Με τις προεδρικές εκλογές – φάρσα της 21ης Φλεβάρη έπεσε και τυπικά η αυλαία για τον επί 33 χρόνια δικτάτορα της Υεμένης Αμπντουλάχ Αλί Σάλεχ. Διάδοχός του ο στρατηγός Μανσούρ Χάντι, επί χρόνια αντιπρόεδρος της χώρας και μοναδικός υποψήφιος στις εκλογές, με βάση τη συμφωνία που υπογράφτηκε στις 23 Νοεμβρίου του 2011 από τον Αλί Σάλεχ και τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις της χώρας με πρωτοβουλία του Συμβουλίου Συνεργασίας των χωρών του Κόλπου. Η συμφωνία, εκτός από τη χορήγηση ασυλίας στον Αλί Σάλεχ, στην οικογένεια και στους στενούς συνεργάτες του, προβλέπει, μετά την εκλογή του Μανσούρ Χάντι, μια δίχρονη μεταβατική περίοδο που θα κλείσει με την πραγματοποίηση βουλευτικών και προεδρικών εκλογών.
Ωστόσο, η σκιά του Αλί Σάλεχ εξακολουθεί να πέφτει βαριά πάνω από τη χώρα, όχι μόνο γιατί ο ίδιος έχει δηλώσει ότι θα επιστρέψει μετά τις εκλογές από τις ΗΠΑ, όπου μετέβη μετά την υπογραφή της συμφωνίας για να μην προκαλεί με την παρουσία του, και ότι θα συνεχίσει να συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα. Αλλά κυρίως γιατί ολόκληρο το καθεστώς Σάλεχ παραμένει στη θέση του άθικτο. Το ίδιο και το κόμμα του, που συμμετέχει κατά 50% στη μεταβατική κυβέρνηση. Ο γιος του Αχμέντ παραμένει διοικητής των στρατευμάτων της πανίσχυρης Ρεπουμπλικανικής Φρουράς, ενώ ο αδελφός του και τα ανήψια του κατέχουν ανώτατα πόστα στο στρατό και στις δυνάμεις Ασφάλειας.
Παρόλα αυτά, οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, που διατηρούσαν στον ένα ή στον άλλο βαθμό σχέσεις με το καθεστώς και στη συνέχεια τάχθηκαν με το μέρος της εξεγερμένης νεολαίας και κατέληξαν να υπογράψουν τη μεταβατική συμφωνία αναδιανομής της εξουσίας, χαρακτήρισαν τις εκλογές «νίκη και αρχή μιας νέας εποχής για τη χώρα» και κάλεσαν το λαό να συμμετέχει μαζικά στην ψηφοφορία. Ανάμεσά τους, η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης, η ισλαμική Islah, που περιλαμβάνει τη Μουσουλμανική Αδελφότητα της Υεμένης, τους Σαλαφιστές και ισχυρούς φύλαρχους. Μέλος της Islah είναι η βουλευτίνα και δημοσιογράφος Ταουακούλ Καρμάν, που βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ, η οποία χαρακτήρισε τις εκλογές «καρπό της λαϊκής εξέγερσης» και κάλεσε το λαό σε μαζική συμμετοχή. Το ίδιο και ο στρατηγός Αλί Μόχσεν αλ Αχμαρ, που είχε ταχθεί με την ταξιαρχία που διοικούσε στο πλευρό των διαδηλωτών.
Ωστόσο, οι πολιτικές εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί με τις ευλογίες του Λευκού Οίκου και τη συναίνεση των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων της χώρας, με στόχο να εκτονωθεί η λαϊκή οργή και να βραχυκυκλωθεί η εξεγερμένη νεολαία, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα φέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.
Γιατί μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και του λαού δεν αποδέχονται τη χορήγηση ασυλίας στον Αλί Σάλεχ και την κλίκα του και απαιτούν την τιμωρία τους για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει, για τους εκατοντάδες νεκρούς και τους χιλιάδες τραυματίες της εξέγερσης που ζητούν δικαίωση.
Γιατί το αυτονομιστικό κίνημα στη Νότια Υεμένη, το αποκαλούμενο Νότιο Κίνημα, κάλεσε σε αποχή από τις εκλογές και κήρυξε την ημέρα διεξαγωγής τους «μέρα πολιτικής ανυπακοής». Σημειωτέον ότι στις παραμονές των εκλογών έγιναν δεκάδες επιθέσεις σε εκλογικά τμήματα στη νότια Υεμένη. Σε αποχή από τις εκλογές κάλεσαν και οι αντάρτες Ζάιντι στη βόρεια Υεμένη, που έχουν κάνει έξι πολέμους από το 2004 με το καθεστώς Σάλεχ, αφού κατήγγειλαν τη μεταβατική συμφωνία για τη χορήγηση ασυλίας στην κλίκα του Αλί Σάλεχ για τα εγκλήματα που διέπραξαν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης.
Γιατί, τέλος, το ισχυρό ένοπλο ισλαμικό κίνημα, που ελέγχει σημαντικό μέρος της νότιας επαρχίας Αμπιάν, δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τους στόχους του και να καταθέσει τα όπλα.
Συνεπώς, παρά τις προσπάθειες των ΗΠΑ, η κατάσταση θα παραμείνει για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα ασταθής και ρευστή στη στρατηγικής σημασίας για τα αμερικάνικα συμφέροντα στην περιοχή και τη διακίνηση του πετρελαίου αυτή χώρα. Δυστυχώς, και στην περίπτωση της Υεμένης, η απουσία πολιτικής οργάνωσης για τη υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων και τη διεκδίκηση των αιτημάτων των εξεγερμένων επέτρεψε στις αστικές πολιτικές δυνάμεις να τη χρησιμοποιήσουν για να ανέβουν στο τρένο της εξουσίας και να απαιτήσουν την αναδιανομή της.