Η ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και η κατάσταση στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία, ήταν ο βασικός άξονας των συνομιλιών της τέταρτης συνόδου κορυφής της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης, που πραγματοποιήθηκε στις 21-22 Μάη στη Ρίγα της Λετονίας. Ομως για τα ελληνικά μίντια η μόνη είδηση ήταν η συνάντηση Τσίπρα με Μέρκελ και Ολάντ στο περιθώριο της συνόδου, αγνοώντας το αποτέλεσμα της συνόδου, που είναι σημαντικό, γιατί αποτυπώνει τις πολιτικές τάσεις, τις διαφοροποιήσεις και τους συσχετισμούς στους κυρίαρχους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στη σύνοδο, εκτός από τους ηγέτες των 28 χωρών – μελών της Ε.Ε, πήραν μέρος οι ηγέτες της Λευκορωσίας, της Αρμενίας, του Αζερμπαϊτζάν, της Ουκρανίας, της Γεωργίας και της Μολδαβίας, που διαφοροποιούνται ως προς το ενδιαφέρον και την πολιτική τους απέναντι στην ΕΕ. Οι μεν Λευκορωσία και Αρμενία έχουν ήδη γίνει μέλη της Ευρωασιατικής Ενωσης του Πούτιν, γεγονός που αποκλείει την πραγματική οικονομική και πολιτική ενσωμάτωσή τους στην ΕΕ, το δε Αζερμπαϊτζάν, τους πλούσιους ενεργειακούς πόρους του οποίου εποφθαλμιούν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ, κρατά αποστάσεις.
Μάλιστα, ο πρόεδρός του Ιλχάμ Αλίγιεφ αρνήθηκε να παραστεί στη σύνοδο της Ρίγας, σε ένδειξη προφανώς διαμαρτυρίας για την κριτική που δέχεται από την ΕΕ για παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη χώρα του. Μόνο η Ουκρανία, η Γεωργία και η Μολδαβία παραμένουν ένθερμοι υποστηρικτές της ενσωμάτωσης στην ΕΕ. Ομως κι αυτές έφυγαν ουσιαστικά με άδεια χέρια από τη σύνοδο της Ρίγας. Τόσο στις παραμονές όσο και στη διάρκεια της συνόδου από τη μια έπεσαν οι τόνοι εναντίον της Ρωσίας και από την άλλη έγινε σαφές από δηλώσεις κορυφαίων ευρωπαίων αξιωματούχων, αλλά και των Μέρκελ και Γιούνκερ, ότι στόχος των κυρίαρχων δυνάμεων της ΕΕ είναι να επιβραδύνουν τις διαδικασίες σύνδεσης και ακόμη περισσότερο ένταξης των χωρών αυτών στην ΕΕ. Η δήλωση της Μέρκελ κατά τη διάρκεια της συνόδου ότι «η Ανατολική Εταιρική Σχέση δεν είναι εργαλείο για επέκταση της ΕΕ» και του Γιούνκερ ότι η ΕΕ πρέπει να πειστεί ότι καθεμιά από τις χώρες της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης έχει ευρωπαϊκή προοπτική και ότι «όσον αφορά τώρα, ούτε εμείς ούτε αυτές είμαστε έτοιμοι» κόβουν τα φτερά όσων βιάζονται να μπουν στη λυκοσυμμαχία της ΕΕ.
Η πολιτική αυτή αποτυπώθηκε και στο τελικό ντοκουμέντο της συνόδου της Ρίγας, στο οποίο δεν υπάρχει καμιά υπόσχεση για την πολυπόθητη κατάργηση της βίζας για την Ουκρανία και τη Γεωργία, δεν γίνεται καμιά νύξη για ενδεχόμενη ένταξή τους στην ΕΕ και δεν αναφέρεται τίποτα σχετικά με τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Το μόνο που επιβεβαιώνεται είναι ότι η ζώνη ελεύθερου εμπορίου με την Ουκρανία θα αρχίσει να λειτουργεί την 1η Γενάρη του 2016.
Η εξέλιξη αυτή έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις και αποτελεί πολιτικό πλήγμα για την κυβέρνηση του Κιέβου. «Μετά τη σύνοδο, η Ουκρανία αντιλήφθηκε ότι δεν θα γίνει μέλος της ΕΕ στο προβλέψιμο μέλλον και πιθανόν να μη συνδεθεί καθόλου με την ΕΕ», δήλωσε σε συνέντευξη τύπου στις 25 Μάη στο Κίεβο ο Κοστ Μπονταρένκο, διευθυντής του «Ukrainian Policy Foundation». Ο Ρουσλάν Μπόρτνικ, διευθυντής του «Ukrainian Institute of Policy Analysis and Management», δήλωσε ότι η πολιτική της ευρωπαϊκής επέκτασης της ΕΕ έχει φτάσει στα όριά της. Η ΕΕ έκανε καθαρό ότι η παραπέρα ενσωμάτωση των κρατών της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης δεν θα προχωρήσει πέρα από συμφωνίες σύνδεσης. Ενας άλλος ουκρανός ειδικός στη διεθνή πολιτική, ο Ολεγκ Βολόσιν, πρώην επικεφαλής του τμήματος πληροφοριών του ουκρανικού υπουργείου Εξωτερικών, δήλωσε ότι η ουκρανική ηγεσία έκανε λάθος επικεντρώνοντας αποκλειστικά στην ευρωπαϊκή ενσωμάτωση. Και ο προαναφερόμενος Κοστ Μπονταρένκο συμφώνησε μαζί του προσθέτοντας ότι «η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση είχε μετατραπεί σε νέα θρησκεία στην Ουκρανία και σε ζήτημα στο οποίο δεν μπορούσε να ασκηθεί κριτική».
Πέρα από τη συνέχιση για απροσδιόριστο χρόνο του πολέμου στην Ουκρανία και τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες στο εσωτερικό της ΕΕ, είναι φανερό ότι η διαφοροποίηση της πολιτικής της ΕΕ απέναντι στις χώρες της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης συνδέεται με τη στάση της απέναντι στη Ρωσία και αποτελεί συνέχεια της συνεργασίας Μέρκελ, Πούτιν, Ολάντ, η οποία οδήγησε στις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός του Μινσκ. Τους τελευταίους μήνες, οι τόνοι εναντίον της Ρωσίας ακόμη και από τους πιο φανατικούς (Πολωνία, Βαλτική) έχουν εμφανώς πέσει, οι απειλές για κυρώσεις ακούγονται σπάνια πλέον, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις Γαλλίας – Ρωσίας για την επιστροφή του χρηματικού ποσού που θα πρέπει να επιστρέψει η Γαλλία στη Ρωσία μετά την ακύρωση της συμφωνίας για τα δύο ελικοφόρα πλοία Μιστράλ ως αποτέλεσμα των κυρώσεων.








