Θύελλα αντιδράσεων έχει προκαλέσει στη Βαγδάτη η επιδρομή αμερικάνικων και ιρακινών Ειδικών Δυνάμεων στο σιιτικό τέμενος του Μουσταφά στη Σαντρ Σίτι, στη βορειοανατολική Βαγδάτη, το απόγευμα της περασμένης Κυριακής, και η εν ψυχρώ δολοφονία μέσα σ’ αυτό 21 προσκυνητών και ενός ιμάμη.
Τα ευρήματα στον τόπο του νέου αμερικάνικου εγκλήματος διαψεύδουν τις ανακοινώσεις του αμερικάνικου στρατού και αποκαλύπτουν ότι οι άνθρωποι αυτοί προσεύχονταν την ώρα της επιδρομής και ότι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στην αίθουσα της προσευχής, με σφαίρες 5.56mm, που χρησιμοποιεί ο αμερικάνικος στρατός.
Αρχικά ο αμερικάνικος στρατός ανακοίνωσε ότι κατά την επίθεση σκοτώθηκαν 16 και συνελήφθηκαν 18 αντάρτες, ότι βρέθηκε μεγάλη ποσότητα όπλων και ότι απελευθερώθηκε ένας υπάλληλος του υπουργείου Υγείας, που είχε πέσει θύμα απαγωγής. Ομως, όταν άρχισε να βγαίνει στο φως η αλήθεια, επιχείρησε να αποσείσει τις ευθύνες διευκρινίζοντας ότι η επιδρομή σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε από τις ιρακινές Ειδικές Δυνάμεις και ότι οι αμερικάνικες Ειδικές Δυνάμεις είχαν «συμβουλευτικό ρόλο». Και έγινε γιατί είχαν πληροφορίες ότι μέσα στο κτιριακό συγκρότημα που έγινε στόχος της επίθεσης υπήρχε μεγάλη ποσότητα όπλων και χρησιμοποιούνταν για την κράτηση ομήρων και ως κρησφύγετο ανταρτών, όμως δεν γνώριζαν ότι σ’ αυτό υπήρχε τέμενος. Αργότερα βέβαια η αμερικάνικη στρατιωτική διοίκηση παραδέχτηκε ότι γνώριζε την ύπαρξη του τεμένους και ταυτόχρονα υποστήριξε ότι τα θύματα σκοτώθηκαν κατά την ανταλλαγή πυρών και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν μέσα στο τέμενος για λόγους προπαγάνδας. Δύο μέρες αργότερα, ο ιρακινός υπουργός Εθνικής Ασφάλειας δήλωσε στην κρατική ιρακινή τηλεόραση ότι οι ιρακινές Ειδικές Δυνάμεις που πήραν μέρος στην επίθεση μαζί με τους Αμερικάνους δεν ανήκαν ούτε στο υπουργείο Εσωτερικών ούτε στο υπουργείο Αμυνας και ότι πιθανότατα ήταν Κούρδοι, γιατί, σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός επιζώντα, δεν μιλούσαν καλά αραβικά.
Το νέο έγκλημα των Αμερικάνων προκάλεσε πρωτοφανείς αντιδράσεις από την πλευρά του σιιτικού κυβερνητικού συνασπισμού. Σε ανακοίνωσή του χαρακτηρίζει την επίθεση «μακελειό» και μεταξύ άλλων αναφέρει : «Οι αμερικάνικες και οι ιρακινές Ειδικές Δυνάμεις διέπραξαν ένα φρικτό έγκλημα όταν επιτέθηκαν στο τέμενος του Μουσταφά στη συνοικία Ουρ. Πρόκειται για οργανωμένο έγκλημα με σοβαρές επιπτώσεις στις πολιτικές εξελίξεις και στην ασφάλεια, που έχει στόχο να υποδαυλίσει τον εμφύλιο πόλεμο. Το να δολοφονήσεις ένα τόσο μεγάλο αριθμό πιστών της οικογένειας του Προφήτη, αφού τους περάσεις χειροπέδες και τους βασανίσεις, είναι αδικαιολόγητο. Πρόκειται για μια επίθεση στην αξιοπρέπεια των Ιρακινών, που αφαιρεί κάθε αξιοπιστία από τα συνθήματα για ελευθερία, δημοκρατία και πλουραλισμό της αμερικάνικης κυβέρνησης».
