Πριν από λίγες μέρες το Συμβούλιο Ασφάλειας του OΗΕ εξέδωσε το δεύτερο ψήφισμα για το Νταρφούρ, με ψήφους 11 – 0 και 4 αποχές (Κίνα, Ρωσία, Αλγερία, Πακιστάν), βάσει σχεδίου που κατέθεσαν οι ΗΠΑ. Το ψήφισμα απειλεί το Σουδάν με κυρώσεις, που θα πλήξουν και τον πετρελαϊκό τομέα, αν δεν σταματήσει η βία στο Νταρφούρ και η σουδανική κυβέρνηση δεν θέσει υπό έλεγχο την αραβική παραστρατιωτική πολιτοφυλακή που πολεμά με τους αντάρτες στην περιοχή. Επίσης εξουσιοδοτεί το γ.γ. του OΗΕ να συστήσει επιτροπή που θα διερευνήσει τις πληροφορίες περί παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων και γενοκτονίας, όπως καταγγέλλουν οι ΗΠΑ. Το πρώτο ψήφισμα είχε εκδοθεί στις 31 Ιούλη και απειλούσε με την επιβολή κυρώσεων αν η σουδανική κυβέρνηση δεν υλοποιούσε τις δεσμεύσεις της σε διάστημα 30 ημερών.
Το Σουδάν είναι η μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής με 33 εκατομμύρια πληθυσμό, το 70% του οποίου είναι Μουσουλμάνοι. Στο βόρειο τμήμα της χώρας οι κάτοικοι στην πλειοψηφία θεωρούν τον εαυτό τους Αραβες και μιλούν αραβικές διαλέκτους, ενώ η επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η κλασική αραβική. Στο νότιο Σουδάν οι κάτοικοι θεωρούν τους εαυτούς τους Αφρικανούς, είναι στην πλειοψηφία Χριστιανοί και Ανιμιστές και χρησιμοποιούν ποικιλία γλωσσών, αλλά γενικά όχι την αραβική.
Το Σουδάν ήταν ένα σύνολο από ανεξάρτητα πριγκηπάτα και σουλτανάτα, που απλώνονταν από τα νότια σύνορα της Αιγύπτου μέχρι την Αιθιοπία, πριν κατακτηθούν από την Αίγυπτο στις αρχές του 19ου αιώνα. Η αιγυπτιακή κατοχή διήρκεσε μέχρι το 1881, οπότε οι Σουδανοί εξεγέρθηκαν υπό την καθοδήγηση του ισλαμιστή θρησκευτικού ηγέτη Μάχντι. Το ισλαμικό κράτος που ίδρυσε ο Μάχντι καταλύθηκε από τον βρετανικό στρατό το1885 και το Σουδάν πέρασε υπό βρετανική κατοχή μέχρι το 1956 που ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο. Η βρετανική κατοχή στο Σουδάν στηρίχτηκε στη γνωστή πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Εκμεταλλευόμενη τη συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτήτων και θρησκειών, καλλιεργούσε τη διαίρεση και την αντιπαλότητα ανάμεσα στο βορρά και στο νότο. Oι σχέσεις ανάμεσα στις δυο πλευρές παρέμειναν τεταμένες και μετά την ανεξαρτησία της χώρας το 1956, με αποτέλεσμα το 1983 να ξεκινήσει ένοπλος αγώνας στο νότιο Σουδάν εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης από τον επονομαζόμενο Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Υστερα από 20 χρόνια εμφύλιου πολέμου, οι αντίπαλοι κατέληξαν σε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που προβλέπει για τα επόμενα έξι χρόνια την κατανομή αρμοδιοτήτων και των εσόδων από το πετρέλαιο ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση και την τοπική κυβέρνηση που έχουν συγκροτήσει οι αντάρτες. Στη συνέχεια θα αποφασιστεί με δημοψήφισμα η παραμονή του νότου στο ενιαίο Σουδάν ή η απόσχισή του. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την υπόθεση έπαιξαν οι Αμερικάνοι, οι οποίοι, πατώντας στις υπαρκτές αντιθέσεις βορρά – νότου, από τη μια ανέπτυξαν σχέσεις με τους αυτονομιστές αντάρτες και τους έστελναν στρατιωτική βοήθεια και από την άλλη κλιμάκωναν τις πιέσεις τους προς την κεντρική κυβέρνηση, με αποκορύφωμα την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στο Σουδάν το1997 και το βομβαρδισμό το 1998 του εργοστασίου φαρμάκων στα περίχωρα της πρωτεύουσας Χαρτούμ από την κυβέρνηση Κλίντον, με το πρόσχημα ότι παρασκεύαζε χημικά όπλα.
