Την περασμένη Κυριακή, η Ευρωπαϊκή Ενωση και ο Καναδάς υπέγραψαν διμερή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου (ονόματι CETA), μετά από επτά χρόνια διαπραγματεύσεων. Οι διαπραγματεύσεις κινδύνεψαν να ναυαγήσουν μετά από την άρνηση, την Παρασκευή, μιας βελγικής περιφέρειας (της Βαλονίας) να συναινέσει. Η Βαλονία τελικά υπέκυψε στις πιέσεις και η συμφωνία υπογράφηκε μεταξύ του καναδού πρωθυπουργού Τζάστιν Τριντό και των επικεφαλής των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ και του προέδρου της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Για να τεθεί σε ισχύ η ογκώδης συμφωνία των 1.598 σελίδων, θα πρέπει να επικυρωθεί από τα εθνικά κοινοβούλια του Καναδά και των χωρών μελών της ΕΕ, πράγμα που αναμένεται να γίνει μέχρι το τέλος του χρόνου.
Η συμφωνία αυτή, που αποτελεί τη μεγαλύτερη ίσως εμπορική συμφωνία που έχει υπογράψει μέχρι στιγμής η ΕΕ με τρίτες χώρες, θα καταργήσει τους δασμούς στο 92% των προϊόντων του εμπορίου μεταξύ ΕΕ και Καναδά. Αυτό όμως δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μια ρύθμιση των κανόνων με τους οποίους θα συνεχίσει να διεξάγεται ο άγριος οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ ευρωπαϊκών και καναδικών μονοπωλίων. Κι αυτό γιατί η κρίση μαστίζει και τις δύο χώρες, με τον Καναδά να βλέπει τις εξαγωγές του να είναι μειωμένες κατά 9.3% σε σχέση με το 2011, και τις 463 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο να βλέπουν τα κέρδη τους να μειώνονται κατά 18% σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και κατά 31% σε σχέση με τα προπέρσινα, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το περιοδικό Forbes (https://www.forbes.com/sites/shreyaagarwal/2016/05/25/global-2000-europes-largest-companies/#778eab723431).
Μετά από το ναυάγιο της Διατλαντικής Εταιρικής Συνεργασίας για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (Transatlantic Trade and Investment Partnership – TTIP) μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ, η διμερής συμφωνία με τον Καναδά φαίνεται να αποτελεί μια θετική έκβαση στον τομέα του «ελεύθερου εμπορίου». Αυτό όμως δε θα ωφελήσει ούτε τους εργαζόμενους, ούτε το περιβάλλον.
Οι επικριτές της νέας συμφωνίας στην Ε.Ε. επισημαίνουν τον κίνδυνο μαζικών προσφυγών καναδικών εταιριών σε περίπτωση που η ευρωπαϊκή νομοθεσία τις εμποδίζει να πετύχουν τα κέρδη που προσδοκούν. Σε άρθρο της βρετανικής εφημερίδας Independent αναφέρονται τα εξής:
«Στο επίκεντρο της νέας συμφωνίας CETA είναι ένα νέο νομικό σύστημα, ανοιχτό στις ξένες επιχειρήσεις αλλά όχι σε συνηθισμένους ανθρώπους. Ας πούμε ότι η βρετανική κυβέρνηση εκδίδει μία απόφαση. Αυτό θα μπορούσε να γίνει για να απαγορεύσει επικίνδυνα χημικά, να βελτιώσει την ασφάλεια των τροφίμων κτλ. Σύμφωνα με τη συμφωνία, μία καναδική εταιρία ή οποιαδήποτε εταιρία με καναδική θυγατρική, μπορεί να μηνύσει την βρετανική κυβέρνηση αν θεωρεί ότι η απόφαση είναι άδικη. Και όταν λέμε άδικη, εννοούμε ότι δε θα αποκομίσουν όσο κέρδος περιμένουν να βγάλουν. Η δίκη θα μπορούσε να γίνει σε ένα κεκλεισμένων των θυρών δικαστήριο υπό την εποπτεία δικηγόρων της εταιρίας και χωρίς δικαίωμα έφεσης (σ.σ. το τελευταίο αναιρέθηκε στη συμφωνία και θα υπάρχει μηχανισμός εφέσεων). Οι καναδικές εταιρίες το κάνουν ήδη αυτό σε όλο τον κόσμο. Μία εταιρία που λέγεται Gabriel Resources πρόσφατα ανακοίνωσε ότι μηνύει τη ρουμανική κυβέρνηση για ζημιές, αφότου το κοινοβούλιο μπλοκάρισε την ανάπτυξη ενός από τα χρυσορυχεία της λόγω περιβαλλοντικών κινδύνων. Τώρα υπάρχει αξίωση αποζημίωσης πιθανώς δισεκατομμυρίων λιρών. Η CETA θα ανοίξει αυτό το σύστημα σε χιλιάδες εταιρίες, ακόμα και αμερικανικές με θυγατρικές στον Καναδά, όπως οι Wal Mart, Chevron, Coca Cola και Monsanto» (https://www.independent.co.uk/voices/if-youre-worried-about-ttip-then-you-need-to-know-about-ceta-a6671886.html).
