Η εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία είναι αποτέλεσμα της όξυνσης του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού ανάμεσα στους δυτικούς ιμπεριαλιστές και τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, τόσο για τον έλεγχο των χωρών που βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε Κεντρική Ασία και Ευρώπη όσο και για τον έλεγχο της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης. Ο πόλεμος δεν διεξάγεται μόνο για την Ουκρανία, είναι τμήμα μιας ευρύτερης σύγκρουσης για το διαμοιρασμό των σφαιρών επιρροής και των αγορών πρώτων υλών με κύρια το πετρέλαιο και δευτερευόντως το φυσικό αέριο σε Ευρώπη και Ασία.
Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός της εποχής του Γιέλτσιν ήταν πλήρως ξεδοντιασμένος. Το 1998 η ρωσική οικονομία οδηγούνταν σε πτώχευση. Από την ακαριαία κατάρρευση των καθεστώτων του παλινορθωμένου κρατικού καπιταλισμού στην Ευρώπη το ‘89 μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος του παλινορθωμένου καπιταλισμού στην «ΕΣΣΔ» το ‘91, οι βασικές σφαίρες επιρροής και αγορές της Ρωσίας στην Ευρώπη είχαν χαθεί προς όφελος των δυτικών ιμπεριαλιστών. H Πολωνία, η Τσεχία και η Ουγγαρία εντάσσονταν στο ΝΑΤΟ το 1999, δηλαδή υπό τη στρατιωτική και πολιτική σφαίρα επιρροής των Αμερικανών.
Η ένταξη στο ΝΑΤΟ για μια πολιτικά και οικονομικά εξαρτημένη χώρα της Δύσης σημαίνει πλήρη υποταγή του πολιτικού της προσωπικού στις αποφάσεις της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Οι διορισμοί των θέσεων στα βασικά υπουργεία Εξωτερικών, Εσωτερικών και τα κονδύλια σε εξοπλιστικούς προϋπολογισμούς ελέγχονται από τους επιτετραμμένους των αμερικανικών πρεσβειών. Στην περίπτωση των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, Γάλλων και Γερμανών, το ΝΑΤΟ λειτουργεί εδώ και χρόνια ως στρατιωτική ομπρέλα ασφάλειας εναντίον της στρατιωτικής ισχύος του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει τη στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας.
Ας μη ξεχνάμε ότι για χρόνια η δυτική προπαγάνδα παρουσίαζε την επέκταση και στρατιωτική ενίσχυση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς ως ισχυροποίηση της άμυνας των Ευρωπαίων έναντι του… Ιράν. Πάντα ο εχθρός ήταν ο ρωσικός ιμπεριαλισμός. Ομως, η στρατηγική των γάλλων και γερμανών ιμπεριαλιστών, που ελέγχουν οικονομικά την Ευρωπαϊκή Ενωση, δεν είναι ίδια με αυτή των Αμερικανών. Οι μεν Ευρωπαίοι θέλουν να ενισχύσουν τις σφαίρες επιρροής τους ανατολικά, συγκροτώντας ενίοτε ισχυρά τραστ με ρώσους μονοπωλητές, οι δε Αμερικανοί δεν θέλουν να αμφισβητηθεί η πρωτοκαθεδρία τους στο διαμοιρασμό του πλανήτη σε σφαίρες επιρροής και αγορών από τους ανερχόμενους κινέζικο και ρωσικό ιμπεριαλισμό.
Ο ασφυκτικός έλεγχος της αμερικανικής ηγεμονίας εντός των χωρών του ΝΑΤΟ δημιουργεί σκληρές συγκρούσεις συμφερόντων μέσα στις ίδιες τις εξαρτημένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Δεν είναι λίγες οι φορές που η εξαρτημένη Πολωνία ήρθε σε σύγκρουση με Γάλλους και Γερμανούς, είτε για τη διπλωματική αναθέρμανση των σχέσεων με τη Ρωσία είτε για τον σχηματισμό του Nord Stream 1 το 2006, παρότι οι τελευταίοι από κοινού εξάγουν περισσότερο κεφάλαιο στην Πολωνία απ’ όσο οι ΗΠΑ.
Με πρόσχημα τη θωράκιση της άμυνάς της έναντι της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία, η ενωμένη Γερμανία ανακοίνωσε δαπάνες στον προϋπολογισμό της ύψους 100 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2022. Σε ποσοστό επί του γερμανικού ΑΕΠ αυτή η δαπάνη ισοδυναμεί με 2,8%, ενώ για τα επόμενα χρόνια ο Σολτς ανακοίνωσε δαπάνες ίσες με το 2% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Ο νεοφιλελεύθερος (πρόεδρος του FDP) υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ υπερθεμάτισε, δηλώνοντας: «Στόχος μας είναι να έχουμε έναν από τους πιο ικανούς, δυνατούς στρατούς στην Ευρώπη στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας». Ηδη γίνεται λόγος για την αγορά 35 αεροσκαφών F-35 από την αμερικάνικη Lockheed Martin και 15 αναβαθμισμένων Eurofighter από την Airbus.
Το 2014 οι δαπάνες του προϋπολογισμού είχαν αυξηθεί από 32 σε 54 δισεκατομμύρια ευρώ. Τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ είναι πολύ περισσότερα από τις στρατιωτικές δαπάνες του ρωσικού προϋπολογισμού, που το 2020 ανέρχονταν περίπου σε 60 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα χρήματα αυτά δεν προορίζονται μόνο για παραγγελίες και πωλήσεις όπλων από τα γερμανικά μονοπώλια.
