Η νίκη των Ταλιμπάν και η αποτίναξη του κατοχικού ζυγού των αμερικανών ιμπεριαλιστών έφερε σε αμηχανία αρκετούς ανθρώπους του κινήματος, που αδυνατούν να αξιολογήσουν τη μεγάλη σημασία της ταπεινωτικής ήττας των Γιάνκηδων στο Αφγανιστάν και τον θετικό αντίκτυπο της νίκης των Ταλιμπάν σε λαούς που καταδυναστεύονται δεκαετίες τώρα από τον ιμπεριαλισμό. Οι Ταλιμπάν απέδειξαν με την ανυποχώρητη πάλη τους δυο δεκαετίες τώρα, ότι ο σύγχρονος τακτικός στρατός της μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης του πλανήτη δεν είναι αήττητος. Ο νικηφόρος αντικατοχικός τους αγώνας θα αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για δεκάδες λαούς που καταδυναστεύονται από το ζυγό του ιμπεριαλισμού υπό τη μορφή του νεοαποικισμού, τη σύγχρονη αποικιοκρατία που κρύβεται πίσω από τα δεσμά της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από τον ιμπεριαλισμό, ανεξάρτητα αν οι Ταλιμπάν ως πολιτική δύναμη στο ίδιο το Αφγανιστάν θα παραμείνουν ένας συνασπισμός αυταρχικών κυβερνητών μιας υπανάπτυκτης ασιατικής χώρας.
Ανυποχώρητος αγώνας εναντίον της κατοχής
Οι πρώτοι που χαιρέτησαν την νίκη των Ταλιμπάν ήταν οι Παλαιστίνιοι. Σύμφωνα με το πρακτορείο Quds News, ο Ισμαΐλ Χανίγια, πρόεδρος της Χαμάς, συνεχάρη τηλεφωνικά τον ηγέτη των Ταλιμπάν Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ για τον τερματισμό της αμερικανικής κατοχής του Αφγανιστάν.
Είχε προηγηθεί δημόσια αναφορά του ανώτατου στελέχους της Χαμάς Αμπού Μαρζούκ στη σημασία του αγώνα τους:
«Οι Ταλιμπάν αναδεικνύονται σήμερα νικητές αφότου κατηγορήθηκαν για καθυστέρηση και τρομοκρατία. Αναδύονται σήμερα ως ένα πιο έξυπνο και πιο ρεαλιστικό κίνημα. Αντιμετώπισαν την Αμερική και τους πράκτορές της και αρνήθηκαν να συμβιβαστούν μαζί τους. Δεν εξαπατήθηκαν από φωτεινά πρωτοσέλιδα για τη “δημοκρατία“ και τις “εκλογές“ […] Αυτό είναι ένα μάθημα για όλους τους καταπιεσμένους λαούς. Θα μάθουν τα διδάγματα αυτής της ιστορίας;».
Ενα λαϊκό αντάρτικο μπορεί να νικήσει, αν διεξάγει έναν αγώνα με συνέπεια, αν οι ηγέτες του εμπιστεύονται το λαό που τροφοδοτεί συνεχώς με νέους αγωνιστές την πρώτη γραμμή του αγώνα και δεν φλερτάρουν με επιλογές της «ρεάλ πολιτίκ», όπως η συμμετοχή στο κατοχικό κοινοβούλιο και η νομιμοποίηση δοσιλογικών κυβερνήσεων. Ενας συνεπής αγώνας δεν αποκλείει ούτε τους συμβιβασμούς ούτε τις υποχωρήσεις. Αυτές, όμως, γίνονται στη βάση της προετοιμασίας δυνάμεων για την αντεπίθεση σε ευνοϊκότερες συνθήκες.
Οι Ταλιμπάν υποχώρησαν το 2001 από την Καμπούλ, γιατί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν νικηφόρα τον τακτικό στρατό των εισβολέων σε μάχη ανοιχτού εδάφους, λόγω της συντριπτικής τεχνολογικής υπεροχής των τελευταίων. Οι Ταλιμπάν δε διέθεταν βαρέα όπλα. Οπισθοχώρησαν στα κακοτράχαλα βουνά του Αφγανιστάν, όπου τα νατοϊκά τανκς και τα αεροπλάνα είναι εντελώς ανίσχυρα απέναντι σε αντάρτικο στρατό. Αφού αναδιοργανώθηκαν, στη συνέχεια άρχισαν την αντεπίθεση, χτυπώντας συνεχώς τις αρτηρίες ανεφοδιασμού των κατακτητών με καταδρομικές επιθέσεις. Αποκτώντας έρεισμα στον πληθυσμό υπέρ του αντικατοχικού αγώνα άρχισαν να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους μέσα στις κοιλάδες και τον πληθυσμό της υπαίθρου. Τη μέρα οι αμερικανοί και οι νατοϊκοί σύμμαχοί τους νόμιζαν ότι έλεγχαν τα χωριά, το βράδυ οι Ταλιμπάν συνέχιζαν τις δολιοφθορές και τις αθρόες στρατολογήσεις εξαπολύοντας μεθοδικά και με σύστημα έναν ακατασίγαστο πόλεμο εξάντλησης.
