Μιλώντας για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωσή του, ο Ερίκ Μπρετό, πρόεδρος της «φιλανθρωπικής» ΜΚΟ «Κιβωτός της Ζωής», δήλωσε σε γαλλικό ραδιοφωνικό σταθμό, ότι δεν μετανιώνει για την επιχείρηση στο Τσαντ! «Σε ό,τι αφορά τη νομιμότητα της επιχείρησης, την καλή θέληση για την μεταφορά των παιδιών από το Τσαντ, δεν μετανιώνω καθόλου και αν έπρεπε να το ξανακάνω, θα το ξαναέκανα, γιατί θέλω να κάνω κάτι καλό για τους πρόσφυγες από το Νταρφούρ», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Θυμίζουμε, ότι ο Μπρετό συνελήφθη επ’ αυτοφώρω, μαζί με άλλα μέλη της οργάνωσής του, την ώρα που ετοιμαζόταν να φορτώσουν σε ναυλωμένο ισπανικό αεροσκάφος περισσότερα από 100 παιδιά, τα οποία είχαν αρπάξει χωρίς τη συναίνεση των οικογενειών τους και θα τα μετέφεραν στη Γαλλία για να τα «δώσουν» για υιοθεσία. Οι σύγχρονοι αυτοί δουλέμποροι καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη από δικαστήριο του Τσαντ και πρόσφατα παραδόθηκαν στη Γαλλία, ύστερα από μυστικά παζάρια του Σαρκοζί με τη χούντα που κυβερνά το Τσαντ, για να εκτίσουν –υποτίθεται– την ποινή τους σε γαλλικές φυλακές. Στη Γαλλία, φυσικά, τους δόθηκε χάρη και αφέθηκαν ελεύθεροι, για να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους. Παλιά, η αποικιοκρατία δρούσε με τις ιεραποστολές, σήμερα ο ιμπεριαλισμός δρα με τις ΜΚΟ.
«Σκοπός μας ήταν να προκαλέσουμε ένα διεθνές επεισόδιο που θα ανάγκαζε τον κόσμο να επέμβει ουσιαστικά στην υπόθεση του Νταρφούρ», δήλωσε υποκριτικά ο Μπρετό, ενώ –σύμφωνα με τη Le Monde– αποκάλυψε ότι οι γαλλικές Αρχές ήταν ενήμερες για την επιχείρησή του! «Ο υπουργός Εξωτερικών ήταν πλήρως ενημερωμένος σχετικά με την επιχείρησή μας, γιατί εγώ ο ίδιος συνάντησα έναν από τους συμβούλους του και του είχα δώσει την ανάλυσή μου σχετικά με την κατάσταση στο Νταρφούρ και μια άλλη ανάλυση σχετικά με τις επιπτώσεις μιας τέτοιας επιχείρησης», δήλωσε ο Μπρετό.
Παιρνώντας στην αντεπίθεση, ο μοντέρνος αυτός δουλέμπορος, που θέλει να διατηρήσει το μαγαζί του, δήλωσε ότι θα κινηθεί δικαστικά εναντίον της υπουργού για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ράμα Γιάντε. «Είμαι αποφασισμένος να κινηθώ δικαστικά εναντίον της για συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς έχω αγανακτήσει», ήταν η κατακλείδα της δήλωσής του.