Σε βάθος δεκαετίας η Γερμανία θέλει να αποκτήσει έναν ισχυρό επαγγελματικό στρατό που από κοινού με τον γαλλικό στρατό και τις κοινοπραξίες τους στο ευρωπαϊκό στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα (π.χ. το κοινό πρόγραμμα Γερμανίας-Γαλλίας για το ευρωπαϊκό «μαχητικό αεροσκάφος του μέλλοντος» – FCAS / Future Combat Air System) θα συνιστούν τη βασική δύναμη κρούσης και αποτροπής κινδύνου από τον ρωσικό ιμπεριαλισμού στην ΕΕ. Η συμμαχία αυτή θα μπορεί να αμφισβητεί ευθέως την ασφυκτική αμερικανική ηγεμονία μέσα στο ΝΑΤΟ. Μέχρι τότε Γάλλοι και Γερμανοί θα υπομένουν αγόγγυστα τους εξευτελισμούς και τις σφαλιάρες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Και βέβαια, η Γερμανία βάζει μπροστά ένα σχέδιο γοργού υπερεξοπλισμού με στόχο τη δική της ηγεμονία και στην ΕΕ και διεθνώς.
Οι ΗΠΑ παρουσιάζονταν ως η ακλόνητη και μοναδική υπερδύναμη μέχρι το 2000. Τα πράγματα άλλαξαν άρδην τις πρώτες δυο δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα. Η Κίνα ισχυροποιήθηκε και αναδείχτηκε στη δεύτερη ισχυρότερη ιμπεριαλιστική υπερδύναμη. Η ρωσική οικονομία ανέκαμψε και άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία εξάγοντας πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άλλα ορυκτά καύσιμα, τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Κίνα. Η συνεργασία των ευρωπαϊκών μονοπωλίων με τα ρωσικά μονοπώλια οδήγησε στην ανατροπή της μεταπολεμικής στρατηγικής των ΗΠΑ για τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης με πετρέλαιο από τη Σαουδική Αραβία.
Στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ανισόμετρα σε απόλυτο βαθμό, έλεγε ο Λένιν, κι αυτό επιβεβαιώνεται περίλαμπρα σήμερα με την ανάδειξη της Κίνας και της Ρωσίας σε ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και την απώλεια ισχύος των Αμερικανών.
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν επρόκειτο να αφήσει την επέκταση των ρωσικών μονοπωλίων στην Ευρώπη χωρίς σύγκρουση. Η Ουκρανία, η Γεωργία, η Λευκορωσία ήταν οι βασικές ευρωπαϊκές χώρες που είχαν απομείνει ως σφαίρες επιρροής της Ρωσίας στην αυγή της νέας χιλιετηρίδας. Από την άλλη, οι γερμανοί και οι γάλλοι ιμπεριαλιστές επεδίωκαν να αυξήσουν τις επενδύσεις τους και το εμπόριό τους σε πρώην και νυν σφαίρες επιρροής της Ρωσίας. Η Πολωνία, η Τσεχία η Ουγγαρία, η Σλοβακία έγιναν οι χώρες που δέχτηκαν την μαζική εξαγωγή κεφαλαίου των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, πρωτίστως των Γερμανών. Το 2004 εντάχθηκαν στην ΕΕ.
Η Ουκρανία ήταν μια μεγάλη χώρα με υποδομές, πρώτες ύλες, αγροτική οικονομία και βιομηχανία. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός είχε δείξει τα δόντια του στη Γεωργία. Το ΝΑΤΟ, τον Απρίλη του 2008 στο Βουκουρέστι αποφάσισε να αποδεχτεί τις προσδοκίες της Ουκρανίας και της Γεωργίας για ένταξη. Αν δεν είχε αντιδράσει η Γερμανία, οι Αμερικάνοι ήταν αποφασισμένοι να ανοίξουν αμέσως το κεφάλαιο για την ένταξη αυτών των δύο χωρών, όπως έκανε για την Αλβανία και την Κροατία. Με την πρώτη αφορμή (με πρόσχημα τη στήριξη στους Ρώσους της Νότιας Οσετίας), η Ρωσία εισέβαλε στρατιωτικά στη Γεωργία, τσακίζοντας μέσα σε πέντε μέρες τον γεωργιανό στρατό και υποχρεώνοντας τον αμερικανόδουλο πρόεδρο της Γεωργίας Σαακασβίλι να υποταχτεί και να δεχτεί την «αυτονομία» της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, που έκτοτε αποτελούν επί της ουσίας ρωσικά εδάφη. Οι αντιδράσεις των χωρών της ευρωπαϊκής ηπείρου ήταν υποτονικές ως χλιαρές. Η σύγκρουση ήταν κυρίως ζήτημα Αμερικανών και Ρώσων και η Γεωργία δεν ήταν Ουκρανία.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας η σύγκρουση διεξαγόταν για καιρό πάνω στον εφοδιασμό της Ευρώπης με αέριο. Mέχρι το 2004, το 80% του ρωσικού φυσικού αερίου με προορισμό την Ευρώπη περνούσε από αγωγούς στο έδαφος της Ουκρανίας. Με το σχηματισμό του Nord Stream 1 το 2012, του αγωγού της Βαλτικής που προμήθευε τη Γερμανία απευθείας με αέριο, το ποσοστό αυτό μειώθηκε αισθητά. To 2018, 40% του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη περνούσε από το ουκρανικό έδαφος. Οταν ο ίδιος ο Γιανουκόβιτς το 2012 επιχείρησε να προωθήσει τη συνεργασία της Ουκρανίας με την ΕΕ, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός άρχισε εμπορικό πόλεμο, οδηγώντας τον Γιανουκόβιτς σε αναδίπλωση. Σε αυτή την αναδίπλωση πάτησαν οι φιλοδυτικές δυνάμεις της χώρας, που πραγματοποίησαν πραξικόπημα το 2014 με την αθρόα χρηματοδότηση και ενεργή στήριξη των αμερικανών ιμπεριαλιστών. Οι γερμανοί και γάλλοι ιμπεριαλιστές ως την τελευταία στιγμή προσπαθούσαν να βρουν μια συμβιβαστική λύση με τους ρώσους ιμπεριαλιστές, που θα ευνοούσε τα συμφέροντά τους, χωρίς να μετατραπεί η Ουκρανία σε μια κατεστραμμένη οικονομία.
