Με αφορμή τα 25 χρόνια από την κατάρρευση της «ΕΣΣΔ» και της επανεμφάνισης του καπιταλισμού δυτικού τύπου στην πρώην χώρα των Σοβιέτ, στο προηγούμενο φύλλο αναφερθήκαμε στη διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλισμού, που ξεκίνησε τέσσερις δεκαετίες πριν από την αυτοδιάλυσή της.
Το γεγονός αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο στην Ιστορία. Ωστόσο, ο ίδιος ο Στάλιν, στα «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο της μετατροπής των μη ανταγωνιστικών αντιθέσεων που υπάρχουν στη σοσιαλιστική κοινωνία σε ανταγωνιστικές, δηλαδή σε αντιθέσεις που λύνονται μόνο με την ένοπλη σύγκρουση, σε περίπτωση λαθεμένης πολιτικής των καθοδηγητικών οργάνων. Φυσικά, δε θα μπορούσε να είναι «κοινωνικός μάντης», προβλέποντας πράγματα που δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ στο παρελθόν, ωστόσο ο Στάλιν και οι σοβιετικοί κομμουνιστές γνώριζαν ότι ο σοσιαλισμός είναι μία κοινωνία ταξικής πάλης, γεμάτη αντιθέσεις που θα πρέπει να λυθούν.
Υπάρχουν αντιθέσεις στο σοσιαλισμό;
Μακριά από τις θεοκρατικού τύπου προσεγγίσεις που εξιδανικεύουν το σοσιαλισμό, θεωρώντας τον σαν μία κοινωνία χωρίς αντιθέσεις, οι μπολσεβίκοι γνώριζαν ότι οι αντιθέσεις στο σοσιαλισμό υπάρχουν. Μπορεί οι αντιθέσεις αυτές να μην είναι ανταγωνιστικού τύπου, η πιθανότητα όμως να μετατραπούν σε τέτοιες υπάρχει καθ’ όλη την περίοδο της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας.
Πάνω σ’ αυτό το θέμα, θα θέλαμε επιγραμματικά να αναφέρουμε τα εξής:
1
Ταξικές αντιθέσεις υπήρξαν στη Σοβιετική Ενωση ανάμεσα στους εργάτες, τους αγρότες και τη σοσιαλιστική διανόηση. Ιδιαίτερα οι αντιθέσεις της διανόησης με την εργατική τάξη και την αγροτιά, που βασίζονταν στην αντίθεση διανοητικής – σωματικής εργασίας, δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν… με διατάγματα, αλλά μόνο μέσα από την πλατιά άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου του λαού, στη βάση της ολόπλευρης ικανοποίησης των υλικών αναγκών του. Ας σκεφτούμε, λοιπόν, πόσο εύκολο ήταν να συμβεί αυτό στη Σοβιετική Ενωση μετά από έναν αιματηρό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπορεί η Σοβιετική Ενωση να βγήκε νικήτρια, ο πόλεμος όμως καθυστέρησε σημαντικά την υλική ανάπτυξη της κοινωνίας, η οποία είχε αρχίσει να επιτελείται τις δεκαετίες του ’20 και του ‘30.
2
Στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν μπορεί να εξαφανιστεί ο γραφειοκρατισμός[1], γιατί αυτός γεννιέται ακόμα και στο έδαφός της. Αυτό συμβαίνει γιατί εξακολουθούν να υφίστανται κράτος και τάξεις, μέχρι που η ανάπτυξή της θα κατορθώσει να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που να επιτρέπει τέτοια αφθονία προϊόντων, ώστε πάνω στη βάση της να αναπτυχθεί πλέρια το πολιτιστικό επίπεδο των πλατιών λαϊκών μαζών, να μειωθεί επαρκώς ο χρόνος εργασίας και ν’ ανέβει το επίπεδό τους σε τέτοιο σημείο που να καταπιάνονται με τη διοίκηση των κρατικών υποθέσεων και να μην την αναθέτουν στην ηγεσία.
3
Στη σοσιαλιστική κοινωνία εξακολουθεί να υφίσταται η εμπορευματική κυκλοφορία (και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά), που όμως είναι ασυμβίβαστη με την προοπτική του περάσματος από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό[2]. Η εμπορευματική κυκλοφορία, βέβαια, δεν αναπτύσσεται άναρχα, όπως στον καπιταλισμό, αλλά σχεδιασμένα, όμως υφίσταται, και αν υποχωρήσει ο κεντρικός σχεδιασμός χάριν της… «αυτοτέλειας» των παραγωγών ή αν ο νόμος της αξίας αποκτήσει ρυθμιστικό χαρακτήρα στην παραγωγή (δηλαδή η παραγωγή των εμπορευμάτων γίνεται βάσει της παραγωγικότητάς τους κι όχι βάσει της απαίτησης για την κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας), ο κίνδυνος σοβαρής οπισθοδρόμησης είναι απόλυτα υπαρκτός.