Και ενώ οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της προαναφερόμενης συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός βρίσκονταν σε εξέλιξη, άνοιξε δεύτερο μέτωπο στην περιοχή Νταρφούρ του δυτικού Σουδάν αυτή τη φορά το Φεβρουάριο του 2003, από το Απελευθερωτικό Κίνημα / Στρατό του Σουδάν και το Κίνημα για Δικαιοσύνη και Ισότητα, που δήλωσαν ότι πήραν τα όπλα γιατί η περιοχή τους υποβαθμίστηκε και περιθωριοποιήθηκε εντελώς εξαιτίας του μακρόχρονου πολέμου βορρά – νότου. Πολύ γρήγορα οι αντάρτες του Νταρφούρ βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αραβική παραστρατιωτική πολιτοφυλακή, γνωστή ως Janjaweed, την οποία κατηγορούν ότι εξοπλίζεται και υποστηρίζεται σιωπηλά από τη σουδανική κυβέρνηση και ότι λεηλατεί και καίει τα χωριά των Αφρικανών για να τους διώξει από τα εδάφη τους. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων στο Νταρφούρ είναι να χάσουν μέχρι στιγμής τη ζωή τους περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι και να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους περίπου ένα εκατομμύριο.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτοί που πρωτοστατούν στην εκστρατεία «ευαισθητοποίησης» για το Νταρφούρ είναι και πάλι οι Αμερικάνοι. Επιμένουν να κατηγορούν για «γενοκτονία» την αραβική πολιτοφυλακή, παρόλο που η αποστολή της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο Νταρφούρ διαπίστωσε μεν ότι υπάρχει εκτεταμένη βία, αλλά δεν βρήκε αποδεικτικά στοιχεία γενοκτονίας. Εχουν υποβάλει όλα τα σχέδια ψηφισμάτων στο Συμβούλιο Ασφάλειας του OΗΕ και χρησιμοποιούν τη «γενοκτονία» ως πρόσχημα και την απειλή αυστηρών κυρώσεων μέσω του OΗΕ για να μεγιστοποιήσουν την πίεσή τους στη σουδανική κυβέρνηση ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια συμφωνία ανάλογη με κείνη που υπογράφτηκε με τους αντάρτες του νότιου Σουδάν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι έφτασαν μέχρι το σημείο το αμερικάνικο Κογκρέσο να καλέσει με ομόφωνη απόφασή του στις 22 Ιουλίου το Μπους να εξετάσει το ενδεχόμενο «πολυμερούς ή ακόμη και μονομερούς επέμβασης για να εμποδίσει τη γενοκτονία αν το Συμβούλιο Ασφάλειας του OΗΕ αποτύχει». Αρωγοί τους και σ’ αυτή την περίπτωση η βρετανική κυβέρνηση, που δήλωσε ότι είναι έτοιμη να στείλει 5.000 στρατό, και η αυστραλέζικη κυβέρνηση, που δήλωσε ότι είναι μια καλή ευκαιρία να στείλει στρατεύματα στο Σουδάν, αν δώσει εντολή ο OΗΕ.
Τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου που βρίσκονται συγκεντρωμένα κυρίως στο νότιο και στο δυτικό Σουδάν έχουν μετατρέψει την περιοχή σε «μήλον της έριδος». Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, το Γενάρη του 2004, τα διαπιστωμένα πετρελαϊκά αποθέματα του Σουδάν υπολογίζονται στα 563 εκατομμύρια βαρέλια, τη στιγμή που το 2001 υπολογίζονταν μόλις στα 262 εκατομμύρια. Συνολικά η υποσαχάρια Αφρική παράγει περισσότερα από 4 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, όσο δηλαδή το Ιράν, η Βενεζουέλα και το Μεξικό μαζί. Και μόνο το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί όχι μόνο το Σουδάν αλλά ολόκληρη η Αφρική έχει μετατραπεί σε πεδίο σκληρού ανταγωνισμού ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Oι ρώσοι και οι κινέζοι ιμπεριαλιστές είναι οι κυριότεροι αντίπαλοι των Αμερικάνων στον άγριο ανταγωνισμό για τον έλεγχο του Σουδάν. Εχουν προχωρήσει σε σημαντικές οικονομικές συμφωνίες με την κεντρική κυβέρνηση του Oμάρ αλ – Μπασίρ, ένα στρατοκρατικό ισλαμικό καθεστώς, που προσπαθεί με τη στήριξή τους να εξισορροπήσει τις πιέσεις των Αμερικάνων για να διατηρήσει ενιαίο το Σουδάν και κατά συνέπεια τον έλεγχο πάνω στο μαύρο χρυσό.