Μετά τις πρώτες κυρώσεις του 2014, λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας και της στήριξης από τη Ρωσία των αυτονομιστών του Ντονμπάς, οι σχέσεις μεταξύ γάλλων, γερμανών και ρώσων ιμπεριαλιστών άρχισαν βαθμιαία να αναθερμαίνονται διπλωματικά. Οι βασικές οικονομικές σχέσεις δεν είχαν παγώσει ποτέ. Mε τον Νord Stream 2 σε λειτουργία η τροφοδοσία της Ευρώπης με ρωσικό αέριο θα παρέκαμπτε πλήρως την Ουκρανία. Οι ΗΠΑ προσπάθησαν να τον σταματήσουν, αλλά μάταια. Μέσα στον Ιούνη του 2021 οι Γάλλοι και οι Γερμανοί άρχισαν να προωθούν την επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία. Οι ανατολικές χώρες της ΕΕ που πολιτικά επηρεάζονται από τους Αμερικανούς ξεσηκώθηκαν. Και ξαφνικά ο Ζελένσκι ζήτησε την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, με ενεργοποίηση της απόφασης του Βουκουρεστίου το 2008, προφανώς κατόπιν εντολών των Αμερικανών. H ανακοίνωση ήρθε κάπως παράδοξα, με τουίτ του Ζελέσνκι στις 14.06.2021, πριν από την ομιλία του Μπάιντεν. Ο ουκρανός πρόεδρος ζήτησε την ενεργοποίηση της διαδικασίας που είχε αποφασιστεί το 2008 στο Βουκουρέστι.
Αρκετά αργότερα, ο Μπάϊντεν εμφανίστηκε μπροστά στις κάμερες και είπε ότι το ΝΑΤΟ θα σταθεί πίσω από την «κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας».
Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός επέλεξε ξανά να δείξει τα δόντια του, αυτή τη φορά πολύ πιο αποφασιστικά και τολμηρά, θυμίζοντας τη στρατιωτική του ισχύ, σημαντικότερη από κάθε άλλη ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική χώρα.
Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός υπερισχύει στον εφοδιασμό της ΕΕ με πετρέλαιο, κύρια ενεργειακή πηγή των μεταφορών
Η προπαγάνδα στα δυτικά ΜΜΕ εστιάζει στην εξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο. Σήμερα το 40% του φυσικού αερίου που χρησιμοποιούν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης εισάγεται από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Το νούμερο αυτό είναι ασύλληπτο για τα ιστορικά δεδομένα της ευρωπαϊκής ηπείρου, δεδομένου ότι το φυσικό αέριο -και όχι το πετρέλαιο- είναι σήμερα η δεύτερη σημαντικότερη πηγή για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην καρδιά των ιμπεριαλιστικών χωρών της Ευρώπης.
Δεν είναι, όμως, μόνο το φυσικό αέριο που εισάγουν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη Ρωσία. Τόσο το αργό πετρέλαιο όσο και άλλα ορυκτά καύσιμα (άνθρακας) εισάγονται από τη Ρωσία και τα βασικά κέρδη για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό στις εξαγωγές που πραγματοποιεί στην Ευρώπη δεν προκύπτουν από το φυσικό αέριο αλλά από το πετρέλαιο που χρειάζονται οι ευρωπαϊκές χώρες για τις μεταφορές.
Διαβάζουμε στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις πηγές ενέργειας στην Ευρώπη (σ.σ. οι επισημάνσεις παρακάτω παντού δικές μας): «Το 2019, το ενεργειακό μείγμα στην ΕΕ, δηλαδή το φάσμα των διαθέσιμων πηγών ενέργειας, αποτελείται κυρίως από πέντε διαφορετικές πηγές: προϊόντα πετρελαίου (συμπεριλαμβανομένου του αργού πετρελαίου) (36%), φυσικό αέριο (22%), ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (15%), πυρηνική ενέργεια και στερεά ορυκτά καύσιμα (και τα δύο 13%)».