Ο πληθυσμός, κυρίως των Παστούν, της πολυπληθέστερης εθνοτικής ομάδας του Αφγανιστάν, τροφοδοτούσε συνεχώς με νέα μέλη και στελέχη την αφγανική αντίσταση. Οι Ταλιμπάν άρχισαν να επεκτείνουν βαθμιαία τον έλεγχο σε κοιλάδες του Αφγανιστάν, στα χωριά και τις μικρότερες πόλεις της υπαίθρου, απομακρύνοντας πλέον μέρα μεσημέρι τις κατοχικές και δοσιλογικές δυνάμεις που δεν μπορούσαν να στεριώσουν από τα πυκνά πυρά και τις ενέδρες από έναν αντίπαλο που δεν μπορούσαν καν να ανιχνεύσουν. Κανείς από τον κατοχικό στρατό ή τους δοσίλογους δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος είναι «φιλήσυχος» αγρότης και ποιος αντάρτης. Για την ακρίβεια, ο «φιλήσυχος» αγρότης, αφού τέλειωνε τις δουλειές του αγροτικού νοικοκυριού του, μετατρεπόταν σε αντάρτη.
Μέχρι το 2010, το αντάρτικο των Ταλιμπάν είχε απλωθεί και στο Βορρά, προσελκύοντας δυσαρεστημένους φτωχούς Τατζίκους και Ουζμπέκους, τις δυο εθνοτικές ομάδες που εκτείνονται στον αφγανικό Βορρά, κοντά στα σύνορα του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν, αντίστοιχα. Διαβάζουμε σε άρθρο της Wall Street Journal, που δημοσιεύτηκε στις 19 Οκτώβρη του 2019 [1] (σ.σ.: οι επισημάνσεις παντού παρακάτω δικές μας):
«Οι Ταλιμπάν έχουν εδραιώσει τις πολεμικές τους επιτυχίες, αξιοποιώντας την ευρεία απογοήτευση από την ανικανότητα και τη διαφθορά των αφγανικών κυβερνητικών αξιωματούχων. “Οι άνθρωποι δεν αγαπούν τους Ταλιμπάν – αλλά αν τους συγκρίνουν με την κυβέρνηση, βλέπουν τους Ταλιμπάν ως το μικρότερο κακό”, δήλωσε ο κυβερνήτης του Μπαγκλάν, Μουνσί Αμπντούλ Ματζίντ, διορισμένος από τον πρόεδρο Χαμίντ Καρζάι. Ως αποτέλεσμα, οι Ταλιμπάν κερδίζουν υποστήριξη πέρα από την κοινότητα των Παστούν, την παραδοσιακή τους βάση. Στο Μπαγκλάν, όπου οι Παστούν συνιστούν λιγότερο από το ένα τέταρτο των 804.000 κατοίκων της επαρχίας, η εξέγερση προσελκύει τώρα Ουζμπέκους, Τατζίκους και άλλες μειονότητες που προηγουμένως θεωρείτο ότι δεν συμπαθούσαν τους αντάρτες».
Ο δοσιλογικός στρατός που πολεμούσε τους Ταλιμπάν βασιζόταν στις δυνάμεις της «Βόρειας Συμμαχίας» που συγκρότησαν οι νατοϊκοί το 2001 προκειμένου να καταλάβουν το Αφγανιστάν. Οι Αμερικανοί δεν είχαν καμία τύχη με αυτόν τον στρατό να αποκτήσουν ερείσματα στον ντόπιο πληθυσμό του αφγανικού Νότου. Οι Αμερικανοί δεν τόλμησαν ή δεν μπόρεσαν ποτέ να στρατολογήσουν μαζικά δυνάμεις Παστούν στο δοσιλογικό στρατό, αφενός γιατί η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν εναντίον της κατοχής, αφετέρου γιατί ήξεραν ότι τα όπλα και τα πυρομαχικά θα καταλήξουν στους Ταλιμπάν.
Στην απέναντι πλευρά των συνόρων με το Πακιστάν, οι Ταλιμπάν έβρισκαν καταφύγιο σε δικούς τους ανθρώπους, που εθνοφυλετικά ανήκουν στους Παστούν και εφοδίαζαν με όπλα και χρήματα. Τα εκατοντάδες χιλιόμετρα των συνόρων δεν μπορούσαν να ελεγχθούν. Το 2011 ήταν σίγουρο ότι οι Αμερικανοί και ο δοσιλογικός στρατός δεν μπορούσαν να ανακόψουν την προέλαση των Ταλιμπάν, παρά μόνο να την καθυστερήσουν. Κι αυτό όταν η νατοϊκή κατοχική δύναμη είχε φτάσει πριν από ένα χρόνο στην ακμή της με 150.000 στρατιώτες. Γι’ αυτό και η αμερικανική διοίκηση πήρε την απόφαση να απομακρύνει τις κατοχικές δυνάμεις, προωθώντας τη διοίκηση του στρατού στους ίδιους τους αφγανούς δοσίλογους, εξοπλίζοντας και στρατολογώντας Αφγανούς σε έναν ενιαίο στρατό από τα ασκέρια των πολέμαρχων-φυλάρχων που είχαν προσκυνήσει την κατοχή. Οι εξελίξεις, όμως, στο μέτωπο έδειχναν πως κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε την πλήρη επικράτηση των Ταλιμπάν. Γι’ αυτό και οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές καθυστέρησαν να διαπραγματευτούν το φευγιό τους από το Αφγανιστάν μέχρι το 2020, απομακρύνοντας βαθμιαία τις δυνάμεις τους, αναμένοντας συνεχώς ευνοϊκότερες συνθήκες μήπως και διεμβολίσουν τους ίδιους τους Ταλιμπάν και προσεταιριστούν τμήμα τους σε ένα κυβερνητικό σχήμα υπό την αιγίδα τους, πουλώντας την υποχώρησή τους ως «νίκη της ειρήνης και της δημοκρατίας».
