Στις 7 Οκτωβρίου συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την εισβολή των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Μια επέτειος που ο Λευκός Οίκος και οι νατοϊκοί εταίροι του επεδίωξαν να περάσει σχεδόν απαρατήρητη. Γιατί δεν υπήρχαν περιθώρια ούτε για αισιόδοξες εκτιμήσεις ούτε για μεγάλα λόγια περί κάποιας «νέας στρατηγικής» που μπορεί ν’ αναστρέψει την πορεία των εξελίξεων και να βγάλει τις δυνάμεις κατοχής από το αδιέξοδο στο οποίο έχουν εγκλωβιστεί. Πρόκειται για έναν πόλεμο που έχει ξεπεράσει σε διάρκεια τους δύο παγκόσμιους πολέμους, χωρίς ορατό τέλος.
Δεν θα κουράσουμε τους αναγνώστες της «Κ» μ’ ένα γενικόλογο απολογισμό του ιμπεριαλιστικού αυτού πολέμου, την εξέλιξη του οποίου η εφημερίδα μας προσπαθεί να καλύπτει όσο το δυνατόν πληρέστερα από την αρχή. Συμπερασματικά, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι όλες οι στρατηγικές που επεχείρησε να εφαρμόσει το αμερικάνικο Πεντάγωνο για ν’ αντιμετωπίσει τον ανταρτοπόλεμο των Ταλιμπάν αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές και ο ένας μετά τον άλλο οι αμερικάνοι στρατηγοί (τέσσερις μετά την εκλογή Ομπάμα το 2009) που ανέλαβαν να τις εφαρμόσουν έφυγαν από το Αφγανιστάν με την αποτυχία στη βαλίτσα τους.
Τις αποτυχίες αυτές δεν μπορούν βέβαια να τις καλύψουν ούτε οι θριαμβολογίες για τη δολοφονία του Οσάμα μπιν Λάντεν. Οι όποιες επιτυχίες των κατοχικών στρατευμάτων στα πολεμικά μέτωπα έχουν αποδειχτεί εύθραυστες και προσωρινές, οι Ταλιμπάν ελέγχουν σημαντικά τμήματα της υπαίθρου, ενώ αυξάνουν και κλιμακώνουν τις επιθέσεις και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ακόμη και στις πιο αυστηρά φρουρούμενες περιοχές της Καμπούλ, έχοντας πραγματοποιήσει μέσα στο 2011 πολύωρες επιθέσεις σε σημαντικούς στρατιωτικούς, κυβερνητικούς και διπλωματικούς στόχους και έχοντας εκτελέσει κορυφαίους κυβερνητικούς παράγοντες και αξιωματούχους, όπως τον αδελφό του αφγανού προέδρου, Ουαλίντ Καρζάι, τον ισχυρό πολέμαρχο στρατηγό Νταούντ και τον πρώην ηγέτη της Βόρειας Συμμαχίας και επικεφαλής του Συμβουλίου για τις διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν, Ραμπανί.
Μιλώντας στο Συμβούλιο για τις Εξωτερικές Σχέσεις με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων του πολέμου στο Αφγανιστάν, ο αμερικάνος στρατηγός Στάνλεϊ ΜακΚρίσταλ, ο οποίος είχε διοριστεί από τον Ομπάμα διοικητής των αμερικανονατοϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν το 2009 και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί το 2010, επέμεινε ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται μακριά από την επίτευξη των στρατιωτικών στόχων που έχουν θέσει, ότι «βρίσκονται ακόμη στη μέση του δρόμου», ότι «δεν γνωρίζαμε αρκετά και ούτε ακόμη γνωρίζουμε αρκετά» και ότι «οι περισσότεροι από εμάς, εμού συμπεριλαμβανομένου, είχαμε μια πολύ επιφανειακή αντίληψη της κατάστασης και της ιστορίας και μια τρομερά υπεραπλουστευμένη εικόνα της σύγχρονης ιστορίας, των τελευταίων 50 χρόνων» του Αφγανιστάν.