Στον ίδιο ιστότοπο διαβάζουμε τα εξής για τον κύριο προμηθευτή ενεργειακών πρώτων υλών στην Ευρώπη: «Η Ρωσία είναι ο κύριος προμηθευτής αργού πετρελαίου, φυσικού αερίου και στερεών ορυκτών καυσίμων στην ΕΕ. Η σταθερότητα του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ μπορεί να απειληθεί εάν ένα υψηλό ποσοστό εισαγωγών συγκεντρωθεί σε σχετικά λίγους εξωτερικούς εταίρους. Το 2019, σχεδόν τα δύο τρίτα των εισαγωγών αργού πετρελαίου εκτός ΕΕ προέρχονταν από τη Ρωσία (27%), το Ιράκ (9%), τη Νιγηρία και τη Σαουδική Αραβία (και οι δύο 8%) και το Καζακστάν και τη Νορβηγία (και οι δύο 7%). Μια παρόμοια ανάλυση δείχνει ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα των εισαγωγών φυσικού αερίου της ΕΕ προέρχονταν από τη Ρωσία (41%), τη Νορβηγία (16%), την Αλγερία (8%) και το Κατάρ (5%), ενώ πάνω από τα τρία τέταρτα των εισαγωγών στερεών καυσίμων (κυρίως άνθρακα) προέρχονταν από τη Ρωσία (47%), τις Ηνωμένες Πολιτείες (18%) και την Αυστραλία (14%)».
Σύμφωνα με το Διεθνές Παρατηρητήριο Οικονομικής Πολυπλοκότητας: «Οι κορυφαίες εξαγωγές της Ρωσίας είναι το αργό πετρέλαιο (123 δισ. $), το διυλισμένο πετρέλαιο (66,2 δισ. $), το αέριο πετρελαίου (26,3 δισ. $), οι μπρικέτες άνθρακα (17,6 δισ. $) και το σιτάρι (8,14 δισ. $), εξαγωγές κυρίως στην Κίνα (58,1 δισ. $). Ολλανδία (41,7 δισ. $), Λευκορωσία (20,5 δισ. $), Γερμανία (18,9 δισ. $) και Ιταλία (16,7 δισ. $)».
Η βασική πηγή συναλλάγματος για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό είναι η εξαγωγή πετρελαίου. Τα ευρωπαϊκά μονοπώλια Ιταλίας, Γερμανίας και Ολλανδίας βασίζονται σε αυτή τη συνεργασία. Σύμφωνα με το ίδιο διεθνές παρατηρητήριο: «Το 2019, η Ρωσία εξήγαγε 18,9 δισεκατομμύρια δολάρια στη Γερμανία. Τα κύρια προϊόντα που εξήγαγε η Ρωσία στη Γερμανία ήταν το αργό πετρέλαιο (8,53 δισ. $), το διυλισμένο πετρέλαιο (3,07 δισ. $) και οι μπρικέτες άνθρακα (1,87 δισ. $). Τα τελευταία 24 χρόνια οι εξαγωγές της Ρωσίας στη Γερμανία αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 4,85%, από 6,06 δισεκατομμύρια δολάρια το 1995 σε 18,9 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019».
Επίσης, όσον αφορά την Ολλανδία: «Το 2019, η Ρωσία εξήγαγε 41,7 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ολλανδία. Τα κύρια προϊόντα που εξήγαγε η Ρωσία στην Ολλανδία ήταν το αργό πετρέλαιο (20,4 δισεκατομμύρια δολάρια), το διυλισμένο πετρέλαιο (12,4 δισεκατομμύρια δολάρια) [..]».
H υπεροχή αυτή του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης δεν πραγματοποιήθηκε σε μια νύχτα. Κατά την ανάκαμψη και ραγδαία ανάπτυξη της ρωσικής οικονομίας, τα ρωσικά μονοπώλια σε συνεργασία με ευρωπαϊκά μονοπώλια κατάφεραν να υπονομεύσουν τη βασική μεταπολεμική στρατηγική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Μεταξύ 1988 και 1998, η ρωσική παραγωγή πετρελαίου μειώθηκε κατά το ήμισυ: από πάνω από 11 εκατομμύρια σε περίπου 6 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Εκείνη την περίοδο υπήρξε απότομη μείωση των γεωτρήσεων και ελάχιστες ή καθόλου επενδύσεις σε νέα πηγάδια ή σε νέα τεχνολογία για να αυξηθεί η άντληση από τα εξαντλημένα πηγάδια. Το 2000-2001 η ρωσική πετρελαϊκή βιομηχανία άρχισε να αναστηλώνεται.
Το 2009, Ρωσία ξεπέρασε τη Σαουδική Αραβία και έγινε ο κορυφαίος παραγωγός στον κόσμο. Το 2012, η ρωσική παραγωγή απέδιδε 11 εκατομμύρια βαρέλια τη μέρα. Η εγχώρια κατανάλωση είχε αλλάξει ελάχιστα τα τελευταία 20 χρόνια, έτσι η Ρωσία εξήγαγε σχεδόν 8 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου κάθε μέρα.
Ξαφνικά, τον Νοέμβρη του 2014 η Σαουδική Αραβία πυροδότησε ενεργειακό πόλεμο, μειώνοντας τις τιμές του πετρελαίου, αυξάνοντας απότομα την παραγωγή. Ο εχθρός ήταν ξεκάθαρα ο μεγάλος ανταγωνιστής της: η Ρωσία. Τότε ο «φιλελεύθερος», πλην αταλάντευτα φιλονατοϊκός «Γκάρντιαν» έγραφε αποκαλυπτικά: «Ο Τζον Κέρι, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, φέρεται να έκλεισε συμφωνία με τον βασιλιά Αμπντουλάχ τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με την οποία οι Σαουδάραβες θα πουλούσαν αργό σε τιμή χαμηλότερη από την επικρατούσα τιμή της αγοράς. Αυτό θα βοηθούσε να εξηγηθεί γιατί η τιμή πέφτει σε μια εποχή που, δεδομένης της αναταραχής στο Ιράκ και τη Συρία που προκάλεσε το Ισλαμικό Κράτος, κανονικά θα ανέβαινε».
