Στο προηγούμενο φύλλο δημοσιεύσαμε το δελτίο Τύπου τεσσάρων συνδικάτων του Ιράν (Συνδικάτο Δημοτικών Οδηγών Λεωφορείων Τεχεράνης, Συνδικάτο Εργαζομένων στα Εργοστάσια Ζάχαρης, Ελεύθερη Συνέλευση Ιρανών Εργαζομένων, Συνδικάτο Εργαζομένων στον Ηλεκτρισμό και το Μέταλλο), για την 31η επέτειο της ιρανικής επανάστασης. Τα συνδικάτα δεν ζητούσαν την… ανατροπή του καπιταλισμού. Στοιχειώδη εργατικά δικαιώματα ζητούσαν, όπως αναγνώριση του δικαιώματος της απεργίας, του συνδικαλισμού, αυξήσεις, κατάργηση της μαύρης εργασίας κτλ.
Οι δυτικές «δημοκρατίες» οι οποίες στο όνομα μόνο αναγνωρίζουν αυτά τα δικαιώματα εξανίστανται όταν αυτά δεν εφαρμόζονται στο Ιράν. Γι’ αυτό και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να φιλοξενήσουν στα δυτικά ΜΜΕ ακόμα και ιρανούς συνδικαλιστές, με προφανή πολιτικό στόχο. Να παρουσιάσουν το Ιράν σαν μια χώρα που βρίσκεται στον αντίποδα της δικής τους «δημοκρατίας» (την ίδια στιγμή που δεν έχουν κανένα πρόβλημα με άλλα δεσποτικά καθεστώτα της περιοχής, όπως για παράδειγμα η Σαουδική Αραβία). Ανεξάρτητα όμως από τη δυτική προπαγάνδα, η «Ισλαμική Δημοκρατία» του Ιράν δεν ξεφεύγει και πολύ από τα γενικά πλαίσια των αστικών καθεστώτων της περιοχής. Ας δούμε όμως τα πράγματα λίγο πιο συγκεκριμένα.
Σύντομη ιστορική αναδρομή
Στις 11 του περασμένου Φλεβάρη συμπληρώθηκαν 31 χρόνια από τη νίκη της ιρανικής επανάστασης. Μιας καθαρά λαϊκής επανάστασης (όχι σαν τις «πορτοκαλί» που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα τελευταία χρόνια) που γκρέμισε το σιδηρόφρακτο φασιστικό καθεστώς του αμερικανόδουλου Σάχη. Μια επανάσταση όμως που δυσφημίστηκε όσο λίγες, μια και τόσο η «Σοβιετική Ενωση» (αυτό το σοσιαλ-ιμπεριαλιστικό τερατούργημα που δημιουργήθηκε μετά την παλινόρθωση του καπιταλισμού στο ανατολικό μπλοκ), όσο και η «λαϊκή Κίνα» διατηρούσαν καλές σχέσεις με το καθεστώς του Σάχη. Η πρώτη τηρούσε σιγή ιχθύος όταν τα καλύτερα παιδιά του ιρανικού λαού σφαγιάζονταν από τους πραιτοριανούς του Σάχη, ενώ η δεύτερη τον στήριζε πολιτικά στο όνομα της μαοϊκής θεωρίας των «τριών κόσμων» (κατά την οποία ο «τρίτος κόσμος», δηλαδή καθεστώτα τύπου Σάχη, ήταν σύμμαχος στον αγώνα ενάντια στον… ιμπεριαλισμό).
Η επανάσταση νίκησε και το καθεστώς του Σάχη κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, όμως η πολυπόθητη αλλαγή δεν ήρθε. Κι αυτό γιατί την εξουσία την άρπαξαν οι μουλάδες με ηγέτη τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος επιστρέφοντας από την εξορία του στο Ιράκ αναλαμβάνει τα ινία της «Ισλαμικής Δημοκρατίας». Η νέα εξουσία έρχεται γρήγορα αντιμέτωπη ξανά με το λαϊκό στοιχείο. Καταστέλλει με τη φωτιά και το σίδηρο τους Κούρδους του Δυτικού Ιράν που ζητούν αυτονομία, καθώς και τις μαζικές διαδηλώσεις που ξεσπούν στην Τεχεράνη (διαδηλώσεις που θεωρούνται προβοκατόρικες από τους «κομμουνιστές» του Τουντέχ)!
