Καθώς τα αμερικάνικα στρατεύ-ματα ετοιμάζονται να αποσυρθούν από τις ιρακινές πόλεις μέχρι τον Ιούνιο, πληθαίνουν τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις που δείχνουν από τη μια ότι αναζωπυρώνονται οι εστίες αντίστασης εναντίον της αμερικάνικης κατοχής και των ντόπιων τοποτηρητών της και από την άλλη ότι οξύνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα διάφορα κέντρα για τη νομή της εξουσίας, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Καταρχάς, παρατηρείται σημαντική αύξηση των επιθέσεων το τελευταίο διάστημα σ’ όλη τη χώρα και ιδιαίτερα στις σουνιτικές γειτονιές της δυτικής και βόρειας Βαγδάτης, που υπήρξαν προπύργια της αντίστασης. Σχεδόν 200 άνθρωποι σκοτώθηκαν το Μάρτιο, οι περισσότεροι σε επιθέσεις με στόχο τον ιρακινό στρατό, την αστυνομία και φύλαρχους που συνεργάζονται με τους Αμερικάνους και την κυβέρνηση, κυρίως στις σουνιτικές περιοχές του Ιράκ, συμπεριλαμβανομένης της Μοσούλης.
Οι «New York Times» (31/3/09), σε άρθρο τους με τίτλο «Οι μαχητές δείχνουν νέα τόλμη σε πόλεις του Ιράκ», αναφέρουν ότι ιρακινοί και αμερικάνοι αξιωματούχοι ασφάλειας υποστηρίζουν ότι «ισλαμιστές και μπααθιστές μαχητές επανέρχονται στη μάχη σε περιοχές όπου σε μεγάλο βαθμό επικρατεί σήμερα ηρεμία και ανασυγκροτούνται ως μια μικρότερης έκτασης αλλά ακόμη φονική εξέγερση». Ακόμη, ότι γίνεται πολλή συζήτηση για το αν μια νέα εξέγερση μπορεί να προκαλέσει το μέγεθος που είχε φτάσει η βία στο αποκορύφωμα του πολέμου και ότι σε συνεντεύξεις με 14 φύλαρχους, επικεφαλής των αποκαλούμενων «Επαγρυπνούντων Συμβουλίων», όλοι δήλωσαν ότι έχει αυξηθεί η παρουσία των ισλαμιστών μαχητών στις περιοχές τους, καθώς ο αμερικάνικος στρατός άρχισε να κλείνει φυλάκια ή να τα παραδίδει στον ιρακινό στρατό.
Στο ίδιο άρθρο επισημαίνουν τον κίνδυνο να ενισχυθούν οι γραμμές των μαχητών με πρώην αντάρτες, που κρατούνται από τους Αμερικάνους για μεγάλο χρονικό διάστημα και έχουν αρχίσει να απελευθερώνονται με βάση την αμερικανοϊρακινή συμφωνία Ασφάλειας (SOFA), αν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος τους για να τους απαγγελθούν κατηγορίες. Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον ένας πρώην κρατούμενος ανατινάχτηκε σε επίθεση αυτοκτονίας. Επίσης, χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα ανησυχητική για τον αμερικάνικο στρατό τη χρήση ενός νέου όπλου από τους αντάρτες, των ρωσικής κατασκευής χειροβομβίδων RKG-3, που ζυγίζουν λιγότερο από 3 κιλά, κοστίζουν μόλις 10 δολάρια, μπορούν να εκτοξευτούν πολύ εύκολα και να διαπεράσουν το MRAP, το πανάκριβο και πιο σύγχρονο θωρακισμένο όχημα του αμερικάνικου στρατού.
Τέλος, οι «New York Times» επισημαίνουν ως σημαντική εξέλιξη την αύξηση των δολοφονικών επιθέσεων εναντίον κυρίως διοικητών και φυλάρχων επικεφαλής της σουνιτικής πολιτοφυλακής «Al Sahwa» (Επαγρυπνούντα Συμβούλια ή Γιοι του Ιράκ, κατά τους Αμερικάνους) και τη διαφοροποίηση που συντελείται στις γραμμές της το τελευταίο διάστημα.
Η «Al Sahwa» συγκροτήθηκε το 2007 από σουνίτες φύλαρχους σε συνεργασία με τους Αμερικάνους για να χτυπήσουν στις σουνιτικές περιοχές την Αλ-Κάιντα και κάθε εστία αντίστασης, με αντάλλαγμα συμμετοχή στη νομή της εξουσίας και δελεαστικά οικονομικά κίνητρα (π.χ. εργολαβίες στον κατασκευαστικό τομέα). Ο αριθμός των μελών της «Al Sahwa» είναι περίπου 100.000 και μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβριο μισθοδοτούνταν από τους Αμερικάνους με 300 δολάρια το μήνα. Από τον Οκτώβριο πέρασαν στην ευθύνη της κυβέρνησης Μαλίκι, με την υπόσχεση ότι το 20% θα ενταχθεί στον ιρακινό στρατό και στην αστυνομία και οι υπόλοιποι θα απορροφηθούν σε άλλες θέσεις του κρατικού μηχανισμού.