4
Η αντίθεση πόλης-χωριού αποτελεί μία αντίθεση που θέλει χρόνο και πολλή δουλειά για να αρθεί, έτσι ώστε το «χωριό» να φτάσει την «πόλη». Ουσιαστικά πρόκειται για αντίθεση μεταξύ σοσιαλιστικής βιομηχανίας και αγροτικής οικονομίας. Αυτή η αντίθεση στη Σοβιετική Ενωση τροφοδοτούνταν από το γεγονός ότι στη βιομηχανία υπήρχε κοινωνική ιδιοκτησία, ενώ στην αγροτική οικονομία ομαδική, κολχόζνικη οικονομία. Η τελευταία οδηγούσε στη διατήρηση της εμπορευματικής κυκλοφορίας, που όπως αναφέραμε παραπάνω είναι ασύμβατη με το πέρασμα στον κομμουνισμό.
5
Η καθυστέρηση στην εξέλιξη της συνείδησης των ανθρώπων, με τις επιβιώσεις της αστικής ιδεολογίας, και οι δυσκολίες στο να γίνει συνήθεια μια διαφορετική στάση απέναντι στη δουλειά και να επιτευχθεί συνειδητή πειθαρχία απέναντί της προς όφελος της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, κόντρα στις προεπαναστατικές αντιλήψεις του ατομικού οφέλους, που είναι φυσικό να υπάρχουν στον καπιταλισμό αλλά απαράδεκτο στο σοσιαλισμό, είναι εμπόδια που πρέπει να αντιμετωπίσει η σοσιαλιστική κοινωνία.
Οι αντιθέσεις αυτές δεν ξεπερνιούνται εύκολα. Χρειάζεται διαρκής αγώνας και αμείλικτη πάλη ενάντια στις επιβιώσεις του καπιταλισμού στις συνειδήσεις των ανθρώπων, παλλαϊκή καταγραφή και έλεγχος των παραγόμενων προϊόντων και της εργασίας. Σ’ αυτόν τον τομέα έγιναν πολλά, όμως η προσπάθεια που έγινε δεν μπόρεσε να αποτρέψει την παλινόρθωση του καπιταλισμού από μία μερίδα του κομματικού μηχανισμού, που λειτούργησε καταλυτικά στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός ιδιότυπου καπιταλιστικού καθεστώτος. Σοσιαλιστικού στα λόγια και τη μορφή, καπιταλιστικού στην ουσία, με τους καπιταλιστές στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό να καρπώνονται την υπεραξία των εργατών. Αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Η μορφή έπρεπε να αντιστοιχηθεί στο περιεχόμενο. Κι αυτό ήταν που έγινε το Δεκέμβρη του 1991, όταν το καθεστώς κατέρρευσε με πάταγο.
Οι «εκκαθαρίσεις» και η «μυστική έκθεση» Χρουτσιόφ
Πριν μιλήσουμε για τον ψεύτικο σοσιαλισμό, που παρουσιαζόταν εντελώς προβοκατόρικα σαν κομμουνιστικό καθεστώς μετά τη δεκαετία του ΄50, θα θέλαμε να σημειώσουμε μερικά πράγματα γι’ αυτά που λέγονται και γράφονται για τις «μαύρες» δεκαετίες του ’20 και του ’30, που η «σταλινική γραφειοκρατία» έκανε «μαζικές εκκαθαρίσεις», τις οποίες σήμερα τις εξισώνουν με τις εκκαθαρίσεις που έκαναν οι ναζιφασίστες κατακτητές στις χώρες που υποδούλωσαν. Πρόκειται για την προσπάθεια να ξαναγραφτεί η Ιστορία και να εξισωθεί ο φασισμός με τον κομμουνισμό.
