Αυτό το παιδί, σ’ έναν καταυλισμό εκτοπισμένων, πλύθηκε, φόρεσε καθαρά ρούχα, χτένισε τα μαλλιά του και έστειλε το μήνυμά του σε όλο τον κόσμο, εκπροσωπώντας επάξια το λαό του: «Η σχολική χρονιά μας χάθηκε, αλλά κερδίσαμε την τιμή να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας και την αξιοπρέπεια του έθνους μας. Γίναμε μάρτυρες υπομονής, δύναμης και σταθερότητας».
Τα πληρώματα των ασθενοφόρων συντετριμμένα μεταφέρουν νεκρούς συναδέλφους τους. Επεσαν στο καθήκον. Πυροβολήθηκαν, διαμελίστηκαν, απανθρακώθηκαν, προσπαθώντας να σώσουν ανθρώπους.
Και ξαναρίχνονται στη μάχη, μεταφέροντας τραυματίες σε ό,τι απέμεινε από τα νοσοκομεία. Αυτή είναι η δική τους αντίσταση στον βάρβαρο εισβολέα.
Mια αντίσταση χωρίς όπλα, που κατά παράβαση κάθε ανθρωπιστικής διεθνούς συνθήκες διεξάγεται και υπό πυρά ενάντια στα ίδια τα πληρώματα της πολιτικής προστασίας.
Ποιος στρατός βομβαρδίζει παιδιά που κοιμούνται; ρωτάει αγανακτισμένος ο ηλικιωμένος Παλαιστίνιος.
Ρητορικό είναι το ερώτημα. Οι σιωναζιστές εξακολουθούν να θερίζουν παιδιά. Oχι μόνο στη Ράφα. Σε όλη τη Λωρίδα.
Ο δίχρονος Οσάμα υπέστη εγκαύματα σε όλο το σώμα του. Συγκλονισμένος ο γιατρός δηλώνει ότι δεν έχουν τα μέσα για να του προσφέρουν την περίθαλψη που απαιτεί η κατάστασή του.
Ενας Παλαιστίνιος τεκμηριώνει τον βομβαρδισμό του οικογενειακού σπιτιού με βλήματα πυροβολικού, την ώρα που ο ίδιος και ο αδερφός του προσπαθούν να μαζέψουν μερικά πράγματα και να τα μεταφέρουν στη σκηνή που έχει εκτοπιστεί η οικογένεια.
Mεταφέρουν τις σορούς των μαρτύρων για να τις θάψουν.
Θρηνούν πρόχειρα και βιαστικά τους νεκρούς τους. Και τους νεκρούς που δεν απέμεινε οικογένεια για να τους θρηνήσει.
Ξαναπαίρνουν το δρόμο του εκτοπισμού. Ο ηλικιωμένος με το παιδάκι αναγκάζονται να περπατήσουν μεγάλη απόσταση, καθώς εκτοπίστηκαν από τη Ράφα.
Ομως δεν το βάζουν κάτω, δεν προσκυνούν. Μένουν ακλόνητοι. Οπως το έχει πει ο ποιητής τους: «Δεν κιότεψα εδώ μες στην πατρίδα μου / μήτε και μάζεψα τους ώμους./ Ορθώθηκα μπροστά στους άδικους. / Ορφανός, γυμνός, ξυπόλητος. / Ορμησα μες στο θάνατο, / τα λάβαρά μου δε χαμήλωσα / και τα χορτάρια πάνω στους τάφους / των προγόνων μου τα φύλαξα».
Αυτός ο νεαρός άντρας αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι του και γυρίζει ένα βίντεο με τα τρόφιμα που αφήνει στους μαχητές της Αντίστασης. Είναι σίγουρος πως οι μαχητές θα μπουν κάποια στιγμή στο σπίτι που αυτός και η οικογένειά του αναγκάζονται να εγκαταλείψουν. «Είμαστε με την Αντίσταση. Συνεχίστε, είμαστε μαζί σας» λέει.
«Ενισχύουμε την Αντίσταση μέσω της σταθερότητάς μας», λέει ένας εκτοπισμένος στη Ράφα, την ώρα που ξαναστήνει το παράπηγμα της οικογένειάς του.
Ενας άλλος Παλαιστίνιος, πρώην εκτοπισμένος επέστρεψε με την οικογένειά του και στήνει παράπηγμα δίπλα στο γκρεμισμένο σπίτι του στη Χαν Γιούνις, χρησιμοποιώντας υλικά από οβίδες και απομεινάρια πολεμικού εξοπλισμού των σιωναζιστών. Οπως το έγραψε άλλοτε ο μείζων παλαιστίνιος ποιητής Ταουφίκ Ζαγιάντ: Για να θυμούμαι θα χαράξω της τραγωδίας όλες τις πράξεις στον κορμό μιας ελιάς στην αυλή του σπιτιού μου…
«Δόξα τω θεώ, είναι σταθεροί και υπομονετικοί, και κάνουν ό,τι θέλουν να κάνουν», λέει στον Ανάς Αλ-Σαρίφ του Αλ-Τζαζίρα ένας νέος στο βορρά της Λωρίδας, αναφερόμενος στην Αντίσταση.