Σε αντίθεση με τις σιιτικές ιρακινές πολιτοφυλακές, που επηρεάζονταν από την εξωτερική πολιτική του Ιράν και τα συμφέροντά του στην περιοχή, οι Ταλιμπάν δεν συμμετείχαν ποτέ στο κατοχικό κοινοβούλιο, ούτε απέσπασαν κυβερνητικούς θώκους. Εκαναν συμφωνίες ειρήνευσης, ανακωχής, έκαναν και διαπραγματεύσεις, πάντα όμως προς όφελος του αντάρτικου. Στο Αφγανιστάν, η σημαντικότερη διαπραγμάτευση των Ταλιμπάν με τους Αμερικανούς έγινε το 2020, όταν απέσπασαν από την αμερικανική διοίκηση του Τραμπ τη δέσμευση ότι δε θα δεχτούν επίθεση, αν δεν επιτεθούν στους Δυτικούς κατά την υποχώρησή τους. Η αντίστροφη μέτρηση για την προέλαση των Ταλιμπάν είχε αρχίσει.
Οι δοσίλογοι πολέμαρχοι της κατοχής
Στο Νότο, στο προπύργιο των Ταλιμπάν, τα μέλη του δοσιλογικού στρατού που αναμετριόταν με τους Ταλιμπάν ήταν στρατολογημένα κυρίως από το ασκέρι των επιγόνων του τατζίκου πολέμαρχου-φύλαρχου, μουτζαχεντίν Αχμάντ Σαχ Μασούντ με έδρα την κοιλάδα του Παντσίρ, βορειανατολικά της Καμπούλ. Ο Μασούντ καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια τατζίκων τσιφλικάδων και συμμετείχε στα πρωταρχικά στάδια ανάπτυξης της αφγανικής μουσουλμανικής αδελφότητας στα αμφιθέατρα της Καμπούλ τη δεκαετία του ‘70. Συμμετείχε ως μουτζαχεντίν πολέμαρχος στο αντάρτικο εναντίον των ρώσων εισβολέων, με προπύργιο την κοιλάδα του Παντσίρ. Οταν μετά το 1992 ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους πολέμαρχους-μουτζαχεντίν για τη λεία του Αφγανιστάν, ο Μασούντ συμμετείχε κι αυτός ενεργά σε σφαγές αμάχων και εγκλήματα πολέμου. Οι μνήμες αυτές δεν έσβησαν ποτέ στους πληβείους Παστούν και το ασκέρι του πάντα θεωρείτο εχθρικό στο έδαφός τους.
Τα διεθνή ειδησεογραφικά δίκτυα έσπευσαν πριν από δυο βδομάδες να παρουσιάσουν τις δυνάμεις του γιου του Μασούντ στην κοιλάδα του Παντσίρ ως το ελπιδοφόρο προπύργιο «αντίστασης» στο «ζυγό» των Ταλιμπάν. Στα ζόρικα, ο πλιατσικολόγος πολέμαρχος έδειξε αμέσως το πραγματικό του πρόσωπο, όταν κάλεσε τους Ταλιμπάν σε παζάρι για κυβερνητικούς θώκους. Αν τον λογάριαζαν στη νέα κυβέρνηση του ισλαμικού εμιράτου, όλα θα έβαιναν καλώς. «Διαπραγμάτευση δεν σημαίνει παράδοση» ήταν τα λόγια του. Δε θα μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ο γιος του Μασούντ παίζει τα ρέστα του, γνωρίζοντας ότι στην περίπτωση που επέμενε στα ηρωικά περί αντίστασης θα ακολουθούσε την τύχη των δυο βασικών παλιών πολέμαρχων, του Ισμαΐλ Χαν, του «λιονταριού της Χεράτ», και του διαβόητου ουζμπέκου πολέμαρχου Αμπντούλ Ρασίντ Ντόστουμ, με προπύργιό του τη Μαζίρ-ι-Σαρίφ στο Βορρά. Παρά τα ηχηρά τους λόγια περί αντίστασης, οι υποτακτικοί τους παραδόθηκαν, χωρίς ουσιαστικά να πολεμήσουν. Ο Ντόστουμ κατάφερε να διαφύγει στο Ουζμπεκιστάν, ο Ισμαΐλ Χαν συνελήφθη από τους Ταλιμπάν, επιχειρώντας να διαφύγει με ελικόπτερο. Το «λιοντάρι» έγινε γατάκι, βγαίνοντας στις κάμερες για να πει ότι δεν έχει πρόβλημα με τους Ταλιμπάν. Μετά από αυτή την διαπόμπευση που δύσκολα ξεχνιέται από το λαό της Χεράτ, οι Ταλιμπάν παρέδωσαν τον Ισμαΐλ Χαν στο Ιράν. Και οι δυο πολέμαρχοι κατήγγειλαν… προδοσία. Στην πραγματικότητα, κανένας από τους υποτακτικούς τους δεν ήθελε να πολεμήσει για δυο διεφθαρμένα παράσιτα που είχαν κατσικωθεί στο σβέρκο τους για δεκαετίες.
Για την ακρίβεια, όλοι οι βασικοί πολέμαρχοι που αντιπαρατέθηκαν ένοπλα σε αλλεπάλληλες αιματηρές, σεκταριστικές μάχες μετά το 1992 για τον έλεγχο του Αφγανιστάν, αποτέλεσαν αργότερα τους βασικούς πολιτικούς παράγοντες του δοσιλογικού καθεστώτος μετά την εισβολή των Αμερικανών. Η γνωστή ΜΚΟ Human Right Watch τους περιέγραφε έναν-προς-έναν το 2005, αναρωτώμενη πώς αυτοί θα «εκδημοκρατίσουν» το Αφγανιστάν. Ολοι αυτοί, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, χρηματοδοτήθηκαν από τους αμερικανούς ιμπεριαλιστές κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής και διετέλεσαν αργότερα στενότατοι συνεργάτες της CΙΑ για την αντιμετώπιση των Ταλιμπάν. Ολοι τους ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Ταλιμπάν.