Το φαινομενικά παράδοξο ήταν ότι η ιστορία για τις καταγγελίες κατά των «σταλινικών εκκαθαρίσεων» δεν ξεκίνησε τόσο απ’ έξω όσο από μέσα. Πρόκειται για τη μυστική έκθεση του Νικήτα Χρουτσιόφ που εκφωνήθηκε την τελευταία μέρα των εργασιών του 20ού συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Οπως μας πληροφορεί ο πρόλογος της ελληνικής έκδοσης της έκθεσης[3], αυτή εκφωνήθηκε σε κλειστή σύνοδο, την οποία δεν παρακολούθησαν ούτε οι αντιπροσωπείες των αδελφών κομμουνιστικών κομμάτων που παρακολουθούσαν το συνέδριο! Η έκθεση δε δημοσιεύτηκε ποτέ στη Σοβιετική Ενωση μέχρι το 1989 και έγινε γνωστή μόνο από διαρροές σε δυτικά ΜΜΕ! Η έκθεση δόθηκε μόνο στους πρώτους γραμματείς των αδελφών κομμάτων, μόνο για να την διαβάσουν, με την υποχρέωση να την επιστρέψουν! Γιατί τόσος φόβος να κρατηθεί κρυφό όλο το υλικό με το οποίο ο Χρουτσιόφ υποτίθεται ότι ξεσκέπαζε όχι τόσο την προσωπολατρία όσο τον Στάλιν, που εμφανίζεται σαν παρανοϊκός δικτάτορας; Γιατί αρνήθηκαν να δώσουν το γραπτό κείμενο παρά μόνο την διάβασαν; Μήπως φοβόντουσαν ότι το γραπτό κείμενο μπορεί να ελεγχθεί καλύτερα; Ως γνωστόν, τα γραπτά μένουν.
Οταν ο Στάλιν (και οι σοβιετικοί κομμουνιστές) έκαναν τη δεκαετία του ’20 αμείλικτη πάλη ενάντια στη δεξιά και την «αριστερή» αντιπολίτευση, σε ιστορικά στελέχη όπως ο Μπουχάριν, ο Κάμενεφ και ο Ζηνόβιεφ, πάλη την οποία δεν τόλμησε να κριτικάρει ο Χρουτσιόφ στην έκθεσή του, όλα ήταν ανοιχτά και καθαρά. Ο ίδιος ο Στάλιν, μάλιστα, κατέκρινε όσους ζητούσαν διώξεις, γιατί επέμενε στην ιδεολογικοπολιτική νίκη επί της δεξιάς και «αριστερής» αντιπολίτευσης. Οι όποιες διώξεις έγιναν αργότερα, δεν έγιναν επειδή υπήρχαν κάποιες διαφωνίες, αλλά επειδή τη δεκαετία του ΄30 έγινε έντονη ταξική πάλη με τους κουλάκους (πλούσιους αγρότες), που αντιδρούσαν επίσης βίαια στη διαδικασία κολλεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής.
Οι περιβόητες δίκες της Μόσχας κατά του αντισοβιετικού κέντρου, που δολοφόνησε τον στενό συνεργάτη του Στάλιν, Κίροφ, έγιναν ανοιχτών των θυρών, με ραδιοφωνική μετάδοση και με διπλωμάτες των δυτικών χωρών να τις παρακολουθούν από το ακροατήριο. Αυτοί που κατηγορήθηκαν (Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν κ.ά.) είχαν από πολύ καιρό υιοθετήσει απόψεις που οδηγούσαν στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οι ίδιοι καταδικάστηκαν όχι για τις απόψεις τους αλλά για τη δράση τους, την οποία αναγκάστηκαν να παραδεχτούν στο δικαστήριο. Για όσους υποστηρίξουν ότι αυτό ήταν προϊόν βασανιστηρίων, θα τους αντιτείνουμε ότι οι κατηγορούμενοι δεν ήταν τίποτα πρωτάρηδες (παλιά στελέχη ήταν, με εμπειρία στην ταξική πάλη) και αν είχαν ανάστημα θα μπορούσαν να το σηκώσουν στα δικαστήρια και να κάνουν σκόνη τους κατηγόρους τους, όπως έκανε ο σταλινικός Διμιτρόφ απέναντι στους ναζιστές διώκτες του. Δεν το έκαναν όμως.
