Στις 17 Σεπτεμβρίου, μπήκε και επίσημα στο συρτάρι το σχέδιο Μπους για τη νέα αντιπυραυλική ασπίδα στην Ευρώπη με την απόφαση του Μπαράκ Ομπάμα να εγκαταλείψουν οι ΗΠΑ το σχέδιο ανάπτυξης αντιπυραυλικών συστημάτων σε Πολωνία και Τσεχία, το οποίο είχε προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση της Ρωσίας. Η απόφαση αυτή δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η στάση του Ομπάμα στο επίμαχο ζήτημα ήταν εξαρχής πολύ προσεκτική και συγκρατημένη, αφήνοντας να διαφανεί ότι το σχέδιο Μπους επανεξετάζεται.
Παράλληλα, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Αντερς Φογκ Ράσμουσεν, προχώρησε σε μια «επίθεση φιλίας και συνεργασίας» προς τη Ρωσία με τρεις προτάσεις.
1. «Την άμεση εξέταση της ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών σε όλους τους τομείς που υπάρχει κοινό ενδιαφέρον, όπως την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την απαγορευση των όπλων μαζικής καταστροφής και τη σταθεροποίηση της κατάστασης στο Αφγανιστάν.
2. Την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών, που κλονίστηκε λόγω των διαφορών τους σχετικά με τη διεύρυνση της συμμαχίας.
3. Την εξέταση από ΝΑΤΟ και Ρωσία των νέων προκλήσεων του 21ου αιώνα στον τομέα της ασφάλειας».
Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν εκτιμήσεις του τύπου ότι «αρχίζει μια νέα εποχή στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας» ή εικασίες σχετικά με το τι είναι διατεθειμένο να δώσει το Κρεμλίνο σε ανταπόδωση της χειρονομίας του Λευκού Οίκου, ιδιαίτερα στο φλέγον ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Το αν και κατά πόσο είναι βάσιμες αυτές οι εκτιμήσεις, που κυριαρχούν στη σχετική αρθρογραφία του διεθνούς τύπου, συνδέεται με τους λόγους που οδήγησαν τον αμερικάνο πρόεδρο στην απόφαση αυτή.
Κατά την άποψή μας, οι λόγοι αυτοί είναι πρωταρχικά οικονομικοί. Η αμερικάνικη οικονομική αιμοραγία στους πολέμους του Ιράκ και του Αφγανιστάν έχει γίνει δυσβάστακτη και το κόστος ανάπτυξης των περιβόητων αντιπυραυλικών συστημάτων σε Τσεχία και Πολωνία θα ήταν, σύμφωνα με τους ειδικούς, τεράστιο και συνεπώς ασήκωτο, εν μέσω μάλιστα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός και η αντιπαράθεση με τη Μόσχα θα κορυφώνονταν σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για την Ουάσιγκτον.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η ετήσια χρηματοδότηση μόνο των αμερικάνικων στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν ήταν 20.8 δισ. δολάρια για το 2002, 60.2 δισ. για το 2009 και 228.2 συνολικά για το διάστημα 2002-2009, ενώ για το 2010 ο Ομπάμα έχει ζήτήσει 68 δισ., ποσό που για πρώτη φορά από το 2003 ξεπερνά τις στρατιωτικές δαπάνες για τον πόλεμο του Ιράκ. Τα ποσά αυτά ανεβαίνουν ακόμη περισσότερο, αν προστεθούν οι λεγόμενες «μη στρατιωτικές δαπάνες» (π.χ η αμερικάνικη πρεσβεία στο Αφγανιστάν έχει ζήτησει 2,5 δισ. δολάρια για το 2010, ενώ οι δαπάνες για τη λεγόμενη «ανοικοδόμηση» από το 2001 έχουν φτάσει στα 38 δισ. δολάρια).