Κοινωνική ειρήνη
Προκειμένου να κρατηθούν στην εξουσία οι μουλάδες και να αποφευχθούν νέες κοινωνικές εκρήξεις, πέρα από την καταστολή το νέο καθεστώς χρησιμοποίησε νέα εργαλεία για να διατηρήσει την κοινωνική ειρήνη. Το σημαντικότερο από αυτά είναι οι επιδοτήσεις. Να πως περιγράφει την πολιτική των επιδοτήσεων το δίκτυο των εργατικών συνδικάτων στο Ιράν:
«Μια από τις λίγες νίκες της ιρανικής εργατικής τάξης από την επανάσταση του 1979 ήταν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του ιρανικού λαού να χρησιμοποιεί ελεύθερα δισεκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια που παρέχεται με τη μορφή των κρατικών επιδοτήσεων. Καταναλωτές βενζίνης, φούρνοι, επιβάτες αστικών λεωφορείων και καταναλωτές δημόσιων υπηρεσιών είναι μεταξύ των δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που επωφελήθηκαν στον ένα βαθμό ή στον άλλο από αυτή την πολιτική. Για παράδειγμα, οι επιβάτες λεωφορείων στις αστικές περιοχές πληρώνουν μόλις το ένα δέκατο περίπου των ναύ-λων που θα πλήρωναν σε άλλη περίπτωση. Η βενζίνη είναι μόλις 40 λεπτά το λίτρο. Το αέριο για το μαγείρεμα είναι το ένα πέμπτο της αποκαλούμενης τιμής αγοράς, κτλ. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτά τα οφέλη δεν ήταν αποτέλεσμα μιας πράξης κυβερνητικής γενναιοδωρίας αλλά κατόρθωμα μέσω της θυσίας και του αίματος εκατομμυρίων Ιρανών»[1].
Μπορεί το καθεστώς να μην έδωσε και… δισεκατομμύρια (όπως λίγο υπερβολικά αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα), το σίγουρο είναι ότι η πολιτική των επιχορηγήσεων ήταν εκτεταμένη. Αυτό υποστηρίζει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο σε έκθεσή του το 2007 αναφέρει τα εξής:
«Το Ιράν είναι προικισμένο με μεγάλο πλούτο υδρογονανθράκων. Η κυβέρνηση έχει πληθώρα επιλογών για να εξασφαλίσει ότι οι πολίτες μοιράζονται τα οφέλη που προκύπτουν από αυτό τον πλούτο. Στο Ιράν, όμως και σε ορισμένες άλλες πλουτοπαραγωγικές χώρες, η κυβέρνηση έχει διαλέξει να διανείμει μια σημαντική ποσότητα του φυσικού πλούτου με τον πιο άμεσο τρόπο: θέτοντας τις εγχώριες τιμές των προϊόντων υδρογονανθράκων (σ.σ. πετρέλαιο, βενζίνη, κτλ.) περίπου στο κόστος παραγωγής στους χρήστες και καταναλωτές, ανεξάρτητα από την διεθνή τιμή τους. Επιπρόσθετα, το Ιράν διατηρεί σχετικά μεγάλες επιδοτήσεις για πρώτες ανάγκες (π.χ. τρόφιμα, φάρμακα) και σε ορισμένους παραγωγούς»[2].
Σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση, οι επιχορηγήσεις που δίνονται χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τις άμεσες και τις έμμεσες. Οι πρώτες πληρώνονται απευθείας από τον προϋπολογισμό (είτε της κεντρικής κυβέρνησης είτε των περιφερειών) με στόχο τις περισσότερες φορές τη μείωση των τιμών καταναλωτή. Για παράδειγμα, το 2004 η ιρανική κυβέρνηση αποφάσισε να αποζημιώνει την Εθνική Ιρανική Εταιρία Πετρελαίου για τη διαφορά μεταξύ του κόστους της εισαγομένης βενζίνης και των τιμών στην εσωτερική αγορά[2]. Ετσι η αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου μεταξύ 2004 και 2007 δεν επηρέασε τις τιμές της εσωτερικής αγοράς που έμειναν λίγο-πολύ σταθερές. Σαν αποτέλεσμα, αυτές οι άμεσες επιχορηγήσεις των τιμών της βενζίνης αυξήθηκαν από το 1.6% του ΑΕΠ (που ήταν το έτος 2004/2005[3]) στο 2.2% (το έτος 2006/07).