Αντίθετα, ο Χρουτσιόφ κράτησε μυστική την έκθεσή του, στην οποία λέει τερατώδη πράγματα για τον Στάλιν. Οτι έδινε εντολές για βασανιστήρια, ότι εξόντωνε τους πολιτικούς του αντιπάλους μόνο και μόνο επειδή σε κάποιο θέμα διαφωνούσαν μαζί του, ότι αδιαφορούσε για τις χιλιάδες στημένες καταδίκες κομμουνιστών που οδηγούνταν σε εκτέλεση από την αστυνομία του Μπέρια, ότι έκανε κρατική πολιτική από το γραφείο του, ότι δεν ταξίδευε πουθενά και δεν είχε επαφή με τους σοβιετικούς ανθρώπους παρά μόνο μέσα από τα φίλμ (!), ότι εκτέλεσε το 70% των μελών της ΚΕ του μπολσεβίκικου κόμματος που εκλέχτηκαν από το 17ο συνέδριο (!) και πάνω από τους μισούς από τους αντιπροσώπους που παραβρέθηκαν σ’ αυτό αλλά δεν ανήκαν στην ΚΕ, ότι έκανε τεράστιες γκάφες στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, που οδήγησαν στο θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού (!) και ότι άφησε απροετοίμαστη τη χώρα μπροστά στη ναζιστική επίθεση. Το τελευταίο ήταν το απαραίτητο «κερασάκι» για να δικαιολογηθεί η μετέπειτα στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, κάτι που δε γινόταν την εποχή του Στάλιν, γιατί θεωρούνταν κρίσιμη η οικοδόμηση της βαριάς βιομηχανίας και η οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Είναι απορίας άξιο, αν έγιναν όλα αυτά που αναφέρει ο Χρουτσιόφ στην έκθεσή του, πώς μπόρεσε και νίκησε η Σοβιετική Ενωση το ναζιστή εισβολέα; Πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει ηθικοπολιτική ενότητα σε ένα τόσο δικτατορικό σύστημα που ήταν τόσο αδίστακτο και αιμοσταγές ώστε να έστελνε μαζικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα εκτελεστικά αποσπάσματα ακόμα και τους φανατικότερους υποστηρικτές του (τα μέλη του ίδιου του κόμματος που κυβερνούσε);
Φυσικά, δεν είναι δυνατόν μέσα στο πλαίσιο αυτού του αφιερώματος να ανασκευάσουμε όλα όσα αναφέρει η έκθεση αυτή. Αυτό απαιτεί ιστορική έρευνα που ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτού του άρθρου. Δεν είναι δυνατόν όμως να πιστέψουμε τέτοια τερατώδη ψέματα, όπως οι μαζικές εκτελέσεις των αντιπροσώπων του κόμματος που συμμετείχαν στο 17ο συνέδριο που έγινε το 1934. Δηλαδή, θέλουν να πιστέψουμε ότι εξοντώθηκαν στελέχη του κόμματος που στήριξαν τη σταλινική καθοδήγηση ενάντια στην δεξιά και «αριστερή» αντιπολίτευση, σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια μετά το συνέδριο (το 1937-38 υποτίθεται ότι έγιναν οι διώξεις), ενώ οι Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν και σία αφέθηκαν να δρουν για πάνω από δέκα χρόνια (από το 1925 είχε αρχίσει να σχηματίζεται ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα, πρώτα με την «αριστερή» αντιπολίτευση και το 1929 με την δεξιά) με απόψεις κατά των φτωχομεσαίων αγροτών (οι οποίοι σύμφωνα με την τροτσκιστική άποψη ήταν εχθροί), για ενσωμάτωση των πλούσιων αγροτών (κουλάκων) στο σοσιαλισμό και πλέρια ελευθερία του ιδιωτικού εμπορίου (αυτά υποστήριζε ο Μπουχάριν)! Και ο Στάλιν, παρά τις διαφωνίες τους, όχι μόνο δεν ζητούσε να φυλακιστούν, αλλά τους έδωσε την δυνατότητα να παραμείνουν στο κόμμα![4] Δεν αντιφάσκει αυτό με τα αναγραφόμενα στη μυστική έκθεση του Χρουτσιόφ;
Φυσικά και δεν ισχυριζόμαστε ότι ό,τι έγινε στην εποχή του Στάλιν ήταν απόλυτα σωστό και τέλειο. Τα όποια λάθη όμως ήταν λάθη ανάπτυξης μιας κοινωνίας που αγωνιζόταν για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και την κατάργηση της εκμετάλλευσης και όχι μιας κοινωνίας σάπιας και εκμεταλλευτικής όπως οι καπιταλιστικές. Ηταν, άλλωστε, μια εποχή που η Σοβιετική Ενωση βαλλόταν από παντού και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα έπρεπε ή να προχωρήσει μπροστά ή να τη συνθλίψουν, πράγμα που επιχείρησαν να το κάνουν οι Ναζί (με την κρυφή ικανοποίηση όλης της καπιταλιστικής Δύσης) με την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε μία τέτοια εποχή δεν είναι δυνατόν να μην γίνουν και λάθη, να μην καταδικαστούν ακόμα και αθώοι. Από τη στιγμή που υπάρχει Δίκαιο, δικαστήρια και φυλακές, πράγματα που επιβάλλονται όσο εξακολουθεί να υπάρχει ταξική πάλη και τάξεις, όσο δηλαδή εξακολουθεί να υπάρχει κρατικός μηχανισμός και αντίσταση των πρώην εκμεταλλευτριών τάξεων που δεν χάνουν αυτόματα τη δύναμή τους μετά από την επανάσταση, τα όποια λάθη δεν μπορούν να αποφευχθούν. Αυτό όμως είναι άλλο πράγμα από αυτά που παρουσίασε ο Χρουτσιόφ στην έκθεσή του, η οποία αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο στα καπιταλιστικά κράτη για την κατασυκοφάντηση του σοσιαλισμού, επιβεβαιώνοντας την κατηγορία περί «σιδηρού παραπετάσματος».
