«Οταν θέλουν να μας απαγορέψουν να δουλέψουμε, μας κατατάσσουν στους “ξένους εργάτες”. Αν θέλεις να με θεωρήσεις “ξένο”, ok. Ομως ένας ξένος σ’ αυτή τη χώρα μπορεί να κατέχει ένα διαμέρισμα… Γιατί να με θεωρείς ξένο στην εργασία μου, αλλά σε κάθε τι άλλο να μου αρνείσαι τα δικαιώματα του ξένου;». Με αυτά τα λόγια σχολίασε ο Αχέντ Μπχαρ, υπάλληλος του ΟΗΕ από το προσφυγικό στρατόπεδο της Σατίλα στα περίχωρα της Βηρυτού, την απόφαση του υπουργού Εργασίας του Λιβάνου Καμίλ Αμπού Σλεϊμάν, να απολύονται όσοι παλαιστίνιοι ή σύριοι πρόσφυγες εργάζονται χωρίς άδεια εργασίας, με επαπειλούμενη ποινή να κλείσουν οι εταιρίες στις οποίες εργάζονται!
Η απόφαση πάρθηκε στα μέσα Ιούλη και προκάλεσε το άμεσο ξέσπασμα χιλιάδων παλαιστίνιων προσφύγων που κατέβηκαν σε ογκώδεις διαδηλώσεις και μαζικές απεργίες στο Λίβανο, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με άγρια καταστολή από την αστυνομία.
Η άθλια κατάσταση που βιώνουν οι παλαιστίνιοι πρόσφυγες στο Λίβανο είναι γνωστή εδώ και πολλές δεκαετίες (από τότε που έφτασαν στη χώρα, μία φορά το 1948 και μία το 1967). Θεωρούνται “ξένοι”, χωρίς όμως να έχουν τα δικαιώματα των ξένων. Δε δικαιούνται να έχουν δική τους ιδιοκτησία (ενώ οι ξένοι δικαιούνται) και απαγορεύεται να εργάζονται σε μια σειρά από επαγγέλματα.
Η αφόρητη κατάσταση και οι μεγάλοι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί στον παλαιστινιακό πληθυσμό έκαναν πολλούς πρόσφυγες να εγκαταλείψουν τη χώρα και ν’ αναζητήσουν αλλού δουλειά. Γι’ αυτό και ο πραγματικός αριθμός τους είναι άγνωστος, καθώς ο ΟΗΕ τον υπολογίζει σε 450.000, ενώ η κυβερνητική επιτροπή «διαλόγου» σε λιγότερους από τους μισούς.
Οπως και να έχει το πράγμα, αυτοί που συνεχίζουν να ζουν στο Λίβανο στοιβάζονται σε άθλια γκέτο που είναι διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της χώρας. Οι μισοί από αυτούς ζουν σε 12 στρατόπεδα υπό την αιγίδα της UNWRA.
Κατά την επίσκεψή μας το 2006 στα νότια προάστια της Βηρυτού είχαμε περάσει έξω από ένα απ’ αυτά τα στρατόπεδα. Το Μπαρζ Ελ Μπαράζν στη συνοικία Χαρέτ Χρέικ του Ντάχι είναι ένα μεγάλο στρατόπεδο που «φιλοξενεί» 40.000 πρόσφυγες, οι οποίοι ζουν σε πλινθόκτιστα κακοκτισμένα κτίρια, κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, ένα γκέτο δηλαδή. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στα ιστορικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα, όπου διαδραματίστηκαν οι μεγάλες σφαγές από τους χριστιανούς φαλαγγίτες με την καθοδήγηση των Σιωνιστών το 1982. Πολυόροφα πλινθόκτιστα κτίρια το ένα κολλητά στο άλλο, χωρίς θεμέλια, καλώδια που κρέμονται στα στενά σοκάκια, πολύωρες καθημερινές διακοπές της ηλεκτροδότησης, αποχετεύσεις που ρέουν στους δρόμους και έλλειψη ακόμα και πόσιμου νερού και στοιχειώδους ιατρικής περίθαλψης, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν το παζλ της άθλιας διαβίωσης του παλαιστινιακού πληθυσμού στα στρατόπεδα. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την τρομερή στενότητα χώρου (στο στρατόπεδο Σατίλα ζουν 16.000 Παλαιστίνιοι σε 39.567 τετρ.μέτρα, δηλαδή αντιστοιχούν περίπου 2.5 τετρ. μέτρα ανά κάτοικο!), τότε μπορούμε να καταλάβουμε για τι μέγεθος εξαθλίωσης μιλάμε. Χαρακτηριστικό της άθλιας κατάστασης που βιώνουν οι παλαιστίνιοι πρόσφυγες στο Λίβανο είναι το γεγονός ότι τα τελευταία πέντε χρόνια 100 άτομα στο Μπαρζ Ελ Μπαράζν πέθαναν από ηλεκτροπληξία!