Παράλληλα, ο κυβερνήτης της Βαγδάτης ανακοίνωσε ότι αναστέλλεται κάθε συνεργασία με τον αμερικάνικο στρατό μέχρι να διερευνηθεί η υπόθεση από επιτροπή, χωρίς τη συμμετοχή του αμερικάνικου στρατού, ενώ ο ιρακινός πρόεδρος έδωσε εντολή για την έναρξη της έρευνας.
Οι πρωτοφανείς αυτές αντιδράσεις δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ιερότητα του χώρου όπου έγινε η σφαγή, αλλά και με το ότι αυτή έγινε στη Σαντρ Σίτι, στο προπύργιο του Μοκντάντα αλ Σαντρ, με τη γνωστή στάση ενάντια στην αμερικάνικη κατοχή, ο οποίος παίζει κρίσιμο ρόλο στις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό της νέας ιρακινής κυβέρνησης.
Πρόκειται για την τρίτη προμελετημένη μαζική δολοφονία αμάχων από τον αμερικάνικο στρατό που ήρθε στο φως μέσα στο Μάρτιο. Ομως ο σιιτικός κυβερνητικός συνασπισμός επιδεικνύει επιλεκτική «ευαισθησία». Δεν επέδειξε ανάλογη «ευαισθησία» ούτε για την υπόθεση που έφερε στο φως της δημοσιότητας στις 15 Μαρτίου το αμερικάνικο περιοδικό «TIME», την εν ψυχρώ δολοφονία 15 αμάχων, μεταξύ των οποίων ήταν 7 γυναίκες και 3 παιδιά, τον περασμένο Νοέμβρη στη Χαντίθα, παρόλο που ο αμερικάνος συνταγματάρχης που στάλθηκε στη Χαντίθα για να ερευνήσει την υπόθεση, μετά την αποκάλυψη του «TIME», παραδέχτηκε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν σκοτώθηκαν από βόμβα, όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί, αλλά εκτελέστηκαν από αμερικάνους πεζοναύτες. Ούτε για την εν ψυχρώ δολοφονία πριν από δύο βδομάδες μέσα στο σπίτι τους 11 ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους ήταν 4 γυναίκες και 5 παιδιά, ηλικίας από 6 μηνών μέχρι 5 χρόνων, στο χωριό Αμπού Σίφα, κατά τη διάρκεια της «επιχείρησης σμήνος», που ήρθε στο φως την ίδια μέρα με την αποκάλυψη του «TIME».
Υστερα από την κατακραυγή που προκάλεσαν τα τρία περιστατικά των προμελετημένων μαζικών δολοφονιών αμάχων, η αμερικάνικη στρατιωτική διοίκηση ανέλαβε να τα «ερευνήσει». Ομως κανείς δεν έχει αυταπάτες τόσο για το αποτέλεσμα της έρευνας όσο και για την απονομή δικαιοσύνης. Το πρώτο πόρισμα της έρευνας για το περιστατικό της Χαντίθα, που χαρακτηρίζει την εν ψυχρώ δολοφονία των 15 ανθρώπων «παράπλευρη απώλεια» και δεν αποδίδει καμιά ευθύνη στους πεζοναύτες, μας προδιαθέτει και για τα άλλα δύο.
Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που αποδοθούν ευθύνες σε κάποιους, είναι βέβαιο ότι θα πέσουν στα μαλακά. Σύμφωνα με στοιχεία του Πενταγώνου, έχουν ερευνηθεί τουλάχιστον 600 περιπτώσεις βασανιστηρίων και κακοποιήσεων από αμερικάνους στρατιώτες στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και έχουν τιμωρηθεί 230 στρατιώτες για «ανάρμοστη συμπεριφορά». Ομως η μελέτη τριών οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με έδρα τη Νέα Υόρκη, που πρόκειται να δοθεί στη δημοσιότητα τον ερχόμενο μήνα, αποκαλύπτει ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς τιμωρήθηκαν μόνο με διοικητικές ποινές, όπως στέρηση βαθμού ή μισθού, περιορισμό στη βάση ή επιπλέον υπηρεσία. Επίσης, από τα 76 στρατοδικεία που έχουν γίνει, μόνο σε μετρημένες στα δάκτυλα περιπτώσεις επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης μεγαλύτερες από ένα χρόνο, συμπεριλαμβανομένων των βασανιστών του Αμπού Γκράιμπ. Στη συντριπτική πλειοψηφία επιβλήθηκαν ποινές 2 – 4 μηνών, ενώ είναι ολοφάνερο, επισημαίνει η μελέτη, ότι ο στρατός προτιμά την επιβολή διοικητικών ποινών και όχι την προσφυγή στα στρατοδικεία.