Η μυστική έκθεση Χρουστσόφ δεν είχε ως στόχο τον Στάλιν ως πρόσωπο, αλλά ολόκληρη την μέχρι τότε πορεία του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Ο Χρουτσιόφ έδρασε για λογαριασμό του τμήματος της σοσιαλιστικής διανόησης της σοβιετικής κοινωνίας που ήθελε την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Αυτό δεν άργησε να φανεί τα επόμενα χρόνια, όταν η ΕΣΣΔ μετατράπηκε σε μια σοσιαλ-ιμπεριαλιστική χώρα με κρατικό καπιταλιστικό χαρακτήρα σε «σοσιαλιστικό» μανδύα.
Ο «σοβιετικός» σοσιαλ-ιμπεριαλισμός
Δεν χρειάστηκαν ούτε δεκαετία ο Χρουτσιόφ και οι επίγονοί του για να οδηγήσουν τη σοβιετική οικονομία στο δρόμο της χρεοκοπίας. Οι προβλέψεις του περιβόητου επτάχρονου σχεδίου, με το οποίο υποτίθεται ότι θα προχωρούσε η οικοδόμηση του… κομμουνισμού, έπεσαν έξω. Ταυτόχρονα, η υποτίμηση του ρουβλιού το 1961 έκανε σκόνη την πρόβλεψη για μέσο μηνιάτικο μισθό τα 600 ρούβλια το 1965. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, ο μέσος μηνιαίος μισθός έπεσε στα 200 ρούβλια![5]
Οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν. Ενώ το 1953 βάδιζαν προς το 36ωρο και το 30ωρο, το 1965 το βδομαδιάτικο ωράριο ανέβηκε στις 48 ώρες και το 1966 αποφάσισαν να τις μειώσουν στο 5ήμερο – 41ωρο[5].
Προκειμένου να γλιτώσει τα προβλήματα στο εσωτερικό, το «σοβιετικό» κρατικο-καπιταλιστικό καθεστώς έσπευσε να καλύψει την ανεργία με την επιδότηση θέσεων εργασίας. Αυτό ξεκίνησε από το 1965. Το 1987, σε άρθρο του στο Νόβι Μιρ (Νέοι Καιροί), ο «σοβιετικός» οικονομολόγος Ν. Σμελιόφ υπολόγισε το «πλεονάζον» εργατικό δυναμικό που περιπλανιόνταν από επιχείρηση σε επιχείρηση για να βρει καλύτερες συνθήκες δουλειάς σε 3% (ή τέσσερα εκατομμύρια άτομα). Το υπόλοιπο προσωπικό, το οποίο ο Σμελιόφ το ανέβαζε στο ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία, έμενε στη θέση του μόνο και μόνο χάρη στην επιδότηση, αφού θεωρούνταν κι αυτό «πλεονάζον» αλλά ουδείς τολμούσε να κάνει τότε μαζικές απολύσεις.[5]
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 άρχισε και η αυξημένη διείσδυση των ξένων μονοπωλιακών εταιριών (Fiat, Pepsico κ.ά.) στην εσωτερική «σοβιετική» αγορά, με τη δυνατότητα δημιουργίας μεικτών εταιριών στις οποίες οι ξένες εταιρίες είχαν τη δυνατότητα να κατέχουν μέχρι και το 49% της επιχείρησης. Και βέβαια, αυτές οι επιχειρήσεις έχαιραν φορολογικών διευκολύνσεων. Το γεγονός ότι αυτό δεν «περπάτησε» και πολύ (κυρίως λόγω του ότι δεν υπήρχε ελεύθερη μετατρεψιμότητα του ρουβλιού, που θα τους επέτρεπε να βγάλουν μεγαλύτερα κέρδη στο εξωτερικό), δεν αναιρεί τη σημασία του ως παράγοντα αποτυχίας του κρατικοκαπιταλιστικού μοντέλου και υποχώρησης προς το δυτικό καπιταλισμό. Οι υποστηρικτές του επικαλούνταν την ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική), που εφαρμόστηκε όμως τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας για να αναστηλώσει την κατεστραμμένη από τον πόλεμο οικονομία και όχι σε μία κοινωνία που υποτίθεται ότι βάδιζε στην ολοκλήρωση του κομμουνισμού!