Τι συνέβη τελικά; Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι δυτικοί αναλυτές το 2020, όταν η Σαουδική Αραβία προσπάθησε να εκκινήσει ξανά ενεργειακό πόλεμο. Ας δώσουμε το λόγο σε έναν «ειδικό» για τις τιμές του πετρελαίου, σύμβουλο της Παγκόσμιας Τράπεζας: «Στον απόηχο της πτώσης της τιμής του αργού πετρελαίου το 2014, οι τιμές του πετρελαίου έχασαν το 54% της αξίας τους και δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι θα σταματήσει εκεί ελλείψει μιας σημαντικής μείωσης της παραγωγής από τον OPEC. Σε ένα σημείο η τιμή έπεσε στα 30 δολάρια. Αντί να συμφωνήσει περικοπές παραγωγής με τον ΟΠΕΚ, η Σαουδική Αραβία αγνόησε τον ΟΠΕΚ και πλημμύρισε την παγκόσμια αγορά με πετρέλαιο. Περιστασιακά στοιχεία καταδεικνύουν κάποια πολιτική συμπαιγνία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ηνωμένων Πολιτειών (σ.σ. έχουν οι πλάκα οι διατυπώσεις των απολογητών του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού) πίσω από την απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου με στόχο το Ιράν και τη Ρωσία.
Η Σαουδική Αραβία εκμεταλλεύτηκε τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου προκειμένου να προκαλέσει ζημιά στην οικονομία του Ιράν και να αποδυναμώσει την επιρροή του Ιράν στη Μέση Ανατολή […] Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου για να αποδυναμώσουν τη ρωσική οικονομία και να ενισχύσουν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την Ουκρανία. Και πάλι, η Σαουδική Αραβία κατέληξε να χάνει 118 δισ. δολάρια σε έσοδα από πετρέλαιο. Διατήρησε επίσης τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα 140 δισ. δολαρίων το 2015 και 134 δισ. το 2016».
Ας δούμε πως εξελίσσεται το χρέος της Σαουδικής Αραβίας:
Αντιθέτως, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός δεν έχασε την αγορά του στην Ευρώπη και στην Κίνα. Η Ρωσία μείωσε τα κέρδη της, πράγμα που φαίνεται στην μείωση της αύξησης του ΑΕΠ (όπως θα δούμε παρακάτω), αλλά κατάφερε να διασώσει τις αγορές της, διατηρώντας ένα μικρό εθνικό χρέος και τεράστιες εφεδρείες σε συνάλλαγμα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την νέα σύγκρουση με τους αμερικανούς και ευρωπαϊους ιμπεριαλιστές, το σημερινό οικονομικό πόλεμο των κυρώσεων.
Διαβάζουμε στη Deutsche Welle 7 Μαρτίου: «Η Ρωσία κατατάσσεται ως ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός αργού πετρελαίου στον κόσμο, αντλώντας περίπου το 14% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής το 2021. Περίπου το 60% των ρωσικών εξαγωγών αργού κατευθύνεται στην Ευρώπη, ενώ ένα άλλο 35% κατευθύνεται στην Ασία. Οι ειδικοί λένε ότι μόνο η Ευρώπη πληρώνει στη Ρωσία περίπου 350 εκατομμύρια ευρώ (382 εκατομμύρια δολάρια) την ημέρα γι’ αυτό.
Η Σαουδική Αραβία και τα γειτονικά Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) πιστεύεται ότι είναι οι μόνοι δύο μεγάλοι παραγωγοί πετρελαίου που θα μπορούσαν να αυξήσουν συγκριτικά εύκολα την εφεδρική παραγωγή. Θα ήταν ακόμα δύσκολο για το πετρέλαιό τους να αντικαταστήσει γρήγορα την προμήθεια που προέρχεται από τη Ρωσία, δήλωσε η Κάρεν Γιανγκ, ιδρυτική διευθύντρια του Προγράμματος Οικονομικών και Ενέργειας στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής, που εδρεύει στην Ουάσιγκτον. “Η αύξηση της παραγωγής δεν σημαίνει αύξηση των εξαγωγών απευθείας στην Ευρώπη”, είπε στη DW. “Οι αγορές πετρελαίου δεν ανακατευθύνονται τόσο εύκολα”».
Παρεμπιπτόντως, τι στάση κρατάει η Σαουδική Αραβία σήμερα; Διαβάζουμε στο ίδιο άρθρο της DW: «Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στις 2 Μαρτίου, που διήρκεσε μόνο 13 λεπτά, τα 23 μέλη του ΟΠΕΚ+ είπαν απλώς ότι θα αύξαναν την παραγωγή κατά 400.000 βαρέλια την ημέρα, που είχε συμφωνηθεί τον Απρίλιο, και δεν ανέφεραν καν τον πόλεμο στην Ουκρανία στο τελικό τους έγγραφο».
