Η ραγδαία εξάπλωση του κοροναϊού στην Ευρώπη, που πλέον έχει μετατραπεί σε επίκεντρο της νόσου, ανατρέπει σημαντικά την καθημερινότητα των κατοίκων της και θέτει προβλήματα που μέχρι τώρα δεν τα είχαμε καν φανταστεί. Από την άποψη αυτή, έχει νόημα να ασχοληθούμε με την μέχρι τώρα πείρα στην αντιμετώπιση του νέου κοροναϊού, από χώρες που πριν από 17 χρόνια επλήγησαν από παρόμοιο κοροναϊό (πολύ πιο θανατηφόρο από τον σημερινό) με το όνομα SARS (κοροναϊός σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόµου). Ο SARS αν και πολύ επικίνδυνος (με ποσοστά θνητότητας της τάξης του 8%), είχε πολύ πιο λίγα κρούσματα (μόλις 8.403 πιθανά κρούσματα παγκοσμίως, μέσα σε ενάμιση χρόνο) και γύρω στους 775 θανάτους, το ένα τρίτο των οποίων σημειώθηκε στο Χονγκ Κονγκ. Θα αναφερθούμε στη Σιγκαπούρη, την Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ.
Οπως μας πληροφορεί το περιοδικό Time σε άρθρο του με τίτλο: «Τι μπορούμε να μάθουμε από τη Σιγκαπούρη, την Ταϊβάν και το Χονγκ Κόνγκ στο πώς να χειριστούμε τον κοροναϊό», που δημοσιεύτηκε την Παρασκευή 13 Μάρτη (βλ. https://time.com/5802293/coronavirus-covid19-singapore-hong-kong-taiwan/), «για τη Σιγκαπούρη, την Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ η ιστορία θα μπορούσε εύκολα να είναι μια καταστροφή. Ο νέος κοροναϊός εμφανίστηκε ακριβώς τη στιγμή του νέου σεληνιακού έτους, όταν εκατομμύρια ταξιδιώτες κατά μήκος της περιοχής ταξιδεύουν, στη μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στον κόσμο. Και οι τρεις περιοχές βρίσκονται κοντά στην Κίνα, έχοντας απευθείας πτήσεις στη Γουχάν».
Σιγκαπούρη
Ξεκινώντας από τη Σιγκαπούρη, μια νησιωτική πόλη-κράτος στη νοτιοανατολική Ασία, με πληθυσμό γύρω στα 5.7 εκατομμύρια, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η κινητοποίηση ήταν άμεση. Η χώρα τέθηκε αμέσως σε κατάσταση «πορτοκαλί συναγερμού» (ένα βήμα πριν από το μέγιστο) και η κυβέρνηση έσπευσε να προλάβει την επέκταση του ιού με αυστηρό έλεγχο των κρουσμάτων (ακόμα και των ύποπτων) και δωρεάν έλεγχο για τον νέο κοροναϊό. Σύμφωνα με το περιοδικό, η κυβέρνηση έδωσε 73 δολάρια την ημέρα στους αυταπασχολούμενους που μπήκαν σε καραντίνα, ενώ απαγόρευσε στους εργοδότες να αφαιρέσουν τις μέρες της καραντίνας από την ετήσια άδεια του προσωπικού. Αυτό το έκανε για να μη φοβηθούν όσοι νοσήσουν και κρύψουν το γεγονός. Ο εφιάλτης του SARS ήταν αυτός που ανάγκασε την κυβέρνηση να κινηθεί γρήγορα.
Σύμφωνα με την εβδομαδιαία έκθεση για τη νοσηρότητα και θνησιμότητα του νέου κοροναϊού του αμερικάνικου Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (MMWR Volume 69, https://www.cdc.gov/mmwr/volumes/69/wr/mm6911e1.htm?s_cid=mm6911e1_w), το υπουργείο Υγείας της Σιγκαπούρης πραγματοποίησε την ιχνηλάτηση των επαφών επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, για να εντοπιστούν άτομα που ίσως είχαν μολυνθεί. Σε περιπτώσεις πυρετού άνω των 38oC ή αναπνευστικών προβλημάτων, οι ασθενείς μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία. Στενές επαφές νοσούντων χαρακτηρίστηκαν αυτές που βρέθηκαν σε απόσταση μέχρι 2 μέτρα και για αρκετό χρονικό διάστημα (πάνω από μισή ώρα) με επιβεβαιωμένο ασθενή. Αν αυτά τα άτομα δεν είχαν συμπτώματα, τότε δεν μεταφέρονταν στο νοσοκομείο για νοσηλεία, αλλά έμπαιναν σε υποχρεωτική καραντίνα 14 ημερών. Ατομα που δεν ήρθαν σε επαφή με αρρώστους αλλά είχαν κάποιας μορφής αλληλεπίδραση με αυτούς, θεωρήθηκαν χαμηλότερου κινδύνου. Αυτοί δεν μπήκαν σε καραντίνα, αλλά απλά καταγράφηκαν και μπήκαν σε πρόγραμμα επιτήρησης. Ολες οι επαφές (στενές ή χαμηλού κινδύνου) ελέγχονταν καθημερινά με τηλεφωνική επικοινωνία υπαλλήλων του υπουργείου Υγείας, στους οποίους τα παραπάνω άτομα έδιναν τα στοιχεία της θερμοκρασία τους και ενημέρωναν για την κατάσταση της υγείας τους δυο φορές την ημέρα. Ο μέσος όρος ηλικίας των κρουσμάτων ήταν 42,5 έτη και το 72% των ασθενών ήταν μεταξύ 30 και 59 ετών, ενώ από τα 100 πρώτα κρούσματα, τα 24 ήταν εισαγόμενα (από την Κίνα).
