(άρθρο του Haifa Zargana στη βρετανική εφημερίδα «Guardian», 28/2/06)
Σε ένα γράμμα σε φίλο του στην Ευρώπη, ο Abdul Razaq al – Na’as, 50 χρόνων, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βαγδάτης, εξέφραζε τη λύπη του για τους δολοφονημένους φίλους και συναδέλφους του. Το γράμμα του κατέληγε:
«Αναρωτιέμαι ποιος θα είναι ο επόμενος!». Ηταν αυτός. Στις 28 Ιανουαρίου, καθώς έφευγε με το αυτοκίνητό του από το γραφείο του στο πανεπιστήμιο, δύο αυτοκίνητα του έκλεισαν το δρόμο, από τα οποία κατέβηκαν ένοπλοι που τον εκτέλεσαν επί τόπου.
«Αναρωτιέμαι ποιος θα είναι ο επόμενος!». Ηταν αυτός. Στις 28 Ιανουαρίου, καθώς έφευγε με το αυτοκίνητό του από το γραφείο του στο πανεπιστήμιο, δύο αυτοκίνητα του έκλεισαν το δρόμο, από τα οποία κατέβηκαν ένοπλοι που τον εκτέλεσαν επί τόπου.
Ο Na’as δεν είναι ο πρώτος ακαδημαϊκός που δολοφονήθηκε στο μακελειό του «νέου Ιράκ». Εκατοντάδες ακαδημαϊκοί και επιστήμονες είχαν την ίδια τύχη από την εισβολή το Μάρτιο του 2003. Μόνο τα πανεπιστήμια της Βαγδάτης έχουν θρηνήσει τη δολοφονία περισσότερων από 80 μελών του προσωπικού τους. Ο υπουργός Παιδείας δήλωσε πρόσφατα ότι κατά τη διάρκεια του 2005 δολοφονήθηκαν 296 μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού και τραυματίστηκαν 133.
Κανένα απ’ αυτά τα εγκλήματα δεν ερευνήθηκαν από τις δυνάμεις κατοχής ή τις μεταβατικές κυβερνήσεις. Τα άφησαν στις διεθνείς ανθρωπιστικές ομάδες και στις αντιπολεμικές οργανώσεις. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι το Δικαστήριο των Βρυξελλών για το Ιράκ, που έχει συντάξει ένα κατάλογο για να πείσει τον ειδικό εκπρόσωπο του ΟΗΕ να ερευνήσει το ζήτημα. Το κάνουν με τη βοήθεια ιρακινών ακαδημαϊκών, που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους συμμετέχοντας σ’ αυτή τη διαδικασία.
Η έρευνά τους δείχνει ότι τα θύματα ήταν γυναίκες και άντρες απ’ όλο το Ιράκ, με διαφορετική εθνική, θρησκευτική και πολιτική προέλευση. Οι περισσότεροι εκδήλωναν ανοιχτά την αντίθεσή τους στην κατοχή. Οι περισσότεροι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ. Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη.
Η έρευνά τους δείχνει ότι τα θύματα ήταν γυναίκες και άντρες απ’ όλο το Ιράκ, με διαφορετική εθνική, θρησκευτική και πολιτική προέλευση. Οι περισσότεροι εκδήλωναν ανοιχτά την αντίθεσή τους στην κατοχή. Οι περισσότεροι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ. Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη.
Οπως πολλοί Ιρακινοί, πιστεύω ότι αυτές οι δολοφονίες έχουν πολιτικά κίνητρα και συνδέονται με την αποτυχία των δυνάμεων κατοχής να κερδίσουν κάποια αξιόλογη κοινωνική υποστήριξη στη χώρα. Για να εκπληρωθούν οι στόχοι της κατοχής, τα ανεξάρτητα πνεύματα πρέπει να εξαλειφθούν. Αισθανόμαστε ότι είμαστε μάρτυρες μιας προμελετημένης προσπάθειας να καταστραφεί η πνευματική ζωή στο Ιράκ.
Ο καθηγητής al – Na’as ήταν γνωστό πρόσωπο στα κανάλια αλ – Τζαζίρα και αλ – Αραπίγια. Επανειλημμένα είχε καταδικάσει τη συνεχιζόμενη παραμονή των αμερικάνικων στρατευμάτων στο Ιράκ και είχε κατακρίνει τις σεκταριστικές μεταβατικές κυβερνήσεις και τις πολιτοφυλακές τους. Η περίπτωσή του είναι επανάληψη της δολοφονίας του ακαδημαϊκού Abdullateef al – Mayah. Διακεκριμένου αγωνιστή για τα ανθρώπινα δικαιώματα και πολέμιου της κατοχής, που δολοφονήθηκε μόλις 12 ώρες μετά την εμφάνισή του στο αλ – Τζαζίρα, απ’ όπου κατήγγειλε τη διαφθορά του διορισμένου από τις ΗΠΑ Κυβερνητικού Συμβουλίου.
Οι πολιτοφυλακές έχουν αντικαταστήσει το διαλυμένο ιρακινό στρατό, εφαρμόζοντας το δικό τους νόμο. Μερικές μονάδες λειτουργούν με το μανδύα της «νομιμότητας», όπως η «ταξιαρχία των λύκων», που υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών και είναι διαβόητη για τις τρομοκρατικές επιδρομές της σε τζαμιά και για το βασανισμό πολιτών.
Τον περασμένο μήνα ο δημοσιογράφος Abdul Hadi al – Zaidi κατηγόρησε τις πολιτοφυλακές της κυβέρνησης ότι έχουν στο στόχαστρό τους διανοούμενους. Είναι ένας από την ομάδα των ιρακινών δημοσιογράφων που, ύστερα από τη δολοφονία του al – Na’as, κατέβηκε σε απεργία, απαιτώντας την άμεση διερεύνηση της συστηματικής εκστρατείας δολοφονιών διανοουμένων που αντιτίθενται στην κατοχή.
Μετά τη βομβιστική επίθεση στο Λονδίνο τον περασμένο Ιούλιο, ο Τόνι Μπλερ υποσχέθηκε στο βρετανικό λαό να «οδηγήσει τους υπεύθυνους στη δικαιοσύνη». Στο Ιράκ η βρετανική κυβέρνηση κάνει ακριβώς το αντίθετο. Ο νόμος της κατοχής ορίζει ότι «όλοι οι ξένοι στρατιώτες, διπλωμάτες ή εργολάβοι που εμπλέκονται στη δολοφονία ιρακινών πολιτών δεν επιτρέπεται να συλληφθούν ή να δικαστούν στο Ιράκ». Και η βρετανική και η αμερικάνικη κυβέρνηση κάνουν τα στραβά μάτια στις συστηματικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στις δολοφονίες που διαπράττονται από τους πελάτες τους στο Ιράκ.
Εχει γίνει φανερό ότι οι δυνάμεις κατοχής, με τα επίλεκτα στρατεύματά τους και τον προϋπολογισμό των 6 δισ. δολαρίων το μήνα, δεν μπορούν να κρατήσουν το Ιράκ. Ο μόνος έντιμος και ρεαλιστικός δρόμος είναι ο ειλικρινής διάλογος με την ιρακινή αντίσταση για πλήρη αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων, επαρκείς αποζημιώσεις και ακύρωση του χρέους για να ξαναχτιστεί η χώρα.
(σ.σ. Ο συγγραφέας του άρθρου είναι μυθιστοριογράφος, ιρακινής καταγωγής, και πρώην κρατούμενος του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεϊν)