Το Σάββατο 7 Ιούνη, πέθανε στα 62 του χρόνια, ο ηγέτης της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ, Ραμαντάν Σάλαχ και κηδεύτηκε άμεσα, όπως ορίζει το Ισλάμ, στο στρατόπεδο παλαιστίνιων προσφύγων Αλ Γιαρμούκ στη Δαμασκό της Συρίας, παρά το διπλωματικό μαραθώνιο της Χαμάς και της Τζιχάντ με την αιγυπτιακή χούντα, προκειμένου να μεταφερθεί ο νεκρός και να ταφεί στη Γάζα, την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Το σύνολο των οργανώσεων της Αντίστασης απέτισε φόρο τιμής στον Σάλαχ, αποκαλώντας τον εθνικό ηγέτη, χαρακτηρισμό που αντανακλά το ρόλο του στο κίνημα, αλλά και το σεβασμό και την εκτίμηση που απολάμβανε από το σύνολο του παλαιστινιακού λαού και των πολιτικών οργανώσεων. Μέχρι και ο εντελώς ανυπόληπτος ηγέτης της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, δήλωσε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο της ΠΑ, WAFA, ότι «χάνοντας τον Σάλαχ, χάσαμε ένα μεγάλο εθνικό άντρα», αποτίοντας φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο που στην πραγματικότητα ήταν εχθρός του, καθώς ο Σάλαχ πάλευε για την απελευθέρωση του παλαιστινιακού λαού και όχι για τη διαιώνιση της καταπίεσής του από τους σιωνιστές. Ο Αμπάς παραβλέπει τις απόπειρες δολοφονίας του Σάλαχ από τους σιωνιστές και την επικήρυξή του από το FBI ως τρομοκράτη, με αμοιβή εκατομμύρια δολάρια για όποιον έδινε πληροφορίες, συνεχίζοντας κανονικά τη συνεργασία σε όλα τα επίπεδα και με τους δύο.
Ο Ραμαντάν Αμπντουλάχ Μοχάμεντ Σάλαχ γεννήθηκε σ’ ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη της Γάζας, τον Γενάρη του 1958. Το 1967, όταν η Γάζα καταλήφθηκε από τους Σιωνιστές, η οικογένειά του πήρε το δρόμο της προσφυγιάς προς την Αίγυπτο. Εκεί τέλειωσε το σχολείο, σπούδασε Οικονομικά και έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στην Αγγλία, όπου εκπόνησε και το διδακτορικό του στα Διεθνή Οικονομικά και τις Τραπεζικές Υποθέσεις.
Δίδαξε σε Πανεπιστήμια της Βρετανίας και της Αιγύπτου και το 1991 προσκλήθηκε ως επισκέπτης καθηγητής και άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα, στην Τάμπα, ενώ παράλληλα συμμετείχε στο «Ιδρυμα Παγκόσμιων και Ισλαμικών Σπουδών», που είχε ιδρύσει ο καθηγητής στο ίδιο Πανεπιστήμιο, Σάμι αλ-Αριαν.
Την άνοιξη του 1995, αναχώρησε από τις ΗΠΑ λέγοντας στους συναδέλφους του ότι πηγαίνει να φροντίσει τον άρρωστο πατέρα του και να κάνει έρευνα για ένα βιβλίο σχετικό με τις ισλαμικές τραπεζικές υποθέσεις. Λίγους μήνες αργότερα, πράκτορες της Μοσάντ δολοφόνησαν στη Μάλτα τον καθηγητή Φάθι Σικάκι, γενικό γραμματέα της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ. Η οργάνωση ανακοίνωσε ότι νέος γενικός γραμματέας της εκλέχτηκε ο Δρ Ραμαντάν Σάλαχ.