Ταυτόχρονα, η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας πήρε εκρηκτικές διαστάσεις. Αυτό που ο «αιμοσταγής» Στάλιν αρνούνταν να κάνει (γι’ αυτό και δέχτηκε τα πυρά του Χρουτσιόφ ότι δήθεν άφησε τη Σοβιετική Ενωση απροστάτευτη από τους ναζιφασίστες εισβολείς), δηλαδή να στρατιωτικοποιήσει την οικονομία, το έκαναν οι ηγέτες του παλινορθωμένου καπιταλισμού και δεν ντρέπονταν να το διατυμπανίζουν. Σε σύγγραμμα ομάδας σοβιετικών αξιωματικών υπό τη διεύθυνση του στρατάρχη Β. Σοκολόφσκι, που εκδόθηκε στη Μόσχα το 1962[6], αναφέρεται επί λέξει: «Η χώρα εξ’ άλλου πρέπει να είναι σε κάθε στιγμή έτοιμη για προσαρμογή της οικονομίας σε πολεμικό πρόγραμμα σε περίπτωση πολέμου. Για το σκοπό αυτό η οικονομική οργάνωση της χώρας προσαρμόζεται συνήθως μέχρις ένα βαθμό στην κατεύθυνση της στρατιωτικοποίησης της οικονομίας». Αυτή η στρατιωτικοποίηση έφτασε στο σημείο η ΕΣΣΔ να αποκτήσει υπεροχή στα πυρηνικά όπλα από τη Δύση και οι στρατιωτικές δαπάνες να εκτιναχτούν, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης μεταξύ 1960 και 1974 10%-12%! Ξεκίνησαν οι εισβολές σε άλλες χώρες, πρώτα στην Ουγγαρία (1956) και στη συνέχεια στην Τσεχοσλοβακία (1968) και το Αφγανιστάν (1980). Η «σοβιετική» εξωτερική πολιτική αγκάλιασε καθεστώτα που προέκυψαν από στρατιωτικά πραξικοπήματα, όπως η Αιθιοπία του Μεγκίστου και το Αφγανιστάν, όπου ο ένας «φιλοσοβιετικός» ηγέτης έτρωγε τον άλλο στη μάχη για την εξουσία[7]. Αυτές ήταν οι χώρες του λεγόμενου «μη καπιταλιστικού» προσανατολισμού, που οι μπρεζνιεφικοί βάφτισαν έτσι για να τις εντάξουν στο δικό τους στρατόπεδο.
Αυτή η σαπίλα δε μπορούσε να παρουσιάζεται για πολύ σαν «κομμουνισμός». Το απόστημα έσπασε και ήρθε η ώρα να αντιστοιχηθεί και η μορφή στο καπιταλιστικό της περιεχόμενο. Ο «σοβιετικός» σοσιαλ-ιμπεριαλισμός έγινε απλά ένας ακόμα ιμπεριαλισμός, το ίδιο επιθετικός και αδίστακτος με τους αντιπάλους του. Δυστυχώς, όμως, η ζημιά που επί τέσσερις δεκαετίες προκάλεσε στο κομμουνιστικό όραμα των πλατιών λαϊκών μαζών ήταν καταλυτική και έχει μέχρι και σήμερα αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της.