Σε αντίθεση με τους μύθους που έχουν καλλιεργήσει οι ρεβιζιονιστές και οι ανιστόρητοι ακόλουθοί τους στη χώρα μας, οι Ταλιμπάν δεν είναι δημιούργημα των Αμερικανών. Είναι δημιούργημα των ρώσων κατακτητών που έσπειραν την καταστροφή σε αμάχους Παστούν τη δεκαετία του ‘80, ακολουθώντας τακτικές πολέμου κατακτητών, ίδιες και απαράλαχτες με αυτές που ακολουθούν όλοι οι ιμπεριαλιστικοί στρατοί του κόσμου. Oταν oι στρατηγοί του «κόκκινου στρατού» συνειδητοποίησαν ότι οι φτωχοί «φιλήσυχοι» αγρότες που πήγαιναν αμέριμνοι στα χωράφια τους μετατρέπονταν το βράδυ σε αντάρτες, άρχισαν να σκορπίζουν τον τρόμο στην ύπαιθρο, μακελεύοντας άμαχο πληθυσμό με την αεροπορία τους. Η ρωσική προπαγάνδα παρουσίαζε τους φτωχούς αγρότες της υπαίθρου ως πράκτορες των Αμερικανών και καλούσε με συστηματική πλύση εγκεφάλου τους ρώσους τανκίστες, πυροβολητές και αεροπόρους να βομβαρδίζουν τις περιοχές τους χωρίς δισταγμό, επιτελώντας «το διεθνιστικό τους καθήκον» προς… το λαό του Αφγανιστάν, που… παραδόξως ήταν κατά 80% περίπου υπέρ του αντάρτικου εναντίον των ρώσων εισβολέων και των ανδρείκελων της Μόσχας, που είχαν πάρει την εξουσία στην Καμπούλ με πραξικόπημα φιλορώσων αξιωματικών του αφγανικού στρατού τον Απρίλη του 1978.
Τα ορφανά του πολέμου συνέρρευσαν στο Πακιστάν κατά εκατοντάδες χιλιάδες, κοντά στα σύνορα, σε προσφυγικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί, η μόνη διέξοδος για μόρφωση ήταν τα μαντράσα, τα ιεροδιδασκαλεία του μουσουλμανικού Πακιστάν, στα οποία επικρατούν ακόμη και σήμερα οι πιο σκοταδιστές ισλαμιστές κήρυκες.
Οι πρώτοι Ταλιμπάν (που σημαίνει μαθητές) ήταν μια ομάδα αδιάφθορων νεολαίων, ορφανών του πολέμου, μαθητών των μαντράσα, που είχαν επικεφαλής έναν πρώην απλό μουτζαχεντίν, τον μουλά Ομάρ. Εναν φτωχό Παστούν, που είχε χάσει το ένα μάτι του στον πόλεμο εναντίον των ρώσων κατακτητών. Μετά την αποχώρηση του «κόκκινου στρατού» το 1989, ο Ομάρ δεν συμμετείχε στο εμφύλιο και το πλιάτσικο των πρώην μουτζαχεντίν. Πήγε σε ιερατικές σχολές στο Πακιστάν να συνεχίσει τις εκκλησιαστικές του σπουδές. Σε μια από αυτές τις σχολές εικάζεται ότι γνώρισε τον νεαρό Σαουδάραβα Οσάμα Μπιν Λάντεν που είχε πολεμήσει κι αυτός ως μουτζαχεντίν και είχε αηδιάσει από τη διαφθορά των πολέμαρχων.
Ο πρωταρχικός στόχος της ομάδας του Ομάρ, που δεν ξεπερνούσε τα 50 άτομα στις αρχές του 1994, ήταν να επιβάλουν δικαιοσύνη σε γειτονιές της Κανταχάρ, την οποία λυμαίνονταν πολέμαρχοι, ένα από τα βασικά βίτσια των οποίων ήταν να βιάζουν αγοράκια και κοριτσάκια. Το βίτσιο αυτό, όπως θα δούμε, ήταν και το αγαπημένο «σπορ» της αστυνομίας του δοσιλογικού κράτους των νατοϊκών κατακτητών. Οι νεαροί εκδικητές του Ομάρ σάρωναν την επαρχία της Κανταχάρ, προσελκύοντας στο πλευρό τους την πλειοψηφία των φτωχών Παστούν μέχρι τον Νοέμβρη του 1994.
Ως τότε, το Πακιστάν πόνταρε τα πάντα στον πολέμαρχο Γκουλμπουντίν Χεκματιάρ που ήταν ο βασικός μισθοδοτούμενος της CIA κατά την αναμέτρησή του με τις ρωσικές κατοχικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις του Χεκματιάρ, όμως, δεν διέφεραν σε τίποτε από τους υπόλοιπους πλιατσικολόγους πολέμαρχους και γι’ αυτό το λόγο δεν είχαν την απαιτούμενη στήριξη στον πληθυσμό, προκειμένου να επικρατήσουν έναντι των άλλων πολέμαρχων. Οι μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν, και όχι η CIA, ευνόησαν βαθμιαία τις δυνάμεις του Ομάρ, ανοίγοντας τα σύνορα στους αφγανούς μαθητές των πακιστανικών μαντράσα, που κατά χιλιάδες συνέτρεξαν στο στρατό του. Σε δυο χρόνια, οι Ταλιμπάν, μετά από αδιάκοπες μάχες, είχαν καταλάβει σχεδόν όλο το Αφγανιστάν. Αν νομίζει κάποιος ότι οι Ταλιμπάν κράτησαν μετά θετική στάση έναντι της πακιστανικής κυβέρνησης σε αντάλλαγμα, μάλλον θα πρέπει να αναζητήσει τις πολεμικές ιαχές του μουλά Ομάρ για τους διεφθαρμένους κυβερνήτες του Πακιστάν πολύ πριν εισβάλλουν οι Αμερικανοί στο Αφγανιστάν.