Στις ΗΠΑ ξέσπασε σάλος. Το FBI ποτέ δεν μπόρεσε να χωνέψει ότι είχε κάτω από τη μύτη του ηγετικό στέλεχος μιας από τις πιο επικίνδυνες «τρομοκρατικές» οργανώσεις. Μολονότι οι συνάδελφοί του στο Πανεπιστήμιο δήλωναν ότι ποτέ δεν άκουσαν τον Σάλαχ να κάνει «ακραίο» ή «τρομοκρατικό» κήρυγμα, αλλά μόνο να αναπτύσσει φιλανθρωπικό έργο για τους δοκιμαζόμενους Παλαιστίνιους, το FBI συνέλαβε τον καθηγητή Αλ-Αριαν και άλλα στελέχη του Ιδρύματος που διηύθυνε και τους κατηγόρησε ως στελέχη της ΠΙΤ, μαζί με τον απόντα Σάλαχ. Ενα μήνα αργότερα, ο Σάλαχ επικηρύχτηκε μαζί με άλλα στελέχη του Πολιτικού Γραφείου της ΠΙΤ.
Μετά τη νίκη της Αντίστασης επί των σιωνιστών κατά την διάρκεια της εισβολής του Ισραήλ στη Γάζα, το καλοκαίρι του 2014, ο Σάλαχ ήταν αυτός που -ως εκπρόσωπος του συνόλου των οργανώσεων της Αντίστασης- χαιρέτισε το λαό της Γάζας που δεμένος σαν το νύχι με το κρέας με την Αντίσταση πέτυχε μια τεράστια νίκη και δε λύγισε μπροστά στην ισραηλινή βαρβαρότητα, τους χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες. Η επιλογή του Σάλαχ δεν ήταν τυχαία, αλλά αντανακλούσε το σημαίνοντα ρόλο της ΠΙΤ στην αναχαίτιση του ισραηλινού εισβολέα αλλά και την αυξανόμενη επιρροή της στον παλαιστινιακό λαό.
Η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ, στην ηγεσία της οποίας ο Σάλαχ βρισκόταν μέχρι το 2018 (αποχώρησε για σοβαρούς λόγους υγείας), αποτελεί μαζί με τη Χαμάς την αιχμή του δόρατος της Αντίστασης. Γεννημένη τη δεκαετία του ‘80, η ΠΙΤ είναι τέκνο της αντίστασης στην πολιτική των συνεχών συμβιβασμών της Φατάχ αλλά και της επιρροής της ιρανικής επανάστασης στις αραβικές μάζες. Η μετατροπή της Φατάχ σε «σκιώδη εξουσία» στο πλάι της ισραηλινής κατοχής, με τη δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής μετά τις συμφωνίες του Οσλο (που οδήγησαν στην άγρια καταστολή κάθε πράξης αντίστασης), οδήγησε πολλούς Παλαιστίνιους που ήθελαν να συνεχίσουν τον αγώνα να ενταχθούν στις αντιστασιακές ομάδες, πρώτα απ’ όλα στη Χαμάς και δευτερευόντως στην Τζιχάντ. Το κίνημα του Πολιτικού Ισλάμ στην Παλαιστίνη γνώρισε εκρηκτική ανάπτυξη στη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, γιατί εμφανίστηκε ως το νέο πολιτικό κίνημα της Παλαιστίνης, οι ηγέτες του οποίου δεν είχαν καμιά συμμετοχή στην PLO.
Η ΠΙΤ παρουσιάζεται σαν «η πλέον φανατική ισλαμιστική οργάνωση». Σε θρησκευτικό επίπεδο, όμως, η Χαμάς είναι πιο «σκληροπυρηνική». Οι σιωνιστές και τα τσιράκια τους βαφτίζουν θρησκευτικό φανατισμό τις «σκληρές» πολιτικές θέσεις της οργάνωσης. Οντως, η ΠΙΤ δεν αποδέχεται ούτε την πολύχρονη ανακωχή που πρότεινε παλαιότερα η Χαμάς. Ομως, αυτό είναι πολιτική θέση που δεν έχει καμιά σχέση με θρησκευτικό φανατισμό. Απορρέει από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα καμία ανακωχή, καμία ειρηνευτική διαδικασία δεν έχει προωθήσει ούτε στο ελάχιστο τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο λόγος της ΠΙΤ είναι κυρίως πολιτικός. Οι θρησκευτικές ιδεολογικές αρχές της (με τις οποίες δεν έχουμε, φυσικά, καμία σχέση) δε θα μπορούσαν να γίνουν άλλοθι για να γυρίσουμε την πλάτη μας σ’ αυτούς που αγωνίζονται δίνοντας το αίμα τους για την ελευθερία της Παλαιστίνης.