Για να συνειδητοποιήσουμε λίγο τα μεγέθη: η καθημερινή ζήτηση σε πετρέλαιο είναι της τάξης των 100 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα. Η αύξηση κατά 400 χιλιάδες βαρέλια θα επιφέρει ασήμαντη αλλαγή στις τιμές. Τεράστιο «άδειασμα», λοιπόν, από τους Σαουδάραβες που δεν είναι διατεθειμένοι να φορτωθούν το κόστος ενός πολέμου που δεν ξεκίνησαν οι ίδιοι και δεν τους αφορά. Ηδη έχουν χάσει στην πρώτη φάση του πολέμου που κήρυξαν στη Ρωσία και επουλώνουν τις πληγές τους. Τώρα αναμένουν να δουν τις επιπτώσεις που θα έχουν οι δυτικές κυρώσεις στους ανταγωνιστές τους. Και βέβαια, οι χώρες του Κόλπου δεν είναι οι μόνες δυνάμεις που δεν παίρνουν θέση αυτή τη στιγμή στον πόλεμο που κήρυξε η Δύση στη Ρωσία. Θα επανέλθουμε σε αυτές παρακάτω.
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός σφυρηλάτησε μεταπολεμικά τη βασική δίοδο του πετρελαίου στις ενεργοβόρες καπιταλιστικές Ευρώπη και Ιαπωνία (χώρες που δεν παράγουν πετρέλαιο και δεν έχουν ενεργειακούς πόρους) από τη Σαουδική Αραβία και τις όμορες χώρες του Κόλπου. Οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές διαχρονικά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο και την ανόρθωση της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν κέρδιζαν από την πώληση του δικού τους πετρελαίου, το οποίο κρατούσαν για την εσωτερική τους αγορά, αλλά από τον έλεγχο της ροής του πετρελαίου παγκόσμια.
Από το 1973, κατόπιν ιστορικής συμφωνίας των ΗΠΑ με τη βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας, η αγορά πετρελαίου γίνεται αποκλειστικά σε δολάρια. Επιπλέον, η Σαουδική Αραβία οφείλει να αποθεματοποιεί το συνάλλαγμα από τα κέρδη της σε αμερικάνικα ομόλογα. Το αντάλλαγμα γι’ αυτή την τεράστια διευκόλυνση (ή, ορθότερα, την πλήρη υποταγή) στα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ήταν η υπεράσπιση της βασιλικής δυναστείας. Προκειμένου να στηρίξουν το «πετροδολάριο», οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές καταβάλλουν τεράστιες δαπάνες κάθε χρόνο σε στρατιωτικό εξοπλισμό και βάσεις και αεροπλανοφόρα στον Περσικό Κόλπο και στα δρομολόγια του μαύρου χρυσού και δε δίστασαν να πραγματοποιήσουν τυχοδιωκτικές πολυετείς πολεμικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, που κόστισαν τρισεκατομμύρια δολάρια ευρώ, μόνο και μόνο για να στείλουν σαφές μήνυμα σε όλες τις εξαρτημένες χώρες της Μέσης Ανατολής ότι δε θ’ ανεχτούν παρέκκλιση από την κεντρική τους στρατηγική.
Οσο λοιπόν ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ευθυνόταν για πολεμικές επιχειρήσεις που οδήγησαν σε ένα εκατομμύριο νεκρούς στο Ιράκ και εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς στο Αφγανιστάν, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός κατάφερε να υπερκεράσει τους Σαουδάραβες στην εξαγωγή πετρελαίου στην Ευρώπη. Τόσο το 2014 όσο και το 2020 η Σαουδική Αραβία, που έχει το μικρότερο κόστος εξόρυξης πετρελαίου, αύξησε ραγδαία την παραγωγή της, προκειμένου να μειώσει την τιμή του πετρελαίου και να χτυπήσει τη ρωσική παραγωγή πετρελαίου, και δεν κατάφερε να αλλάξει την εικόνα.
Την τελευταία δεκαετία, αμερικανικά μονοπώλια κατάφεραν να παράγουν τεράστιες ποσότητες σχιστολιθικού αερίου και πετρελαίου. Οι όποιες εξαγωγές το καλοκαίρι προορίστηκαν σε χώρες της Ασίας. Οπως έχουμε γράψει αναλυτικά και έγκαιρα στην Κόντρα τον περασμένο Οκτώβρη, δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τους βασικούς τους συμμάχους στην Ευρώπη, τους Βρετανούς.
Το πετρέλαιο (όπως και το αέριο) είναι ένα εμπόρευμα που πουλιέται σε μονοπωλιακή τιμή, επειδή λίγες είναι οι χώρες που το διαθέτουν, ενώ όλες οι χώρες το χρειάζονται. Η τιμή πώλησης σε συνθήκες που η διεθνής προσφορά καλύπτει τη διεθνή ζήτηση καθορίζεται από το μεγαλύτερο κόστος εξόρυξης της παραγωγού χώρας, που μπορεί να διοχετεύσει στη διεθνή αγορά μια σημαντική ποσότητα (συνήθως ο Καναδάς για το πετρέλαιο). Το μονοπωλιακό κέρδος για τους παραγωγούς προκύπτει από τη διαφορά του δικού τους κόστους εξόρυξης και του μεγαλύτερου κόστους εξόρυξης και έχει περιθώρια σημαντικής προσαύξησης εφόσον η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά. Η Σαουδική Αραβία έχει το μικρότερο κόστος εξόρυξης πετρελαίου.