Τα σχολεία δε χρειάστηκε να κλείσουν στη Σιγκαπούρη (τουλάχιστον μέχρι τις 5 Μάρτη). Μέτρα προφύλαξης πάρθηκαν, φυσικά, αλλά ο εγκαιρος αυστηρός έλεγχος απέδωσε και δε σημειώθηκε ούτε ένας θάνατος μέχρι σήμερα, ενώ τα κρούσματα είναι λιγότερα από αυτά που καταγράφηκαν στη χώρα μας (212 σύμφωνα με την έκθεση του ΠΟΥ στις 15/3/2020, για το νέο κοροναϊό βλ. https://www.who.int/docs/default-source/coronaviruse/situation-reports/20200315-sitrep-55-covid-19.pdf?sfvrsn=33daa5cb_6, όταν στην Ελλάδα ήταν 228).
Η αποτελεσματικότητα της εποπτείας και των προσπαθειών περιορισμού αξιολογήθηκαν από το ξεκίνημα της εμφάνισης του ιού μέχρι τις 29 Φλεβάρη, χρησιμοποιώντας τον εβδομαδιαίο μέσο όρο του χρονικού διαστήματος από τη στιγμή που άρχισαν να εμφανίζονται τα συμπτώματα της ίωσης μέχρι την στιγμή που επιβλήθηκε είτε μεταφορά σε νοσοκομείο είτε καραντίνα. Αυτή η μέτρηση δίνει μία ένδειξη για το χρόνο που ο δυνητικά άρρωστος με COVID-19 εξακολουθούσε να βρίσκεται μέσα στην κοινότητα. Η μέτρηση αυτή από 9 μέχρι 18 μέρες (για τις εισαγόμενες και τοπικές περιπτώσεις αντίστοιχα) μειώθηκε σε 0.9 και 3.1 ημέρες. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα που είτε νόσησαν είτε ήρθαν σε επαφή με άτομα που νόσησαν εντοπίστηκαν έγκαιρα και μεταφέρθηκαν είτε στο νοσοκομείο είτε σε καραντίνα.
Εκθεση του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (βλ. https://www.medrxiv.org/content/10.1101/2020.02.13.20022707v2) σημειώνει ότι η Σιγκαπούρη κατόρθωσε να καταγράψει τα εισαγόμενα περιστατικά ασθενών σχεδόν τρεις φορές περισσότερο από τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου. Αυτό το πέτυχε μέσω των σχολαστικών ελέγχων που αναφέραμε παραπάνω. Ταυτόχρονα, όπως επισημαίνει η έκθεση για τη νοσηρότητα και θνησιμότητα του νέου κοροναϊού του αμερικάνικου Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών, που αναφέραμε παραπάνω, η Σιγκαπούρη, προκειμένου να αποκαλύψει όλες τις περιπτώσεις μόλυνσης με το νέο κοροναϊό, αποφάσισε έγκαιρα τον έλεγχο όλων των περιπτώσεων γρίπης και πνευμονίας για να διαπιστωθεί αν είναι θετικές ή όχι στον COVID-19. Oπως σημείωσε ο γενικός γραμματέας του ΠΟΥ, Τέντρος Αντχανόμ Γκεμπρεγιέσους, οι Αρχές της Σιγκαπούρης δεν άφησαν πέτρα που να μην αναποδογυρίσουν στην προσπάθειά τους να ελέγξουν το νέο κοροναϊό. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν τα νέα κρούσματα να αρχίσουν να μειώνονται ένα μήνα μετά το ξέσπασμα της επιδημίας.