Ακόμη πιο αιχμηρός ήταν σε δηλώσεις του στην εφημερίδα Mitteldeutsche Zeitung ο γερμανός στρατηγός Harald Kujat, o οποίος υπηρέτησε ως Γενικός Επιθεωρητής του γερμανικού στρατού την περίοδο 2000-2002 (ο ανώτατος βαθμός στην ιεραρχία του γερμανικού στρατού) και είχε ηγετικό ρόλο στο σχεδιασμό της γερμανικής αποστολής στο Αφγανιστάν. «Η αποστολή» –επεσήμανε μεταξύ άλλων– «εκπλήρωσε τον πολιτικό στόχο της εκδήλωσης αλληλεγγύης στις ΗΠΑ. Ομως, αν μετρήσεις την πρόοδο ως προς το στόχο σταθεροποίησης της χώρας και της περιοχής, τότε η αποστολή έχει αποτύχει». Ο ίδιος αντιτάχθηκε στο σχεδιασμό της γερμανικής κυβέρνησης να αποσύρει όλη τη δύναμη των 5.000 στρατιωτών από το Αφγανιστάν μέχρι το τέλος του 2014, προειδοποιώντας ότι «αν αποσυρθούμε από το Αφγανιστάν το 2014, οι Ταλιμπάν θα ξανακαταλάβουν την εξουσία μέσα σε λίγους μήνες».
Το χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των αμερικανονατοϊκών δυνάμεων ήταν επίσης ένα από τα κεντρικά θέματα της συνόδου των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ, που πραγματοποιήθηκε στις 6 Οκτώβρη στις Βρυξέλλες, στο πέρας της οποίας ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Aντερς Φογκ Ρασμούσεν δήλωσε ότι και μετά το 2014 «η συμμαχία θα εστιαστεί έντονα στην εκπαίδευση του αφγανικού στρατού». Δύο μέρες αργότερα, ο αντιστράτηγος Τζέιμς Μπάκναλ, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, απέκλεισε την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την χώρα στο τέλος του 2014 και δήλωσε ότι θα παραμείνουν «σε εκπαιδευτικό και συμβουλευτικό ρόλο», ενώ ο βρετανός διπλωματικός απεσταλμένος Ουΐλιαμ Πάτεϊ εισηγήθηκε ότι η Βρετανία θα πρέπει να συνεχίσει να χρηματοδοτεί την αφγανική κυβέρνηση τουλάχιστον μέχρι το 2025. Την αντίθεσή τους στην αποχώρηση των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων στο τέλος του 2014 έχουν επίσης εκφράσει τους τελευταίους μήνες αρκετοί αμερικάνοι αξιωματούχοι.
Είναι προφανές ότι προετοιμάζεται το έδαφος για να παρακαμφθεί το τελευταίο χρονοδιάγραμμα αποχώρησης που έχει τεθεί από το Λευκό Οίκο. Γιατί ο αφγανικός στρατός και η αστυνομία, που προβλέπεται ν’ αναλάβουν εξ’ ολοκλήρου την ευθύνη της «ασφάλειας» της χώρας στο τέλος του 2014, εξακολουθούν να πλήττονται από τις λιποταξίες, τη διαφθορά και τη διείσδυση στις γραμμές τους των Ταλιμπάν. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΝΑΤΟ, στους έξι πρώτους μήνες του 2011 έχουν λιποτακτήσει περίπου 25.000 στρατιώτες, το 1/7 της συνολικής δύναμης του αφγανικού στρατού και περισσότεροι από διπλάσιοι σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2010, κατά την οποία είχαν καταγραφεί 11.423 λιποταξίες.
Από την άλλη, όπως επισημαίνεται και σε σχετικό άρθρο του «Ρόιτερς» (6/10/11), κορυφαίοι αμερικάνοι αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του αμερικάνου πρεσβευτή στην Καμ- πούλ, υποστηρίζουν ότι οι κινήσεις για διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν για την επίτευξη μιας πολιτικής συμφωνίας που θα βάλει τέλος στο δεκάχρονο πόλεμο θα προχωρήσουν μόνο αν διατηρηθεί και αυξηθεί η στρατιωτική πίεση πάνω τους. «Είναι ανάγκη οι Ταλιμπάν να αποδυναμωθούν παραπέρα μέχρι το σημείο που θα έρθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προετοιμασμένοι να δεχτούν τους όρους που έχουμε θέσει από κοινού με τους Αφγανούς», δήλωσε ο αμερικάνος πρεσβευτής Ράιαν Κρόκερ σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Ρόιτερς».
