Ούτε 24 ώρες δεν έμειναν στο Αστυνομικό Τμήμα οι κατά το νόμο υπεύθυνοι για το έγκλημα στον «Τιτάνα», όπου σκοτώθηκαν δυο εργάτες και σακατεύτηκαν πέντε. Ο διευθυντής του εργοστάσιου, ο τεχνικός ασφάλειας και ο εργοδηγός και μέτοχος της εταιρίας εργολάβου αφέθηκαν ελεύθεροι, αφού τους απαγγέλθηκαν από τον εισαγγελέα κατηγορίες σε βαθμό πλημμελήματος για ανθρωποκτονία από αμέλεια και απλή σωματική βλάβη από αμέλεια. Σε λιγότερες από 24 ώρες οι δικαστικές αρχές διαπίστωσαν ότι δεν υπήρξε καν «ενδεχόμενος δόλος», ώστε να χαρακτηρίσουν τις πράξεις κακουργήματα.
Τι σημαίνει ενδεχόμενος δόλος; Σημαίνει ότι οι υπεύθυνοι γνώριζαν ότι έβαζαν τους εργάτες να δουλέψουν με κίνδυνο της ζωής τους, αλλά αδιαφόρησαν γι’ αυτόν τον κίνδυνο, μη παίρνοντας τα απαραίτητα μέτρα. Δύσκολα θα βρισκόταν αστικό δικαστήριο να τους καταδικάσει για κακούργημα, όμως οι εισαγγελικές αρχές επέλεξαν να μην ασκήσουν καν δίωξη, που σημαίνει ότι επέλεξαν να μη διερευνηθεί καν ο βαθμός της εγκληματικής συμπεριφοράς.
Πρόκειται για μια καθαρά ταξική επιλογή, μέσω της οποίας σβήστηκε από το χάρτη η ουσία της συμπεριφοράς της εταιρίας. Δηλαδή, η αδιαφορία για τη ζωή των εργατών και η επιδίωξη της γρήγορης ολοκλήρωσης του έργου με κάθε τίμημα. Οπως γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο, έβαλαν στη μια μεριά της ζυγαριάς τις ζωές των εργατών και στην άλλη την ανάγκη τους να τελειώσει τάχιστα η ανακατασκευή του γερανού φόρτωσης, γιατί όσο ο γερανός ανακατασκευαζόταν δεν μπορούσαν να φορτώσουν με τσιμέντο τα καράβια. Και φυσικά, η ζυγαριά έγειρε υπέρ της ταχύτητας (και ανασφάλειας για τους εργάτες). Το κέρδος «ζύγισε» περισσότερο από τις ζωές.
Αυτή την πραγματικότητα κανένα αστικό δικαστήριο δεν θα τη διερευνήσει. Δε θέλουν να τη διερευνήσουν, δε θέλουν ν’ ακουστεί η φωνή των εργατών, δε θέλουν ν’ ανοίξουν πληγές. Γιατί τότε δε θα ‘χουν άλλη δουλειά να κάνουν εκτός από το να δικάζουν καπιταλιστές και διευθυντικά στελέχη με κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος. Κι αυτό θεωρείται αμαρτία σε ένα σύστημα στο οποίο θεωρείται δεδομένο ότι ο εργάτης παίρνει κάποια ρίσκα στην εργασία του. Ολα αυτά τα εγκλήματα, λοιπόν, αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται ένα τροχαίο ατύχημα. Μάλιστα, για τα τροχαία έχει θεσπιστεί και μια μορφή κακουργήματος τα τελευταία χρόνια, ενώ για τα εγκλήματα στους χώρους εργασίας, λόγω έλλειψης μέτρων ασφάλειας, ουδείς διανοείται να εισηγηθεί τη θέσπιση κάποιου κακουργήματος (έστω, υπό κάποιες περιστάσεις). Ακόμη και εκεί που τα πράγματα είναι εξόφθαλμα, όπως για παράδειγμα στο έγκλημα των «Σωληνουργείων Κορίνθου», και αναγκάζονται αρχικά, για να κατασιγάσουν την οργή των εργατών, να απαγγείλουν κάποια κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος, έρχονται μετά από λίγο καιρό και μετατρέπουν το κακούργημα σε πλημμέλημα. Τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων πρέπει να αισθάνονται τα ίδια ασφάλεια, να αισθάνονται ότι το κράτος τα προστατεύει, ούτως ώστε να μην έχουν αναστολές στις αποφάσεις που παίρνουν. Να αδιαφορούν εγκληματικά για τις ζωές των εργατών, με τη βεβαιότητα ότι ακόμα κι αν «κάτσει η στραβή» δεν θα αντιμετωπίσουν τίποτα περισσότερο από κάποιες κατηγορίες σε βαθμό πλημμελήματος, που το κόστος τους θα καλύψει η εταιρία.
Κατά τα άλλα, το σκηνικό που οδήγησε στο έγκλημα στον «Τιτάνα» διαγράφεται πλέον πιο καθαρό. Περισσότερους από 500 εργάτες είχε το συγκεκριμένο εργοστάσιο πριν από δέκα χρόνια. Μόλις 110 έχουν απομείνει και εργάζονται σήμερα.
Απολύσεις δεν έγιναν, όμως οι συνταξιοδοτούμενοι δεν αντικαθίσταντο από νεοπροσλαμβανόμενους. Τη δουλειά των πεπειραμένων μόνιμων εργατών άρχισαν να την κάνουν εργολάβοι. Εργολάβοι με εξευτελιστικά μεροκάματα και μισοειδικευμένο προσωπικό, αποφασισμένοι για όλα. «Χτυπάνε» μια δουλειά, την παίρνουν «σκοτωμένη» και για να βγάλουν οι ίδιοι κέρδος «σκοτώνουν» τους εργάτες. Ετσι, συνολικά το κεφάλαιο (βιομηχανία και εργολάβοι) καταφέρνουν ν’ αυξήσουν την κερδοφορία τους, «φτηναίνοντας» την εργατική τάξη και δημιουργώντας ένα ανασφαλές εργασιακό περιβάλλον, όπου ο θάνατος καραδοκεί ανά πάσα στιγμή.