Ο Χεκματιάρ φυγαδεύτηκε (εικάζεται με τη βοήθεια του Μασούντ) στο Ιράν, αλλά δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την εύνοια την ιρανών μουλάδων. Μετά το 2001 αντέδρασε στην αμερικανική εισβολή του Αφγανιστάν και κηρύχτηκε τρομοκράτης από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, τον ΟΗΕ. Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες τον συνέδεαν δημόσια με την Αλ-Κάιντα. Από το 2010, όμως, επιχείρησε να τείνει χέρι φιλίας στους κατακτητές, σε αντίθεση με τους Ταλιμπάν που συνέχιζαν απρόσκοπτα τον αντικατοχικό αγώνα. Το 2016 οι κυρώσεις σε βάρος του ήρθησαν από τους αμερικανούς ιμπεριαλιστές. Το 2017 επέστρεψε στο Αφγανιστάν και προσκύνησε το δοσιλογικό καθεστώς. Για την ιστορία, ο συνεργάτης της CIA Αχμάντ Σαχ Μασούντ εκτελέστηκε από τους Ταλιμπάν δυο μέρες πριν από την 11η Σεπτέμβρη του 2001.
Μετά την υποχώρηση του «κόκκινου στρατού», το φιλορωσικό καθεστώς της Καμπούλ στηριζόταν κυρίως από το Βορρά, από δυνάμεις των Ουζμπέκων με επικεφαλής τον ρωσόφιλο πολέμαρχο Ντόστουμ. Ο Ντόστουμ πολεμούσε τους μουτζαχεντίν μέχρι το 1992. Ο ίδιος ήταν ρεβιζιονιστής στα νιάτα του και είχε την εύνοια της Μόσχας ως αξιωματικός του αφγανικού στρατού. Ειχε ανακηρυχθεί σε ήρωα της «Λαϊκής Δημοκρατίας» του Αφγανιστάν από τον τελευταίο δοτό πρόεδρο, τον ρωσόφιλο Μοχαμάντ Νατζιμπουλάχ. Μετά την υποχώρηση, όμως, του «κόκκινου στρατού» το ‘89 και τη συνακόλουθη κατάρρευση της κρατικοκαπιταλιστικής ΕΣΣΔ, ο Ντόστουμ συμμάχησε με τον Μασούντ και εισέβαλαν από κοινού στη Καμπούλ για να ανατρέψουν τον Νατζιμπουλάχ. Ο εμφύλιος ανάμεσα στους πολέμαρχους μουτζαχεντίν μόλις άρχιζε.
Μετά την εισβολή των Αμερικανών, ο Ντόστουμ επέστρεψε στο Αφγανιστάν, συμμετέχοντας στο πολιτικό προσωπικό του δοσιλογικού στρατού. Δεν άργησε να θυμηθεί τα παλιά του χούγια. Αρχισε να επιδίδεται σε τρομοκρατία σε βάρος όσων Αφγανών, διοικητικών και πολιτικών της περιφέρειάς του, θεωρούσε ότι αμφισβητούσαν την εξουσία του. Εφτασε στο σημείο να δώσει εντολή για… σοδομισμό πολιτικού αντιπάλου του με κάννη τουφεκιού, από εννιά σωματοφύλακές του που τον είχαν απαγάγει για πέντε μέρες. Οι καταγγελίες του βιασθέντος ξεσήκωσαν σάλο στις ΗΠΑ και ο Ντόστουμ αναγκάστηκε να πάρει ξανά το δρόμο της προσφυγιάς για να μην δικαστεί το 2017. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι τον φυγάδευσε η ίδια η αφγανική κυβέρνηση, προκειμένου να μην συλληφθεί και δικαστεί. Ολοι οι δοσίλογοι ήταν μια παλιοπαρέα πλιατσικολόγων που ο ένας κάλυπτε τον άλλον. Η αμερικανική κατοχή δεν μπορούσε παρά να κάνει τα στραβά μάτια, αφού ο Ντόστουμ ήταν ένα από τα καλύτερα παιδιά της CIA.
Αρχές Αυγούστου του 2021 ο Ντόστουμ επέστρεψε ανενόχλητος στη χώρα, προκειμένου να αναζωπυρώσει τις δυνάμεις των υποτακτικών του. Τα εγκλήματα τρομοκρατίας, βιασμού, απαγωγής ξεχάστηκαν μπροστά στην προέλαση των Ταλιμπάν. Αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Οι Ταλιμπάν, μετρ στην προπαγάδα πλέον, τον ξεφτίλισαν, αράζοντας στις χρυσοποίκιλτες πολυθρόνες του μεγαλοπρεπούς παλατιού του, δείχνοντας στους πληβείους του αφγανικού Βορρά ότι το παλιό αφεντικό ζούσε μέσα στη χλιδή, όταν αυτοί πάλευαν για να εξασφαλίσουν το πιάτο της ημέρας.
