Τουλάχιστον 25 νεκροί και δεκάδες τραυματίες είναι τα θύματα των αεροπορικών βομβαρδισμών που έπληξαν τις τελευταίες μέρες τη Λωρίδα της Γάζας. Ο πρώτος πύραυλος έπεσε στις 9 Μαρτίου στο αυτοκίνητο που επέβαινε ο επικεφαλής των Επιτροπών Λαϊκής Αντίστασης στη Γάζα, ο Zuhair al Qaisi, και ο συνοδός του. Ακολούθησε δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και οι επιθέσεις συνεχίστηκαν όλη την ημέρα εναντίον διαφορετικών στόχων. Για να δικαιολογήσουν αυτό το πρώτο κύμα επιθέσεων και τη στοχευμένη δολοφονία του Zuhair al Qaisi οι σιωνιστές τον κατηγόρησαν ότι σχεδίαζε νέα «τρομοκρατική» επίθεση στο έδαφος του Ισραήλ και ότι οργάνωσε την επιχείρηση την περασμένη χρονιά στα σύνορα της Αιγύπτου με το Ισραήλ κατά την οποία σκοτώθηκαν 7 ισραηλινοί στρατιώτες, παρόλο που οι Επιτροπές Λαϊκής Αντίστασης αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους και η ίδια η αιγυπτιακή κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν υπάρχει παλαιστινιακή εμπλοκή και ότι οι δράστες ήταν Αιγύπτιοι. Oμως οι Επιτροπές Λαϊκής Αντίστασης είχαν συλλάβει τον ισραηλινό λοχία Γκιλάντ Σαλίτ και τον παρέδωσαν στη συνέχεια στην κυβέρνηση της Χαμάς και τώρα οι σιωνιστές κατάφεραν με τη βοήθεια προφανώς κάποιου χαφιέ να εντοπίσουν τον ηγέτη τους και να τον δολοφονήσουν.
Στους ισραηλινούς βομβαρδισμούς οι ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις απάντησαν με την εκτόξευση πυραύλων και ρουκετών στο ισραηλινό έδαφος, ενώ η κυβέρνηση της Χαμάς ανακοίνωσε ότι «καθιστά το Ισραήλ απόλυτα υπεύθυνο για την κλιμάκωση και τις επιπτώσεις της», ότι ο παλαιστινιακός λαός έχει δικαίωμα να υπερασπίζει τον εαυτό του από τις επιθέσεις και κάλεσε την Αίγυπτο να παρέμβει για να σταματήσει το μακελειό από τους σιωνιστές.
Οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν ύστερα από τέσσερις μέρες, στις 12 Μαρτίου, αφού με τη μεσολάβηση της αιγυπτιακής κυβέρνησης επιτεύχθηκε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Την ίδια μέρα, η αιγυπτιακή βουλή, ως απάντηση στους ισραηλινούς βομβαρδισμούς στη Γάζα, ενέκρινε ομόφωνα ένα κείμενο που ετοιμάστηκε από την Επιτροπή για τις Αραβικές Υποθέσεις, το οποίο καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει στην αποπομπή του ισραηλινού πρεσβευτή από την Αίγυπτο και στην ανάκληση του αιγύπτιου πρεσβευτή από το Ισραήλ. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «η Αίγυπτος δεν θα είναι ποτέ φίλος, εταίρος ή σύμμαχος με τη σιωνιστική οντότητα, την οποία θεωρούμε ως τον πρώτο εχθρό της Αιγύπτου και του αραβικού έθνους» και ζητά «την αναθεώρηση όλων των σχέσεων και των συμφωνιών με τον εχθρό».
Η απόφαση αυτή της αιγυπτιακής βουλής, στην οποία έχουν την πλειοψηφία οι ισλαμιστές, έχει σημαντική πολιτική σημασία, με την έννοια ότι αντανακλά τις αλλαγές που έχει επιφέρει η λαϊκή εξέγερση στην Αίγυπτο και την πίεση που ασκεί στις αστικές πολιτικές δυνάμεις. Χωρίς όμως, τουλάχιστον σ΄αυτή τη φάση, πρακτικό αντίκρισμα, αφού τέτοιες αποφάσεις μπορεί να πάρει μόνο το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο που κυβερνά ουσιαστικά τη χώρα. Είναι βέβαιο ότι οι στρατιωτική ηγεσία και οι Αμερικάνοι θα επιχειρήσουν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν ισχυρό και ελεγχόμενο από το στρατό το ρόλο του προέδρου για να μην διαταραχθούν μελλοντικά οι σχέσεις με το Ισραήλ.