Το κόστος εξόρυξης του αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου και πετρελαίου είναι τεράστιο, λόγω της συγκεκριμένης τεχνικής εξόρυξης. Μπορεί να προσφέρει υπερκέρδη μόνο όταν η τελική τιμή του εμπορεύματος σε διεθνείς τιμές είναι αρκετά ψηλή, όταν δηλαδή η προσφορά είναι μικρότερη από τη ζήτηση. Τα δυτικά παπαγαλάκια κρύβουν όλες αυτές τις πλευρές της σύγκρουσης, που αναδεικνύουν ότι οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας στην πραγματικότητα δε θα έχουν τον ισχυρό αντίκτυπο που ευαγγελίζονται. Στην πραγματικότητα, αυτή η τεράστια βιομηχανία εξόρυξης σχιστολιθικού αερίου και πετρελαίου στις ΗΠΑ συντηρείται με ντάμπινγκ, κρατική χρηματοδότηση για να καλύπτει κυρίως την εγχώρια ζήτηση των ΗΠΑ. Δεν πρόκειται ούτε κατά διάνοια να αλλάξει τους συσχετισμούς στη διανομή και παραγωγή του πετρελαίου και αερίου διεθνώς.
Ας δούμε πως το 2020, σε μια διαφορετική εποχή, που δεν επικρατούσε η κατακλυσμιαία δυτική προπαγάνδα για τις «αποτελεσματικές» κυρώσεις εναντίον του ρωσικού ιμπεριαλισμού, ο σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας τα έλεγε έξω από τα δόντια:
«Από την ίδρυσή της το 2008 η βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ κερδοφόρa. Αν κρίνουμε με τα αυστηρά εμπορικά κριτήρια με τα οποία κρίνονται άλλες επιτυχημένες εταιρίες, ο συγκεκριμένος κλάδος θα είχε δηλωθεί χρεοκοπημένος πριν από χρόνια. Οι αμερικανικές γεωτρήσεις σχιστολιθικού πετρελαίου έχουν ενθαρρυνθεί από την εύκολη ρευστότητα που παρέχεται από τη Wall Street και άλλους επενδυτές προκειμένου να συνεχίσουν την παραγωγή ακόμη και αν έχουν ζημιές και δεν μπορούν να πληρώσουν κάποια από τα χρέη τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι εκκρεμείς οφειλές τους έχουν συσσωρευτεί σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια με μεγάλο αριθμό πτωχεύσεων μεταξύ αυτών.
Και με τιμή εξισορρόπησης που κυμαίνεται από 48 έως 68 δολάρια ανά βαρέλι και ποσοστό εξάντλησης πηγαδιού 70%-90% μετά το πρώτο έτος παραγωγής, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων δεν μπορούν να επιβιώσουν στις χαμηλές τιμές του πετρελαίου πόσο μάλλον σε έναν πόλεμο τιμών. Στα 30-35 δολάρια το βαρέλι, η παραγωγή πετρελαίου των ΗΠΑ θα μπορούσε να μειωθεί περίπου 1,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, σύμφωνα με το υπουργείο Πετρελαίου της Ρωσίας. Σύμφωνα με τη Ρωσία, τα 45-55 δολάρια το βαρέλι είναι μια δίκαιη τιμή για το πετρέλαιο αυτή τη στιγμή. Ενα τέτοιο εύρος τιμών θα αποθαρρύνει δαπανηρά έργα και θα επιτρέψει την αύξηση της ζήτησης.
Ωστόσο, η διοίκηση του Προέδρου Τραμπ βρίσκεται υπό καθεστώς πίεσης για να κρατήσει τη βιομηχανία ζωντανή, ακόμη και αν συνεχίσει να υπάρχει υποστήριξη, όχι μόνο επειδή είναι μια βιομηχανία 7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που απασχολούν περισσότερο από το 2% του εργατικού δυναμικού και επομένως πολύ σημαντική για την οικονομία των ΗΠΑ αλλά και γιατί δίνει τη δυνατότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν λόγο στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου πλάι στη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία».
Οι ΗΠΑ παράγουν δικό τους πετρέλαιο και φυσικό αέριο για τις δικές τους ανάγκες. Θέλουν, όμως, ως η ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη του πλανήτη, να ελέγχουν τη ροή των βασικών πρώτων υλών των βιομηχανιών των ανταγωνιστών τους, με το προνόμιο που τους εξασφαλίζει η υπεροχή του στρατού τους και του κεφαλαίου τους. Το «πετροδολάριο» εξασφαλίζει στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό κάτι πολύ ισχυρότερο για την παγκόσμια επικράτηση στο διαμοιρασμό των σφαιρών επιρροής. Οι περισσότερες χώρες του κόσμου και οι μεγάλες επιχειρήσεις αναγκαστικά επενδύουν σε αμερικανικά ομόλογα και αγοράζουν δολάρια για τις συναλλαγές τους. Ετσι, οι ΗΠΑ μπορούν να καταβάλλουν τεράστιες δαπάνες σε ντάμπινγκ και στρατιωτικούς εξοπλισμούς, εκτινάσσοντας αρνητικά το εμπορικό ισοζύγιό τους και το χρέος τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι μεγάλες χώρες, όπως η ίδια η ιμπεριαλιστική Κίνα αλλά και οι ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις και αναπτυσσόμενες χώρες Ινδία και Βραζιλία, «δανείζουν» αναγκαστικά τις ΗΠΑ.