Ομως, το τέλος της Ιστορίας, που προέβλεπαν πανηγυρίζοντας οι Δυτικοί, χρησιμοποιώντας τον τίτλο από βιβλίο κάποιου Φουκουγιάμα, δεν έχει έρθει ακόμα. Κι αυτό γιατί ο καπιταλισμός δημιουργεί ο ίδιος τους νεκροθάφτες του, όσο κι αν σήμερα φαντάζει ανίκητος. Οι νεκροθάφτες αυτοί είναι οι σύγχρονοι προλετάριοι που όσο αυξάνεται ο παγκόσμιος πλούτος τόσο ωθούνται όλο και πιο μαζικά στη δυστυχία και την ανέχεια. Αν πάψουμε να βλέπουμε στατικά τα πράγματα, θα φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι η καπιταλιστική «παντοδυναμία» είναι μύθος.
Αλλοτε, το φάντασμα του κομμουνισμού πλανιόταν πάνω από την ανθρωπότητα. Αν πραγματικά θέλουμε να αλλάξουμε τα πράγματα, τότε θα πρέπει να βοηθήσουμε ώστε το φάντασμα αυτό να ξαναφανεί, όχι όμως με τις κουρελιασμένες σημαίες των ψευτοκομμουνιστών, αλλά με ένα νέο επαναστατικό υποκείμενο που θα αποτελέσει πηγή αισιοδοξίας και αγώνα για τους λαούς που συνθλίβονται από την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Παραπομπές:
1. Μπορεί τώρα όλοι να κατηγορούν τον Στάλιν για γραφειοκράτη, όμως ήταν ο ίδιος που επεσήμανε ότι «η πάλη ενάντια στα στοιχεία της γραφειοκρατίας είναι απαραίτητη και ότι θα αντιμετωπίζουμε το καθήκον διαρκώς, όσο θα υπάρχει στη χώρα μας κρατική εξουσία, όσο θα υπάρχουν τάξεις» (Στάλιν, Πολιτική λογοδοσία της Κ.Ε. στο 15ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, Απαντα, τόμος 10, σελ. 358). Αυτή δεν είναι η μόνη αναφορά. Μέσα στο έργο του υπάρχει πληθώρα αναφορών κατά των «κομμουνιστών» που διευθύνουν από το γραφείο τους και υπέρ της μαζικής κριτικής από τα κάτω (βλ. ενδεικτικά στα Απαντα: τόμος 11, σελ. 32-46 και 81-84, τόμος 12, σελ. 220-227), όπως οι παρακάτω: «Εδώ σύντροφοι πρόκειται για τους νέους γραφειοκράτες, πρόκειται για τους γραφειοκράτες που συμπαθούν τη Σοβιετική εξουσία, τέλος πρόκειται για τους κομμουνιστές γραφειοκράτες. Ο κομμουνιστής γραφειοκράτης είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος γραφειοκράτη. Γιατί; Γιατί καμουφλάρει τη γραφειοκρατεία του με τον τίτλο του κομματικού μέλους. Και τέτοιους κομμουνιστές γραφειοκράτες, δυστυχώς, δεν έχουμε λίγους» (Στάλιν, Λόγος στο 8ο συνέδριο της ΠΑΚΟΝ – Λενινιστικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης Νεολαίας, 16.5.1928, Απαντα, τόμος 11, σελ.81). «Πρέπει να ξέρετε πως κάποτε οι εργάτες δεν τολμούν να πουν την αλήθεια για τις ελλείψεις της δουλειάς μας. Δεν τολμούν, όχι μόνο γιατί μπορεί να τους βρει “κανένας μπελάς”, μα και γιατί μπορεί να “τους ειρωνευτούν” για την ατέλεια της κριτικής τους… Αν απαιτήσετε από αυτούς μία εκατό τα εκατό σωστή κριτική, θα εκμηδενίσετε έτσι κάθε δυνατότητα κριτικής απ’ τα κάτω, κάθε δυνατότητα αυτοκριτικής. Να γιατί νομίζω πως αν η κριτική περιέχει έστω κι ένα 5-10% αλήθεια, πρέπει κι αυτού του είδους την κριτική να τη χαιρετούμε, να την ακούμε προσεκτικά και να παίρνουμε υπόψη μας τον υγιή πυρήνα της. Σε αντίθετη περίπτωση, το ξαναλέω, θα κλείσετε το στόμα των εκατοντάδων και χιλιάδων εκείνων ανθρώπων που είναι αφοσιωμένοι στην υπόθεση των Σοβιέτ, που δεν έχουν ακόμα αρκετή πείρα της κριτικής, μα που με το στόμα τους μιλάει η ίδια η αλήθεια» (Στάλιν, Εισήγηση στη συγκέντρωση του αχτίφ της οργάνωσης της Μόσχας του ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ, 13.4.1928, Απαντα, τόμος 11, σελ. 40).