Παραθέτουμε μερικά ενδεικτικά στοιχεία. Η Ρωσία και το Σουδάν υπέγραψαν το 2002 συμφωνία στρατιωτικο – τεχνικής συνεργασίας στο όνομα του κοινού πολέμου κατά της «τρομοκρατίας», η οποία προβλέπει τον πλήρη εκσυγχρονισμό του ρώσικου εξοπλισμού που διαθέτει ο σουδανικός στρατός. Η συμφωνία αυτή εντάσσεται στη στρατηγική της Ρωσίας να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με παλιούς πελάτες της και να διεισδύσει σε νέες αγορές της Αφρικής, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται από το Νοέμβρη του 2001, όπως επισημαίνουν έγκυροι δυτικοί αναλυτές. Τον περασμένο Ιούλιο, πέντε μήνες πριν από την προθεσμία και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στον OΗΕ για την επιβολή κυρώσεων, παραδόθηκαν στη σουδανική κυβέρνηση 12 πολεμικά αεροπλάνα MIG – 29. Την ίδια περίοδο ανακοινώθηκε η υπογραφή συμφωνίας ανάμεσα στη ρωσική εταιρία Stroitransgaz και τη σουδανική κυβέρνηση για την κατασκευή πετρελαιαγωγού μήκους 366 χιλιομέτρων.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στο Σουδάν κυρίως στον τομέα παραγωγής, μεταφοράς και εξαγωγής του πετρελαίου, ενώ το ετήσιο εμπόριο ανάμεσα στις δύο χώρες φτάνει στο 1 δις δολάρια.
Ετσι εξηγείται η σταθερή αντίθεση της Ρωσίας και της Κίνας στις προσπάθειες των Αμερικάνων να κλιμακώσουν τις πιέσεις τους στην κυβέρνηση του Σουδάν μέσω του Συμβουλίου Ασφάλειας του OΗΕ, με την απειλή άμεσης επιβολής αυστηρών κυρώσεων ή ακόμη και στρατιωτικής επέμβασης.
Από την άλλη, οι Αμερικάνοι, που από το 1997, εξαιτίας των οικονομικών κυρώσεων που επέβαλε από τότε η αμερικάνικη κυβέρνηση στο Σουδάν, έχουν μείνει εξω από τη σουδανική πετρελαιοβιομηχανία, αδημονούν όχι μόνο να κερδίσουν το χαμένο έδαφος αλλά να θέσουν υπό τον ελεγχό τους τον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας. Ως όχημα χρησιμοποιούν τις σχέσεις που έχουν αναπτύξει με τα αυτονομιστικά κινήματα του νότιου και δυτικού Σουδάν. Ετσι απο τη μια προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τις οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές πιέσεις στη σουδανική κυβέρνηση και από την άλλη στηρίζουν τα κινήματα αυτά στις διαπραγματεύσεις για να αποσπάσουν όσο γίνεται περισσότερες παραχωρήσεις από την πρώτη. Για παράδειγμα, οι αντάρτες του Νταρφούρ αποχώρησαν από τον τελευταίο γύρο των διαπραγματεύσεων στην πρωτεύουσα της Νιγηρίας , επειδή οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης υποστήριζαν ότι πρέπει να αφοπλιστούν ταυτόχρονα τόσο η αραβική πολιτοφυλακή όσο και οι αντάρτες, ενώ οι τελευταίοι επέμεναν ότι πρέπει να αφοπλιστεί πρώτα η αραβική πολιτοφυλακή και αργότερα να ρυθμιστεί το δικό τους μέλλον, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση και του ίδιου του ειδικού απεσταλμένου του OΗΕ.