Πριν από δυο αιώνες η βρετανική αυτοκρατορία μπορούσε να κάνει αντίστοιχες κινήσεις με τους ανταγωνιστές της. Η βρετανική αυτοκρατορία ήταν το βασικό βιομηχανικό εργαστήριο του πλανήτη και έλεγχε το μεγαλύτερο τμήμα του διεθνούς εμπορίου μέσω της «Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών». Οσοι ήθελαν να αγοράσουν τα βιομηχανικά εμπορεύματα και τις πρώτες ύλες των αποικιών που εμπορευόταν η βρετανική αυτοκρατορία έπρεπε να το κάνουν σε λίρες και αντίστοιχα να ανοίξουν λογαριασμούς και συναλλαγματικές σε βρετανικές τράπεζες. Οταν οι ευρωπαίοι και οι αμερικανοί ανταγωνιστές της βρετανικής αυτοκρατορίας απέκτησαν τη δική τους βιομηχανία, η λίρα έπαψε πια να έχει αυτό το προνόμιο.
Σήμερα οι ΗΠΑ δεν έχουν τη βιομηχανική ισχύ που είχαν πριν από 20 και 40 χρόνια. Ο παρασιτισμός που προέβλεπε ήδη ο Λένιν στο βιβλίο του για τον ιμπεριαλισμό έχει προχωρήσει στον υπέρτατο βαθμό στις ΗΠΑ. Τα κέρδη των χρηματιστικών κολοσσών των ΗΠΑ απορρέουν από τη συσσώρευση μιας τεράστιας ποσότητας πιστωτικού κεφαλαίου (το μεγαλύτερο σε όλο τον πλανήτη), που διοχετεύεται σε εξαγωγές κεφαλαίου σε άλλες χώρες και μάλιστα σε άμεσες ξένες επενδύσεις που είναι και οι μεγαλύτερες στον πλανήτη. Οι εξαγωγές κεφαλαίου που δέχονται οι ΗΠΑ είναι μεγαλύτερες από τις δικές τους εξαγωγές, πλην όμως το μεγαλύτερο κομμάτι τους είναι τοποθετήσεις στα ομόλογά τους, δηλαδή στο χρέος τους, λόγω του «πετροδολάριου».
Σε αυτή την αναμέτρηση με τη Ρωσία δεν είναι μόνο η Κίνα που έχει πάρει θέση ευμενούς ουδετερότητας υπέρ της Ρωσίας. Είναι και η Ινδία και η Βραζιλία. Οι Αμερικανοί απειλούν ότι μεγάλο τμήμα των εφεδρειών σε συνάλλαγμα, που έχει συλλέξει η Ρωσία και ανέρχεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, θα… «παγώσει». Οι δυτικοί καλαμαράδες γράφουν μάλιστα ότι η Ρωσία θα… χρεοκοπήσει, γιατί δεν θα έχει να πληρώσει κουπόνι ομόλογου… 100 εκατομμυρίων δολαρίων τον Μάρτη!
Γιατί τότε οι αναπτυσσόμενες χώρες Ινδία και Βραζιλία και βέβαια πολύ περισσότερο η Κίνα να αποθεματοποιούν τα κέρδη τους και το συνάλλαγμά τους σε δολάρια και αμερικάνικα ομόλογα, όταν σε οποιαδήποτε στιγμή στο μέλλον οι ΗΠΑ μπορούν να τους επιβάλουν τέτοιου είδους κυρώσεις; Γιατί να χρηματοδοτούν τις ανεξέλεγκτες κινήσεις των ΗΠΑ; Γιατί να μην προβαίνουν σε συναλλαγές με το δικό τους νόμισμα; Κι αν γίνεται να «παγώσει» μια τεράστια ποσότητα εκατοντάδων δισεκατομύριων δολαρίων, τότε τι αξία έχει το δολάριο; Η Ρωσία δεν είναι Ιράν και ακόμη και μετά την εφαρμογή των κυρώσεων, οι βασικές της τράπεζες παραμένουν στο λεγόμενο SWIFT, ένα διατραπεζικό πρόγραμμα για εντολές σε διατραπεζικές συναλλαγές. Γιατί η Ευρώπη έχει ανάγκη από το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο.
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν πρόκειται να προχωρήσει παραπάνω τη σύγκρουση σε αυτή τη φάση, γιατί ξέρει ότι σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια νέα εποχή μετάβασης τεράστιου οικονομικού πληθωρισμού, όπως τη δεκαετία του ‘70. Κι αυτό θα γίνει απότομα, αν ξαφνικά οι χώρες που διαθέτουν τα περισσότερα αμερικανικά ομόλογα αποφασίσουν ότι δε θέλουν να βρεθούν «παγωμένα» στα χαρτοφυλάκιά τους. Πέρα από τα «σκληρά λόγια» και την προπαγάνδα, υπάρχει η οικονομία. Τα δυτικά ΜΜΕ έχουν ξεχάσει προς το παρόν ότι δεν υπάρχει μόνο η σύγκρουση του ρωσικού ιμπεριαλισμού με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, αλλά υπάρχει και η σύγκρουση με την Κίνα για τον έλεγχο της Νότιας Σινικής Θάλασσας. Κι αυτό το έργο δεν έχει τελειώσει, μάλλον τώρα αρχίζει.