Τέλος, θα αναφερθούμε σε ένα άλλο καλό παιδί, τον κυβερνήτη της Κανταχάρ, τον φύλαρχο Αμπντούλ Ραζίκ. Ο Ραζίκ ήταν γιος και ανιψιός υψηλόβαθμων φυλάρχων της αριστοκρατίας των φατριών που είχαν αντιταχτεί στους Ταλιμπάν στην περιοχή. Η δοσιλογική κυβέρνηση τον διόρισε κυβερνήτη της Κανταχάρ. Σύμφωνα με τους ίδιους τους Αμερικανούς, ο Αμπντούλ Ραζίκ διακινούσε ναρκωτικά, έκανε λαθρεμπόριο, δεν απέδιδε τους φόρους που συγκέντρωνε στην κεντρική κυβέρνηση, αλλά τους κρατούσε για την πάρτη του και συν τοις άλλοις είχε συγκροτήσει ένα μεσαιωνικό σύστημα βασανιστηρίων για να τρομοκρατεί τον πληθυσμό που κυβερνούσε και να λεηλατεί τις περιουσίες του και τη γη του. Ηταν υπεύθυνος για δολοφονίες, αυθαίρετες απαγωγές και φριχτά βασανιστήρια. Συγκεκριμένα, άφηνε τους μπράβους του να ανοίγουν τρύπες με τρυπάνι σε κεφάλια ανθρώπων που βασάνιζαν. Το 2018, το καθίκι αυτό εκτελέστηκε από τους Ταλιμπάν.
H αριστερά των ΜΚΟ που τρώει αμάσητη την αστική προπαγάνδα
Η καταιγιστική γκεμπελική προπαγάνδα των επιτελείων της Δύσης, που δαιμονοποιεί τους Ταλιμπάν και εξωραΐζει πλήρως τον κατοχικό ζυγό, έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην αμηχανία και τη σύγχυση πολλών αριστερών ανθρώπων. Υπάρχουν, όμως, και τα στελέχη της καθεστωτικής αριστεράς και της «εκτός των τειχών» αριστεράς, που έχουν βάλει το χεράκι τους σε αυτή την κατεύθυνση. Οι τελευταίοι έχουν αντικαταστήσει την προγραμματική, πολιτική πάλη του προλεταριάτου σε ζητήματα διεθνιστικής αλληλεγγύης με μικροαστικές, φιλισταϊκές δοξασίες.
Ο μικροαστός φιλισταίος μένει μόνιμα στην επιφανειακή εντύπωση των πραγμάτων, αντί να βαθύνει στις σχέσεις των ανθρώπων στην ίδια την οικονομική βάση, αλλά και το εποικοδόμημα. Απομονώνει τη σκοταδιστική αντίληψη για τα δικαιώματα των γυναικών -που επικρατούσε και επί κατοχικού ζυγού στο Αφγανιστάν- από την μακρόχρονη ιστορική εξέλιξη σε μια σειρά από χώρες της Ανατολής, από την αμάθεια και την καθυστέρηση λόγω της φρικτής εξαθλίωσης και φτώχειας που επικρατούν στην ύπαιθρο μιας κατεξοχήν αγροτικής χώρας σαν το Αφγανιστάν, συνθήκες που ευνοήθηκαν ιστορικά από τη βασανιστικά αργή ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού στην περιοχή και που συνιστούν το εύφορο έδαφος όπου αναβιώνουν συνεχώς οι πιο οπισθοδρομικές παραδόσεις της πατριαρχίας των φατριών σε βάρος των γυναικών. Τείνει χέρι φιλίας στις «φεμινίστριες» της αστικής τάξης της Καμπούλ, μιας ασήμαντης μειοψηφίας των αφγανών γυναικών, που είχε πράγματι ορισμένες δυνατότητες ελεύθερης επιλογής, πλην όμως στήριζε και στηρίζει την κατοχή.
Σύμφωνα με στατιστική έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τους θεσμούς της ίδια της δοτής κυβέρνησης το 2017, το 84% των αφγανών γυναικών δεν ήξερε ανάγνωση και γραφή. Μόνο το 2% είχε πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση. Επιπρόσθετα, η έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 34 επαρχίες έδειξε ότι το 61% των γυναικών και κοριτσιών του Αφγανιστάν αντιμετώπιζαν διαφορετικούς τύπους οικογενειακής βίας, αλλά το έκρυβαν. Κι αυτό συνέβαινε δεκάξι χρόνια μετά την ανατροπή των Ταλιμπάν!
Επί 20 χρόνια κατοχικού ζυγού τα περίφημα κονδύλια για την εκπαίδευση απομυζούνταν από τον δοσιλογικό μηχανισμό των κρατικών αξιωματούχων και φυλάρχων-κυβερνητών που ξεκοκάλιζαν τα κονδύλια του κρατικού κορβανά, εμφανίζοντας λίστες με ανύπαρκτους δασκάλους και ανύπαρκτα σχολεία για να τσεπώνουν τα χρήματα. Οι ίδιες οι στατιστικές που το επίσημο κράτος παρουσιάζει για την εκπαίδευση είναι εντελώς αναξιόπιστες. Ενώ εμφανίζονταν στα χαρτιά 9 εκατομμύρια μαθητές, οι διεθνείς οργανισμοί το 2020 υπολόγιζαν σε 3,7 εκατομμύρια όσα παιδιά δεν πήγαιναν. Ζήτημα είναι αν πήγαιναν στα σχολεία όχι 5 αλλά 3 εκατομμύρια. Δεν υπήρχε υποχρεωτική εκπαίδευση στο Αφγανιστάν. Η πλειοψηφία των παιδιών δουλεύει από μικρή ηλικία σε δουλειές του αγροτικού νοικοκυριού και άλλες καθημερινές αγγαρείες. Οι γυναίκες σπάνια αμείβονται. Η γη των φτωχών αγροτών είναι ελάχιστη και το οικογενειακό εισόδημα ελάχιστο. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αφγανών ζει στα όρια της ένδειας και χαμηλότερα.