2. Η ανεξέλεγκτη δράση του νόμου της αξίας και της εμπορευματικής κυκλοφορίας είχε στιγματιστεί από τον Στάλιν, ο οποίος επεσήμανε: «Κριτικάροντας την «οικονομική κομμούνα» του Ντίρινγκ, που λειτουργεί μέσα σε συνθήκες εμπορευματικής κυκλοφορίας, ο Eνγκελς στο Αντι-Ντίρινγκ του απέδειξε πειστικά ότι η παρουσία της εμπορευματικής κυκλοφορίας πρέπει να οδηγήσει αναπόφευκτα τις λεγόμενες «οικονομικές κομμούνες» του Ντίρινγκ στην αναγέννηση του καπιταλισμού. Οι σ. Σανίνα και Βένζερ είναι φανερό ότι δε συμφωνούν μ’ αυτό. Τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Εμείς, όμως, οι μαρξιστές ξεκινάμε από τη γνωστή μαρξιστική θέση, ότι το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό και η κομμουνιστική αρχή της διάθεσης των προϊόντων σύμφωνα με τις ανάγκες αποκλείουν κάθε εμπορευματική ανταλλαγή, επομένως και τη μετατροπή των προϊόντων σε εμπορεύματα και μαζί μ’ αυτό τη μετατροπή τους σε αξία» (Ι.Β. Στάλιν, Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, 1952).
3. Νικήτα Χρουτσιόφ: Η «μυστική έκθεση» στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ. Η προσωπολατρεία και οι επιζήμιες συνέπειές της (Θεμέλιο, 1989).
4. Οποιος ενδιαφέρεται αξίζει να διαβάσει τις συζητήσεις που έγιναν στο μπολσεβίκικο κόμμα για τη δεξιά και την «αριστερή» (σοσιαλδημοκρατική) παρέκκλιση στην ΕΣΣΔ από το 1926 μέχρι το 1929 και να βγάλει τα συμπεράσματά του για το ποιος ήθελε να προχωρήσει ο σοσιαλισμός και ποιος όχι. Γι’ αυτό και ο Χρουτσιόφ στη μυστική του έκθεση δεν τόλμησε να κατηγορήσει τον Στάλιν για την πάλη του ενάντια στους τροτσκιστές και τους ζινοβιεφικούς εκείνη την εποχή.
5. Για περισσότερα στοιχεία βλ. «Περεστρόικα – Η ανώτατη φάση του παλινορθωμένου καπιταλισμού» (εκδόσεις «Οχτώβρης», Σεπτ. 1988).
6. Για περισσότερα στοιχεία βλ. «Οι κομμουνιστές και η ειρήνη» (εκδόσεις «Οχτώβρης», Μάης 1987).
7. Εχει ενδιαφέρον να διαβάσετε δύο σημαντικά… πονήματα. Το ένα έχει τίτλο: «Αιθιοπία. Η άγνωστη επανάσταση», του Ραούλ Βαλντές Βιβό, μέλους της Γραμματείας της Κεντρικής Επιτροπής του «Κ»Κ Κούβας, υπεύθυνου για τις διεθνείς σχέσεις του κόμματος (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1980), από το οποίο μαθαίνουμε ότι ο στρατός έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στην «επανάσταση», ξυπνώντας το λαό που μέχρι πρότινος έβλεπε σα θεό τον αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελάσιε. Το δεύτερο έχει τίτλο: «Αφγανιστάν. Επανάσταση και αντεπανάσταση», του γνωστού Γιώργου Δελαστίκ (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985), από το οποίο μαθαίνουμε επίσης ότι η «επανάσταση» στο Αφγανιστάν δεν θα γινόταν χωρίς την παρέμβαση του στρατού, ο οποίος μετατράπηκε σε βασικό όργανο ανατροπής του καθεστώτος για ν’ ανοίξει ο δρόμος προς την επανάσταση! Βεβαίως και ήταν ο στρατός αυτός που έπαιξε ρόλο, γιατί το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν σπαρασσόταν από φαγωμάρες (ο φιλοσοβιετικός Μπαμπράκ Καρμάλ καθαιρέθηκε από τον επίσης φιλοσοβιετικό Ταράκι, που δολοφονήθηκε από τον επίσης φιλοσοβιετικό Αμίν, ο οποίος μετά εκτελέστηκε από «επαναστατικό» δικαστήριο για προδοσία).