Οι έμμεσες επιδοτήσεις δεν είναι «ζεστό χρήμα», αλλά διευκολύνσεις που δίνονται στο καταναλωτικό κοινό μέσω κυβερνητικών αποφάσεων. Οπως μας πληροφορεί το ΔΝΤ[2], «ρυθμίσεις τιμών παίρνουν τη μορφή διοικητικών αποφάσεων που επιβάλλονται στους παραγωγούς να παρέχουν προϊόντα ή υπηρεσίες, χωρίς να πληρωθούν ή με μειωμένες τιμές, στο καταναλωτικό κοινό ή σε ορισμένες ομάδες (όπως φτηνά δάνεια για κατασκευή κατοικιών στις νέες οικογένειες)». Αυτές οι έμμεσες όπως αποκαλούνται επιδοτήσεις, δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν (κάποιες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 15% του ΑΕΠ) και ακόμα πιο δύσκολο να καταργηθούν (σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ).
Το Ιράν δεν είναι η μόνη χώρα που χρησιμοποιεί το εργαλείο των επιδοτήσεων για να διατηρήσει την κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό. Οπως φαίνεται στον Πίνακα 1 που συντάξαμε από την έκθεση του ΔΝΤ που αναφέραμε παραπάνω[2], το Κουβέιτ ξοδεύει περισσότερο μέρος του ΑΕΠ για επιδοτήσεις. Ομως το γεγονός είναι ότι ένα ποσοστό γύρω στο 15% των εξόδων της κεντρικής κυβέρνησης πάει σε επιδοτήσεις.
Πιέσεις για αντιδραστική στροφή
Αυτή η πολιτική των επιδοτήσεων απετέλεσε το κόκκινο πανί για τους «ειδικούς» του ΔΝΤ, το οποίο σε έκθεσή του το 2007, αφού επαινεί τις κυβερνήσεις γιατί από το 2002 έκαναν στροφή για το άνοιγμα της χώρας στις «διεθνείς αγορές» και τις ξένες επενδύσεις, σημειώνει ότι «η οικονομία εξακολουθεί να επιβαρύνεται με μεγάλες και αναποτελεσματικές επιδοτήσεις»[4]. Γι’ αυτό το λόγο, το ΔΝΤ προτείνει στο Ιράν τη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων και ιδιαί-τερα των έμμεσων που εκτιμάται ότι κοστίζουν περισσότερο. Για το πώς απαντά η κυβέρνηση Αχμαντινετζάντ και για τις εξελίξεις στο εργατικό κίνημα θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
1. «Είναι προοδευτικός ο Αχμαντινετζάντ;». Αρθρο του Δικτύου των Ιρανικών Εργατικών Συνδικάτων (από το διαδικτυακό τόπο Iran Labour Report, https://iranlaborreport.com/?p=1 2/2/10).
2. «Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν: Επιλεγμένα θέματα», Κεφ. ΙΙ «Επιδοτήσεις στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν». Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Αναφορά Νο.08/285 Αύγουστος 2008.
3. Το κάθε οικονομικό έτος στο Ιράν ξεκινάει από τις 21 Μαρτίου (ορισμένες φορές και από τις 20 Μάρτη). Επομένως το έτος 2004/2005, στο Ιράν αντιστοιχεί με το έτος 1383 το οποίο ξεκίνησε από τις 20 Μάρτη του 2004 και τελείωσε την ίδια μέρα του 2005. Οι στατιστικές της κεντρικής τράπεζας του Ιράν ακολουθούν αυτό το ημερολόγιο και όχι το δικό μας.
4. «Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν: Διευθύνοντας τη μετάβαση σε μία οικονομία της αγοράς», Εκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, 2007