Εξι μήνες μετά, οι κυβερνητικές υποσχέσεις παραμένουν ανεκπλήρωτες, ένας αριθμός πολύ μικρότερος από το 20% έχει ενταχθεί στο στρατό και στην αστυνομία, η μισθοδοσία τους καθυστερεί, η αμνηστία που είχαν υποσχεθεί στους πρώην αντάρτες δεν έχει δοθεί, με αποτέλεσμα διοικητές και μέλη της πολιτοφυλακής να διώκονται κατά βούληση από την ιρακινή κυβέρνηση με κατηγορίες που αναφέρονται στο παρελθόν τους. Η δυσπιστία απέναντι στην κυβέρνηση Μαλίκι, η οποία εξαρχής είχε εκφράσει στους Αμερικάνους την αντίθεσή της στη δημιουργία της «Al Sahwa», η αυξανόμενη αβεβαιότητα για την τύχη τους, η φτώχεια και το αίσθημα περιθωριοποίησης που βιώνει ο σουνιτικός πληθυσμός προκαλούν, όπως φαίνεται, αντιδράσεις και διαφοροποιήσεις στις γραμμές των μελών της «Al Sahwa».
Οι «New York Times» μι- λούν για «αυξανόμενους φόβους ότι μέλη της Αl Sawha ενώνονται με ισλαμιστές εξτρεμιστές ή άλλες αντάρτικες ομάδες». Το αμερικάνικο περιοδικό «ΤIME», σε σχετικό άρθρο του με τίτλο «Η Αλ-Κάιντα διεισδύει στις φιλοαμερικάνικες πολιτοφυλακές στο Ιράκ» (31/3/09), προχωρά ακόμη παραπέρα: «Τους τελευταίους μήνες, η Αλ-Κάιντα και οι συνεργάτες της ανασυγκροτούνται και αναδιαβαθμίζουν τους στόχους και την τακτική τους. Εχουν στρατολογήσει απογοητευμένα μέλη του συνεργαζόμενου με τους Αμερικάνους κινήματος Sahwa, χρησιμοποιώντας τα ως πράκτορες ανάμεσα στις σουνιτικές κυρίως περιπόλους… Πολλοί έχουν επιστρέψει αφού ζήτησαν συγγνώμη, αλλά είναι ακόμη Sahwa. Φορούν κυβερνητική στολή, αλλά βάζουν εκρηκτικά και αυτοκόλλητες βόμβες. Η Sahwa είναι η μεγαλύτερη δεξαμενή στρατολόγησης για την Αλ-Κάιντα», αναφέρει, μεταξύ άλλων, επικαλούμενο έγκυρη πηγή. Και συνεχίζει: «Η ίδια πηγή ισχυρίζεται ότι περίπου 40% των μελών της Sahwa είναι πράκτορες των ανταρτών. Υψηλόβαθμη πηγή του υπουργείου Εσωτερικών, που θέλει να παραμείνει ανώνυμη, δεν αρνείται τη διείσδυση, αλλά υπολογίζει το ποσοστό γύρω στο 20%».
Τρεις μέρες αργότερα, στις 3 Απριλίου, ο ιρακινός πρωθυπουργός, Νούρι αλ – Μαλίκι, σε συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση, δήλωσε ότι «η Αλ-Κάιντα και οπαδοί του Σαντάμ Χουσεΐν έχουν διεισδύσει στη φιλοκυβερνητική πολιτοφυλακή που είχε βοηθήσει να τιθασευτεί η φονική εξέγερση». Με τη δήλωση αυτή ο Μαλίκι θέλησε κυρίως να δικαιολογήσει την κυβερνητική πολιτική απέναντι στη σουνιτική πολιτοφυλακή, την αθέτηση των υποσχέσεών του, την εκστρατεία συλλήψεων και διώξεων εναντίον ηγετικών στελεχών της, που έχει εξαπολύσει το τελευταίο διάστημα. Στον ανταγωνισμό για τη νομή της εξουσίας, η σουνιτική πολιτοφυλακή αποτελεί εν δυνάμει όπλο στα χέρια των αντιπάλων, απειλή γι αυτούς που την ελέγχουν τώρα και θέλουν να συνεχίσουν να την ελέγχουν. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση Μαλίκι επιχειρεί να την αποδυναμώσει και να την περιθωριοποιήσει. Και στην προσπάθεια αυτή δεν είναι αντίθετοι οι Αμερικάνοι.
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που συνέβηκε στις 28 Μαρτίου στη συνοικία Fadhil της Βαγδάτης. Οταν δύναμη του ιρακινού στρατού κινήθηκε να συλλάβει τον Adil al -Mashhadani, διοικητή της τοπικής σουνιτικής πολιτοφυλακής, οι άντρες του εξεγέρθηκαν και ακολούθησε πολύωρη ανταλλαγή πυρών, που άφησε 4 νεκρούς. Ο Mashhadani, που συνελήφθη μαζί με 7 συνεργάτες του, κατηγορείται για επιθέσεις με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, για καθοδήγηση ενός πυρήνα που κατασκεύαζε εκρηκτικούς μηχανισμούς, για σχέσεις με την Αλ-Κάιντα στο Ιράκ και συνεργασία με το «τρομοκρατικό» δίκτυο Jaysh al-Islami κ.ά. Παράλληλα, έχουν γίνει συλλήψεις δεκάδων ακόμη στελεχών της «Sahwa».
Η κατάσταση στο Ιράκ παραμένει εξαιρετικά πολύπλοκη και ρευστή. Οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες και απειλούν να τινάξουν στον αέρα το αμερικάνικο σχέδιο πολιτικής «ομαλοποίησης» και απεμπλοκής σημαντικής δύναμης του αμερικάνικου στρατού από τη χώρα.