελματικούς κλάδους που κινητοποιούνται υποστηρίζουν μεταξύ άλλων ότι οι διατάξεις αυτές, αν εφαρμοστούν, θα επηρεάσουν σοβαρά την εμπιστοσύνη των μεταναστών και των προσφύγων σε κρίσιμους τομείς, πχ υγεία, εκπαίδευση, και την πρόσβαση τους σε βασικές υπηρεσίες. Οι πρόσφυγες, υπό το φόβο της καταγγελίας, θα φοβούνται να απευθυνθούν στο γιατρό, οι εργαζόμενοι που εργάζονται σε συνθήκες εκμετάλλευσης δε θα μπορούν να πάνε να καταγγείλουν τη μεταχείρισή τους από τους εργοδότες, ενώ οι διατάξεις σίγουρα θα επηρεάσουν και τους γονείς αποτρέποντάς τους από το να αναζητήσουν εκπαίδευση για τα παιδιά τους ή και για τους ίδιους.
Το παρήγορο είναι ότι έχουν ξεσηκωθεί πολλοί επαγγελματικοί κλάδοι, καθώς και συνδικάτα και εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης, οι οποίοι δηλώνουν εκ των προτέρων ότι δε θα εφαρμόσουν στην πράξη τις διατάξεις, αν περάσει ο νόμος έκτρωμα για το χαφιεδισμό. Πέρα από τους γιατρούς και τους εκπαιδευτικούς, στις κινητοποιήσεις πρωτοστατούν και οι βιβλιοθηκονόμοι, με το 90% του κλάδου να λένε -σύμφωνα με εκπρόσωπο του συνδικάτου τους- ότι «προτιμούν να χάσουν τη δουλειά τους παρά να καταγγείλουν ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη».
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023, πάνω από 150 σουηδικές περιφέρειες, δήμοι, συνδικάτα και άλλες οργανώσεις είχαν αντιταχθεί στο σχέδιο νόμου.
Ο Σουηδικός Ιατρικός Σύλλογος και άλλοι επαγγελματικοί φορείς υποστηρίζουν ότι η απαίτηση να ρουφιανεύουν καταδίδοντας τους ανθρώπους χωρίς χαρτιά έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές και την επαγγελματική τους δεοντολογία, ενώ υπογραμμίζουν ότι οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αποφυγή της αναγκαίας περίθαλψης. «Εγινα γιατρός για να βοηθάω τους ανθρώπους, όχι για να τους παρακολουθώ και να τους αναφέρω στις αρχές», δήλωσε η Sofia Rydgren Stale, πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου.
Παρά τις ανησυχίες των εργαζομένων, η ακροδεξιά υπουργός Μετανάστευσης Μαρία Μάλμερ Στένεργκαρντ υπερασπίζεται με σθένος την πρόταση νόμου, υποστηρίζοντας ότι είναι ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση της νόμιμης μετανάστευσης και την αποτελεσματική απέλαση όσων αρνούνται το άσυλο.
Η προσπάθεια αυτή και τα μέτρα που θέλει να πάρει η σουηδική κυβέρνηση εντάσσονται στο πλαίσιο της ολοένα και αυξανόμενης τάσης σε όλη την Ευρώπη να ποινικοποιηθεί η αλληλεγγύη προς τους ανθρώπους χωρίς χαρτιά. Πέρα από τη Σουηδία και η φινλανδική κυβέρνηση εξετάζει επίσης το ενδεχόμενο να επεκτείνει τις υποχρεώσεις αναφοράς των ανθρώπων χωρίς χαρτιά, ενώ στη Γερμανία οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας παλεύουν εδώ και δύο δεκαετίες για να μην εφαρμόζεται στην πράξη η αναφορά των χωρίς χαρτιά.