Εκτός από τα οικονομικά οφέλη για την Ουάσιγκτον, με την απόφαση Ομπάμα και την «επίθεση φιλίας» του ΝΑΤΟ προς τη Ρωσία κλείνει, τουλάχιστον για την κρίσιμη αυτή περίοδο, το μέτωπο που είχε ανοίξει με τη Ρωσία εξαιτίας του σχεδίου ανάπτυξης των αντιπυραυλικών συστημάτων σε Πολωνία και Τσεχία καθώς και της σχεδιαζόμενης επέκτασης του ΝΑΤΟ σε Ουκρανία και Γεωργία, ζητήματα που είχαν διαταράξει σοβαρά τις σχέσεις της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ τα δυο τελευταία χρόνια. Οι σημερινές περιστάσεις επιβάλλουν τη βελτίωση των σχέσεών τους με τη Ρωσία, γιατί, εκτός των άλλων, χρειάζονται τη συνδρομή της στο πρόβλημα του Ιράν και του Αφγανιστάν.
Αυτή τη στιγμή δεν είναι δυνατόν να προβλέψει κανείς πώς και κατά πόσο θα ανταποκριθεί η Μόσχα στις προσδοκίες του Λευκού Οίκου καθώς και πόσο θα διαρκέσει η περίοδος εκεχειρίας ανάμεσά τους. Γιατί την ίδια μέρα (17/9) που ανακοινώθηκε η απόφαση του Ομπάμα, η Ρωσία υπέγραψε συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Αμπχαζία και την Οσετία, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του αμερικανόδουλου γεωργιανού προέδρου Σακασβίλι. Η συμφωνία αυτή, που έχει στόχο να αποτρέψει την ανακατάληψη των περιφερειών αυτών από τη Γεωργία, επιτρέπει στη Ρωσία την εγκατάσταση σε καθεμιά 1.700 στρατιωτών για τα επόμενα 50 χρόνια, με τη δυνατότητα στη συνέχεια ανανέωσης της παραμονής τους ανά πενταετία. Στην Αμπχαζία, η διοίκηση αυτής της στρατιωτικής δύναμης θα εγκατασταθεί στο λιμάνι Γκουντάουτα της Μαύρης Θάλασσας, που σημαίνει ότι ακόμη κι αν μια φιλοαμερικάνικη κυβέρνηση της Ουκρανίας αποφασίσει να καταργήσει τη ρωσική ναυτική βάση της Σεβαστούπολης, η Ρωσία θα παραμείνει στη Μαύρη Θάλασσα και θα αποτρέψει τις αμερικανικες προσπάθειες να τη μετατρέψουν σε «νατοϊκή λίμνη». Σημειωτέον ότι, με βάση προηγούμενες συμφωνίες, υπάρχουν και άλλα ρωσικά στρατεύματα στην Αμπχαζία και την Οσετία, που ανακήρυξαν και τυπικά την ανεξαρτησία τους μετά την ήττα της Γεωργίας στον πόλεμο με τη Ρωσία τον Αύγουστο του 2008, ενώ η Ρωσία έχει επίσης αναλάβει την προστασία του εναέριου χώρου και την εκπαίδευση του στρατού τους.
Οι εξελίξεις αυτές φαίνεται να ενισχύουν τη θέση της Ρωσίας. Αυτό σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα να παζαρέψει από καλύτερη θέση τις όποιες παραχωρήσεις κάνει στην Ουάσιγκτον και να παραμείνει αμετακίνητη σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας (π.χ. επέκταση του ΝΑΤΟ). Το βέβαιο είναι ότι η όποια βελτίωση στις σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ, σαν αποτέλεσμα των τελευταίων εξελίξεων, θα είναι προσωρινή. Μια περίοδος «εκεχειρίας» στο μεταξύ τους ανταγωνισμό για αγορές και σφαίρες επιρροής. Οι μεταξύ τους αντιθέσεις με την πρώτη ευκαιρία θα ξαναβγούν στην επιφάνεια και θα τις δούμε να βγάζουν έξω τα «μαχαίρια» και να μπαίνουν σε νέα κούρσα εξοπλισμών.