Εκτός όλων των άλλων, τα μικρά παιδιά υπέμεναν και άλλα μαρτύρια. Μια από τις μεγαλύτερες εστίες διαφθοράς ήταν τα αστυνομικά τμήματα. Μακριά από τις πόλεις οι επικεφαλής τους επιδίδονταν σε κανονικό και συστηματικό πλιάτσικο σε βάρος των αγροτών, ξεπουλώντας την ίδια στιγμή όλα τα εφόδια που η κεντρική διοίκηση τους παρείχε (π.χ, πετρέλαιο για καύσιμα). Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι επιδίδονταν σε βιασμούς νεαρών αγοριών και κοριτσιών.
Σε ένα τρομερά αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ του Μπεν Αντερσον, που γυρίστηκε το 2013, καταγράφεται ο διάλογος ανάμεσα σε έναν αμερικανό αξιωματικό που περιγράφει στον αστυνομικό διευθυντή το γεγονός ότι νεαρό παιδί είχε απαχθεί και πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στην προσπάθειά του να ξεφύγει. Οταν ο αμερικανός αξιωματικός προτείνει να επιθεωρήσουν εκτάκτως το στρατόπεδο της αστυνομίας και σε περίπτωση που βρουν αστυνομικούς μπλεγμένους σε υπόθεση παιδεραστίας να τους συλλάβουν, ο αστυνομικός διευθυντής απαντά: «“τους αρέσει να είναι εκεί (σ.σ.: τα αγόρια) και να δίνουν τον κώλο τους τη νύχτα”. Συνέχισε υποστηρίζοντας ότι αυτή η πρακτική ήταν ιστορική και απαραίτητη, ρωτώντας ρητορικά: “Αν (σ.σ.: οι αστυνομικοί μου) δεν γαμήσουν τους κώλους αυτών των αγοριών, τι πρέπει να γαμήσουν; Τα μουνιά των γιαγιάδων τους”;».
Ο μικροαστός φιλισταίος αδυνατεί να αντιληφθεί ότι η γλώσσα του κορανίου είναι η γλώσσα που μιλάει η συντριπτική πλειοψηφία των αγράμματων πληβείων του Αφγανιστάν, ότι η τζιχάντ στην ορολογία της αφγανικής αντίστασης είναι ο πατριωτικός πόλεμος «υπέρ βωμών και εστιών». Για έναν μαρξιστή δεν υπάρχουν θρησκευτικοί πόλεμοι. Στη γλώσσα του ευαγγελίου ξεσηκώνονταν οι φτωχοί αγρότες της Γερμανίας τον 16ο αιώνα στον «πόλεμο των χωρικών», μια από τις σημαντικότερες επαναστάσεις εναντίον της φεουδαρχίας, αιώνες πριν από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση. Στη γλώσσα της θρησκείας αναβίωσαν οι χειρότερες εθνικιστικές, σεκταριστικές εκκαθαρίσεις μέσα στα Βαλκάνια την περίοδο του εμφυλίου στη Γιουγκοσλαβία, όταν οι αστικές τάξεις Σέρβων (ορθοδόξων), Κροατών (καθολικών), Βόσνιων (μουσουλμάνων) ήθελαν να ομογενοποιήσουν εθνικά τα νέα σχηματιζόμενα κράτη στην αναμεταξύ τους σύγκρουση, προσελκύοντας τους λαούς τους σε εθνικιστικά ιδεώδη. Τι διαφορά έχει άραγε ο σεκταρισμός του ISIS σε Ιράκ και Συρία από τους χασάπηδες των σέρβων εθνικιστών στη Σρεμπρένιτσα ή των κροατών φασιστών στην Κράινα;
Το αφιόνι της θρησκείας είναι το αποκούμπι στις συμφορές που επιφυλάσσει ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός στη διάρκεια της ζωής ενός πληβείου. Εκεί βρίσκουν οι σύγχρονοι εκμεταλλευόμενοι παρηγοριά από την εκμετάλλευση. Το «όπιο του λαού» είναι η νάρκωση για την ανακούφιση από τα τραύματα που φέρουν οι αντάρες της ζωής. Στις χώρες της μουσουλμανικής Ανατολής τα αντιστασιακά κινήματα (κατά κόρον στρατιωτικά) με κοσμικό χαρακτήρα, που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60 (νασερικοί, μπααθιστές) ταυτίστηκαν στη συνείδηση των φτωχών αγροτών και εργατών με τις παραδόσεις της Δύσης. Οταν εκφυλίστηκαν σε αυταρχικά, στρατιωτικά καθεστώτα, πλήρως υποταγμένα στους ιμπεριαλιστές, πρόδωσαν και ξεπούλησαν τις ελπίδες των πληβειακών μαζών, ωθώντας τες στην αγκαλιά των ισλαμιστικών κινημάτων που εκμεταλλεύτηκαν το πολιτικό κενό εκπροσώπησης που προέκυψε.
