Μπορεί οι θέσεις εργασίας στη Βρετανία να αυξάνονται και η ανεργία να βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά της τελευταίας 11ετίας (4.8% του εργατικού δυναμικού), όμως οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι (οι μέσοι μισθοί, γιατί οι χαμηλοί κατρακυλούν). Σύμφωνα με τον Guardian (15/2), οι αυξήσεις των μισθών στη Βρετανία (μη συμπεριλαμβανομένων των bonus) κυμαίνονταν γύρω στο 2.6% το διάστημα Οκτώβρη – Δεκέμβρη του 2016. Οπως επισημαίνει η εφημερίδα, η επιβράδυνση ήταν απρόσμενη, παρά το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση εργατικών χεριών στη Βρετανία, με το ποσοστό εργασίας να φτάνει στο επίπεδο ρεκόρ του 74.6%, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, η οποία υποστηρίζει ότι η Βρετανία τείνει προς ένα καθεστώς «απασχόλησης για όλους».
Ομως, στέλεχος ενός μη κυβερνητικού ινστιτούτου (Resolution Foundation) δήλωσε: «Τα ενθαρρυντικά νέα για τις θέσεις εργασίας δεν μετακυλίστηκαν στις αποδοχές, οι οποίες δεν έδειξαν κανένα σημάδι ανταπόκρισης στον γρήγορα αυξανόμενο πληθωρισμό. Αν δεν αλλάξει αυτό, η Βρετανία θα βαδίσει προς μία νέα συμπίεση των αμοιβών αργότερα αυτό το χρόνο». Η αύξηση του πληθωρισμού, λόγω της υποτίμησης της στερλίνας μετά από το δημοψήφισμα για το BREXIT, ροκανίζει τα εισοδήματα, με αποτέλεσμα η μέση αύξησή τους το τελευταίο τρίμηνο του 2016 να μην ξεπερνά το 1.4%. Αν αυτό ισχύει για το μέσο όρο (στον οποίο τσουβαλιάζονται στελέχη, μικροαστικά στρώματα και εργάτες), καταλαβαίνετε τι συμβαίνει στην ίδια την εργατική τάξη της Βρετανίας.
Αν εξετάσει κανείς καλύτερα από πού προέρχεται η αύξηση των θέσεων εργασίας, θα καταλάβει πώς συμβαίνει να μειώνονται τόσο εύκολα οι μισθοί. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που επικαλείται ο Guardian, από τους 303.000 επιπλέον εργαζόμενους του τελευταίου τριμήνου του 2016 σε σχέση με το αντίστοιχο του 2015, οι 233.000 (ποσοστό πάνω από 75%) δεν ήταν Βρετανοί. Η τάση των τελευταίων δύο δεκαετιών για αύξηση του αριθμού των ξένων εργαζόμενων στη Βρετανία συνεχίζεται, με αποτέλεσμα το ποσοστό τους επί του εργατικού δυναμικού να έχει σχεδόν τριπλασιαστεί τα τελευταία είκοσι χρόνια (από 3.8% εκτινάχτηκε στο 10.9%). Το γεγονός αυτό οφείλεται εν μέρει στην επέκταση της ΕΕ με την εισδοχή νέων κρατών μελών.
Το βρετανικό κεφάλαιο εκμεταλλεύεται ξένα εργατικά χέρια με τον τρόπο που μόνο το κεφάλαιο ξέρει να το κάνει: συμπιέζοντας μισθούς και δικαιώματα. Η λύση φυσικά δε βρίσκεται στην απέλαση των ξένων εργατών όπως ζητούν οι ρατσιστές, αφού το κεφάλαιο δεν πρόκειται να αλλάξει τη στάση του και να δεχτεί να μειωθούν τα κέρδη του (αυτό θα ήταν αδιανόητο σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης, χωρίς σκληρή ταξική πάλη). Απλά, αν απελαύνονταν ξένοι εργάτες, θα προσλάμβανε ντόπιους με τα ίδια χαμηλά μεροκάματα, αν δεν υπήρχε εργατικό κίνημα που να τα υπερασπιστεί. Ετσι λειτουργεί το κεφάλαιο και για να πάψει να λειτουργεί έτσι θα πρέπει να πάψει να είναι κεφάλαιο.
Από την άλλη, η ραγδαία είσοδος ξένων εργατικών χεριών στη βρετανική αγορά εργασίας δεν είναι ο μόνος λόγος για να κατανοήσει κανείς την κατάσταση που βρίσκονται οι μισθοί σήμερα στη Βρετανία. Ενας άλλος λόγος είναι η αύξηση της μερικής απασχόλησης, η οποία, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Βρετανίας, παραμένει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα με τη μερική απασχόληση αυξάνονται και οι «αυτοαπασχολούμενοι», πολλοί από τους οποίους δεν οδηγούνται στη «λύση» αυτή επειδή το θέλουν, αλλά επειδή αναγκάζονται, αφού δεν μπορούν να βρουν θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης με καλύτερα λεφτά. Η αύξηση των «αυτοαπασχολούμενων», όμως, διογκώνει τον αριθμό των εργαζόμενων χωρίς καθόλου δικαιώματα (πληρωμένες άδειες, άδειες ασθένειας, αποζημιώσεις απόλυσης κτλ).
Την ίδια στιγμή, τα νέα για την πορεία των τιμών δεν είναι ενθαρρυντικά. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του συνδικάτου των καπιταλιστών (CBI) σχετικά με τις τάσεις στη βιομηχανία, η αύξηση της ζήτησης στους τομείς της μηχανολογίας και της παραγωγής μεταλλικών προϊόντων έχει οδηγήσει στην αύξηση των παραγγελιών σε επίπεδο ρεκόρ διετίας. Ομως η υποτίμηση της στερλίνας θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των προϊόντων, αφού προκάλεσε την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών.
Η εργατική τάξη της Βρετανίας πληρώνει το τίμημα της «ανάπτυξης».