Ταϊβάν
Η Ταϊβάν, μία χώρα 23 εκατομμυρίων κατοίκων, μόλις 130 χιλιόμετρα μακριά από την Κίνα (η οποία δε συμμετέχει στον ΠΟΥ, λόγω του κινέζικου βέτο), έχοντας και αυτή την πικρή εμπειρία του SARS το 2002-2003, επέβαλε έλεγχο σε όλες τις αφίξεις από τη Γουχάν από τις 20 Γενάρη, πριν εντοπίσει επιβεβαιωμένο κρούσμα του ιού. Αποτέλεσμα των αυστηρών ελέγχων στα αεροδρόμια, προκειμένου να μην επαναληφθεί ο εφιάλτης του SARS, ήταν τα κρούσματα να είναι μερικές δεκάδες (γύρω στα 50) και τα γραφεία και σχολεία να παραμείνουν ανοιχτά, όπως μας ενημερώνει ο βρετανικός Guardian (βλ. https://www.theguardian.com/world/2020/mar/13/how-taiwan-is-containing-coronavirus-despite-diplomatic-isolation-by-china). Πολλά εστιατόρια, γυμναστήρια, καφέ στην πρωτεύουσα Ταϊπέι, είναι ακόμα πολυσύχναστα, αν και οι ιδιοκτήτες παίρνουν τη θερμοκρασία και ψεκάζουν τα χέρια όσων τα επισκέπτονται.
Προκειμένου να μη μείνει ο πληθυσμός από μάσκες, η κυβέρνηση αποφάσισε να τις αγοράσει όλες και να επιβάλει απαγόρευση εξαγωγής τους. Παρολαυτά, μόνο 800 έλεγχοι θερμοκρασίας γίνονται καθημερινά, ενώ δεν ελέγχεται καθημερινά κάθε άτομο που βρίσκεται σε καραντίνα.
Χονγκ Κονγκ
Το Χονγκ Κόνγκ ήταν η περιοχή με τα περισσότερα θύματα παγκοσμίως από τον SARS (299 στα 775, ποσοστό 38.5% του συνόλου), γι’ αυτό και τα μέτρα ήταν πολύ σκληρότερα από τις δύο προαναφερθείσες χώρες. Εκεί επιβλήθηκε νωρίς κλείσιμο σχολείων μέχρι το Πάσχα, έκλεισαν θέατρα, εκκλησίες και γήπεδα και ακυρώθηκαν όλες οι συγκεντρώσεις (μην ξεχνάμε ότι στο Χονγκ Κονγκ τους τελευταίους μήνες έγινε πληθώρα διαδηλώσεων και συγκρούσεων). Οι κάτοικοι έμειναν εθελοντικά στα σπίτια τους και οι δρόμοι ερήμωσαν. Αποτέλεσμα ήταν να συγκρατηθεί η εξάπλωση του κοροναϊού. Τα επιβεβαιωμένα κρούσματα ήταν 141 στις 15 Μάρτη και οι θάνατοι τέσσερις.
Κλείνουμε με την επισήμανση του Εμάνουελ Καποντιάνκο, γραμματέα υγείας της Διεθνούς Ομοσπονδίας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελίνου στο περιοδικό Time: «Η προετοιμασία για την επιδημία ξεκινά χρόνια πριν από το ξέσπασμά της… Αν, για παράδειγμα, ο αριθμός των κρεβατιών ή των γιατρών κόβονται κατά τη διάρκεια των ετών, θα είναι πολύ δύσκολο να αντισταθμιστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα».
Οι χώρες που αναφέραμε «πόνεσαν» με τον SARS. Γι’ αυτό οι αστικές κυβερνήσεις τους αναγκάστηκαν να κινηθούν γρήγορα, όχι βασιζόμενες στην «ατομική ευθύνη» αλλά παίρνοντας μέτρα και επιβάλλοντας ελέγχους, που περιόρισαν τη διάδοση του ιού. Αντίθετα, στις ευρωπαϊκές χώρες δεν υπήρξε άμεση κινητοποίηση (σκόπιμα και όχι από άγνοια των κυβερνήσεων), με αποτέλεσμα η κατάσταση να ξεφύγει και πλέον μόνο τα πολύ σκληρά μέτρα καραντίνας να μπορούν να δημιουργήσουν όρους ανάσχεσης της επιδημίας, αφού προηγουμένως πληρωθεί βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές. Οσο περισσότερο καθυστερούν να πάρουν τα μέτρα τόσο μεγαλώνει αυτό το τίμημα, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας (που δε θα είναι οι μόνες).
Ο νέος κοροναϊός δεν είναι ανίκητος. Ούτε πανικός χρειάζεται, ούτε όμως και εφησυχασμός! Και προπαντός, δεν πρέπει να δίνεται λευκή επιταγή στις αστικές κυβερνήσεις να διαχειριστούν την επιδημία.