Αναγκασμένοι να δουλεύουν στις χειρότερες δουλειές, συχνά παράνομα, μιας και διάφορες υπουργικές αποφάσεις (Νο. 1/289, 19/12/1982 και μία στις 15/12/1995) απαγόρευαν για χρόνια στους Παλαιστίνιους να εργάζονται σε τουλάχιστον 72 επαγγέλματα, οι παλαιστίνιοι πρόσφυγες ζούσαν στην πλειοψηφία τους (60%) με 1 δολάριο την ημέρα το 2006, ενώ πάνω από το 40% των παιδιών κάτω των 16 εργάζονταν σε άθλιες συνθήκες. Αυτό το 1 δολάριο ισοδυναμούσε εκείνη την περίοδο με λίγο λιγότερο από ένα κιλό μπανάνες (που υπάρχουν άφθονες στη χώρα) ή με μια ντουζίνα αυγά, σύμφωνα με τις τιμές που διαπιστώσαμε στα μαγαζιά του χριστιανικού τομέα της Βηρυτού. Φυσικά, τα προϊόντα είναι φθηνότερα (και πολύ χειρότερης ποιότητας) στις περιοχές των Παλαιστίνιων, αλλά αυτό δεν αλλάζει και πολύ την κατάσταση. Η κρίση και η είσοδος άφθονου εργατικού δυναμικού από άλλες χώρες (κυρίως από τη Συρία) χειροτέρευσαν την κατάσταση των παλαιστίνιων προσφύγων.
Το 2010, η κυβέρνηση του Λιβάνου αποφάσισε να χαλαρώσει λίγο τους περιορισμούς για τους παλαιστίνιους πρόσφυγες, επιτρέποντάς τους να δουλεύουν σε περισσότερα επαγγέλματα και να τους χορηγούνται άδειες εργασίας χωρίς να πληρώνουν. Επειδή όμως το κόστος μετακυλήθηκε στους εργοδότες, που θα έπρεπε να πληρώνουν εισφορά 23.5% στα ασφαλιστικά ταμεία, αυτοί προτίμησαν να μην τους δηλώνουν. Ετσι, ελάχιστοι Παλαιστίνιοι απέκτησαν άδειες εργασίας.
Αποδείχτηκε έτσι αυτό που λέγαμε από τότε που ψηφιζόταν ο νόμος. Οτι δε φτάνει να δίνεις άδειες εργασίας, αλλά θα πρέπει να εξασφαλίσεις δουλειές με ίσες αμοιβές και ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης. Αυτό όμως προϋποθέτει να δοθούν χρήματα για τη στέγαση των προσφύγων σε ανθρώπινα σπίτια (και όχι στα χαλάσματα των προσφυγικών καταυλισμών), χρήματα για τη μόρφωσή τους, και να επιβάλλεις μεροκάματα ίδια με τους ντόπιους εργάτες. Πράγματα που δε συνάδουν με ένα καθεστώς καπιταλιστικό και μάλιστα σε συνθήκες όξυνσης της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού (https://www.eksegersi.gr/issue/605/Διεθνή/3308.Περισσότερα-ή-πλήρη-δικαιώματα).