Αυτό σημαίνει ότι ο πόλεμος θα συνεχίζεται επ’ αόριστον, με στόχο να καταφέρει ο Λευκός Οίκος να επιβάλει μια πολιτική συμφωνία με όρους που θα διασφαλίζουν την αμερικάνικη στρατιωτική παρουσία και πολιτική επιρροή στο Αφγανιστάν σε συνθήκες σχετικής ασφάλειας και σταθερότητας. Γιατί το Αφγανιστάν έχει τεράστια στρατηγική σημασία, καθώς συνορεύει με το Ιράν, με την πλούσια σε ενεργειακούς πόρους Κεντρική Ασία και με την Κίνα. Το 2007, ο Richard Boucher, κορυφαίος αξιωματούχος του αμερικάνικου υπουργείου Εξωτερικών, προσδιόρισε σαφώς τον πραγματικό στόχο των ΗΠΑ : «Να σταθεροποιήσουμε το Αφγανιστάν ώστε να μπορεί να γίνει το κέντρο και ο αγωγός ανάμεσα στη Νότια και την Κεντρική Ασία για να μπορεί να μεταφέρεται η ενέργεια νότια». Οι διαπραγματεύσεις για την κατασκευή του αγωγού Τουρκμενιστάν-Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία (ΤΑΡΙ) προχωρούν με γρήγορο ρυθμό και, όπως ανακοίνωσε ο αρμόδιος αφγανός υπουργός τον περασμένο μήνα, η κατασκευή του προβλέπεται να αρχίσει το 2012 και θα ολοκληρωθεί το 2014.
Ο αγωγός αυτός θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το Τουρκμενιστάν, μέσω του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, στην Ινδία. Η κατασκευή του αγωγού αυτού υπήρξε βασικός στόχος των αμερικάνικων και των άλλων δυτικών εταιριών που έχουν επενδύσει στον ενεργειακό τομέα των χωρών της Κεντρικής Ασίας στα μέσα της δεκαετίας του ’90, γι’ αυτό και είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν.
Ο αγωγός αυτός θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το Τουρκμενιστάν, μέσω του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, στην Ινδία. Η κατασκευή του αγωγού αυτού υπήρξε βασικός στόχος των αμερικάνικων και των άλλων δυτικών εταιριών που έχουν επενδύσει στον ενεργειακό τομέα των χωρών της Κεντρικής Ασίας στα μέσα της δεκαετίας του ’90, γι’ αυτό και είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν.
Ομως, και το ίδιο το Αφγανιστάν διαθέτει κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα γνωστά κοιτάσματα υπολογίζονται σε 1.6 δισ. βαρέλια αργού πετρελαίου και 15.7 δισ. κυβικά πόδια φυσικού αερίου. Ομως, εδώ και δεκαετίες δεν έχει γίνει καμιά σημαντική έρευνα, που σημαίνει ότι το υπέδαφος της χώρας μπορεί να κρύβει πολύ μεγαλύτερες ποσότητες. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιανουάριο του 2009 η αφγανική κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή ένα νέο νόμο που παραδίδει τον τομέα των υδρογονανθράκων από το κράτος στην πλήρη ιδιωτικοποίηση.
Συν τοις άλλοις, το Αφγανιστάν διαθέτει πολύ μεγάλα αποθέματα ορυκτών, τα οποία ανακαλύφθηκαν το 2010 από ομάδα του αμερικάνικου Πενταγώνου και αμερικάνους γεωλόγους. Πολύ μεγαλύτερα από τα μέχρι τότε γνωστά. Πρόκειται για σίδηρο, χαλκό, κοβάλτιο, χρυσό και βιομηχανικά μέταλλα, όπως το λίθιο, που είναι απαραίτητα στη σύγχρονη βιομηχανία, η συνολική αξία των οποίων υπολογίζεται σε 1 τρισ. δολάρια. Μια εσωτερική έκθεση του Πενταγώνου επισημαίνει ότι το Αφγανιστάν θα μπορούσε να γίνει «η Σαουδική Αραβία του λιθίου», βασικής πρώτης ύλης για την κατασκευή μπαταριών στους φορητούς υπολογιστές και στα κινητά.
Το δέλεαρ για τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές είναι τεράστιο. Το ερώτημα είναι αν θα καταφέρουν ν’ αποφύγουν την τύχη των αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που επιχείρησαν στο παρελθόν να υποτάξουν αυτή τη χώρα και το σκληροτράχηλο λαό της, αν δηλαδή το Αφγανιστάν θα δικαιώσει ακόμη μια φορά τον τιμητικό τίτλο του ως το «νεκροταφείο των αυτοκρατοριών». Η μέχρι τώρα εξέλιξη του πολέμου δείχνει ότι πιθανότατα θα τον δικαιώσει.