Τα ισλαμιστικά κινήματα δεν ήταν εκπρόσωποι των εμίρηδων, που οι βρετανοί αποικιοκράτες καθόριζαν ως τοποτηρητές των συμφερόντων τους μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανακηρύσσοντας φυλάρχους της αρεσκείας τους σε εμίρηδες, σε μια αναβίωση του χαλιφάτου που υπήρχε στις αρχέγονες, διασωζόμενες στην προφορική παράδοση μνήμες των Αράβων, προκειμένου να ποδηγετούν, πατρονάρουν και ελέγχουν τους Αραβες. Αναπτύχθηκαν από τις νέες γενιές διανοούμενων στα πανεπιστήμια της Ανατολής, την περίοδο που τα ιμπεριαλιστικά κράτη είχαν απομακρύνει τους στρατούς τους και τις διοικήσεις τους και είχαν μετατρέψει τις χώρες αυτές σε προτεκτοράτα, ελέγχοντας τις αποφάσεις των διοικήσεών τους σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εξοπλισμών. Αναπτύχθηκαν στα αμφιθέατρα πλάι στα κινήματα των κοσμικών (μπααθιστών, νασερικών). Οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι της μουσουλμανικής αδελφότητας (π.χ. Σαγίντ Κουντμ) πίστευαν στη γνήσια αναβίωση του Ισλάμ, θεωρώντας πως ό,τι είχε προηγηθεί μετά την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συμφωνίες γάλλων-βρετανών ιμπεριαλιστών για το διαμοιρασμό του αραβικού κόσμου σε σφαίρες επιρροής τους, ήταν το αντεστραμμένο είδωλο της δυτικής επιρροής και κατασκευής.
Κόντρα στις ιδεοληψίες και τις ψεκασμένες θεωρίες των φιλισταίων της αριστεράς, τα ισλαμιστικά κινήματα δεν είναι φεουδαρχικές και μεσαιωνικές αιρέσεις. Δεν είναι ομάδες που ίδρυσαν οι ιμπεριαλιστές. Είναι μικροαστικά και αστικά κινήματα με εκτεταμένο λαϊκό έρεισμα, που εκμεταλλεύονται τη δυσαρέσκεια των πληβειακών μαζών από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, προκειμένου να επικρατήσουν στην κυβερνητική διαχείριση των χωρών τους. Στο βαθμό που αναμετρούνται με τον ιμπεριαλισμό και την κατοχή αποκτούν θετικό πρόσημο για τους λαούς που καταδυναστεύονται από τον ιμπεριαλισμό. Στο βαθμό που μετατρέπονται σε σεκταριστικές, εθνικιστικές δυνάμεις που λεηλατούν, σκοτώνουν, υποδουλώνουν άλλους λαούς, προκειμένου να επικρατήσουν στο έδαφος που ελέγχουν, είναι εντελώς αντιδραστικές (βλέπε ISIS).
Τα στελέχη των ισλαμιστικών κινημάτων, αντί να πουλάνε το παραμύθι ότι οικοδομούν σοσιαλισμό με κοινωνικό πρόσωπο και δικαιοσύνη, όπως ο Νάσερ και οι μπααθιστές που βάπτιζαν σοσιαλιστικά τα αυταρχικά, βοναπαρτιστικά τους καθεστώτα, υιοθετούν την κλασική προπαγάνδα των αντιπολιτευόμενων αστικών κομμάτων στη Δύση: ότι για τις συμφορές στα του οίκου μας ευθύνεται η διαφθορά και η ρεμούλα, που βέβαια οι ισλαμιστές αποδίδουν… στη δυτική επιρροή. Στο μέλλον, η διαχείριση του καπιταλισμού από αυτά τα κινήματα θα οδηγήσει σε ένα νέο κενό εκπροσώπησης. Οι πιστοί ακόλουθοι του Μωάμεθ δεν πρόκειται να ξεπεράσουν τους σιδερένιους νόμους του καπιταλισμού, όσο και να ξορκίζουν στο όνομα του Αλλάχ την κακοδαιμονία που οι τελευταίοι επιφέρουν. Δεν είναι εχθροί της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αντιθέτως τη θεωρούν μια φυσική εξέλιξη καθορισμένη από το θεό και καθαγιασμένη από τον προφήτη. Θα υποταχθούν αναπόφευκτα στην οικονομική εξάρτηση που επιφέρουν οι ιμπεριαλιστές, εκφυλιζόμενοι σε ανδρείκελα των τελευταίων, ακριβώς όπως συνέβη με τους νασερικούς και τους μπααθιστές.
Στο βαθμό που θα έχουν αναπτυχθεί επαναστατικά κινήματα, θα καταφέρουν τα καλύψουν αυτό το κενό. Η επαναστατική συνείδηση, όμως, έχει υποχωρήσει παντού σε Ανατολή και Δύση. Οπως στη Δύση η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων μισθωτών στρωμάτων άγεται και φέρεται από τη λογική του «μικρότερου κακού» και επιλέγει διαχειριστή κάθε τέσσερα χρόνια, ανάμεσα σε σοσιαλδημοκράτες, πράσινους ή χριστιανοδημοκράτες, έτσι συμβαίνει και στην Ανατολή, ανάμεσα στους ισλαμιστές και τους κοσμικούς, με τη διαφορά ότι οι κοσμικοί είναι στρατιωτικά, αυταρχικά καθεστώτα που έχουν δώσει διαπιστευτήρια στον ιμπεριαλισμό δεκαετίες τώρα.
Η προλεταριακή διεθνιστική αλληλεγγύη επιτάσσει στο προλεταριάτο της Δύσης να τείνει χείρα φιλίας σε αυτούς τους λαούς. Να στηρίζει τον αγώνα τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Ετσι υπάρχει η ελπίδα, νέες γενιές σε αυτές τις χώρες να προσελκυστούν από τις επαναστατικές ιδέες. Ο σκοταδισμός στο Αφγανιστάν θα πέσει από τους ίδιους τους Αφγανούς, τις εκμεταλλευόμενες γυναίκες και τους εκμεταλλευόμενους άντρες του Αφγανιστάν, και όχι από τους σύγχρονους ιεραπόστολους της Δύσης, τις ΜΚΟ.