Το δικαστήριο αυτό δε θα έχει δικαιοδοσία να κρίνει τη νομιμότητα ενός μέτρου που καταγγέλλεται ότι παραβιάζει τη συμφωνία, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους που αμφισβητεί το συγκεκριμένο μέτρο. Το άρθρο 8.31 της συμφωνίας (βλ. https://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2014/september/tradoc_152806.pdf) αφήνει, όμως, στο δικαστήριο τη δυνατότητα να λάβει υπόψη του την εθνική νομοθεσία και την ερμηνεία της από τα εθνικά δικαστήρια. Η ερμηνεία όμως που θα δώσει δε θα είναι δεσμευτική για τα εθνικά δικαστήρια. Αν προκύψουν σοβαρά προβλήματα με την ερμηνεία της νομοθεσίας, που μπορεί να επηρεάσει την επένδυση, υπάρχει η δυνατότητα να επιληφθεί του θέματος μια Κοινή Επιτροπή της CETA, η απόφαση της οποίας θα είναι δεσμευτική για το δικαστήριο.
Το δημοσίευμα του Independent επισημαίνει τον κίνδυνο μαζικής πώλησης από τον Καναδά αυτοκινήτων που επιβαρύνουν το περιβάλλον. Πρόκειται για τα αυτοκίνητα που καίνε πετρέλαιο από ασφαλτούχο άμμο, το οποίο είναι από τα πιο καταστροφικά για το περιβάλλον καύσιμα στον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πετρελαίου εξορύσσεται από την Αλμπέρτα του Καναδά. Σήμερα υπάρχουν στην ΕΕ λίγα αυτοκίνητα που κινούνται με αυτό το πετρέλαιο αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει. Οταν η ΕΕ πρότεινε απαγορευτική νομοθεσία για να σταματήσει την εισαγωγή τέτοιων αυτοκινήτων στην Ευρώπη, ο Καναδάς χρησιμοποίησε τη CETA ως διαπραγματευτικό όπλο για να μπλοκάρει την πρόταση. Τώρα, οποιαδήποτε απόπειρα από την ΕΕ να μπλοκάρει την εισαγωγή τέτοιων αυτοκινήτων θα την έφερνε αντιμέτωπη με αξιώσεις μεγάλων αποζημιώσεων από τη βιομηχανία πετρελαίου ασφάλτου του Καναδά.
Παρόμοια προβλήματα θα προκύψουν στον τομέα των τροφίμων. Σύμφωνα με τον Independent, η Γαλλία και η Ιταλία έχουν πετύχει 42 εξαιρέσεις για την προστασία των τοπικών προϊόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της παρμεζάνας και του γαλλικού τυριού μπρι. Αυτό όμως δεν ισχύει για τις πιο αδύναμες χώρες της ΕΕ, που δεν έχουν φυσικά την ίδια διαπραγματευτική ικανότητα. Αυτές θα είναι έρμαια στα μονοπωλιακά συμφέροντα των καναδέζικων εταιριών. Σκεφτείτε τι θα έπρεπε να πληρώσει το ελληνικό κράτος στην καναδέζικη Eldorado Gold για διαφυγόντα κέρδη όταν αναστάλθηκαν οι εργασίες της στις Σκουριές, επειδή είχε γράψει εκεί που δεν πιάνει μελάνι την περιβαλλοντική νομοθεσία. Με τη CETA σε εφαρμογή οι χρυσοθήρες θα αποκτήσουν ένα ισχυρό όπλο για να επιβάλουν τις ληστρικές τους επιδιώξεις. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την «για πρώτη φορά Αριστερά» ελληνική κυβέρνηση να συναινέσει στη συμφωνία!