Ενα μήνα περίπου μετά την έναρξη του πολέμου, η ηγεσία του πακιστανικού στρατού ανακοίνωσε στο τέλος του Μάη ότι έχει συντρίψει την ένοπλη αντίσταση των ισλαμιστών μαχητών στην Κοιλάδα Σουάτ και στις περιοχές Λόουερ Ντιρ και Μπουνέρ της Βορειοδυτικής Συνοριακής Επαρχίας. Ιδιαίτερη και μάλιστα συμβολική σημασία αποδίδεται στην κατάληψη της πόλης Μινγκόρα, της μεγαλύτερης πόλης στην Κοιλάδα Σουάτ, γιατί θεωρείται αναμφισβήτητη απόδειξη των επιτυχιών του πακιστανικού στρατού και πρόκριμα για την σχεδιαζόμενη επέκταση του πολέμου στο βόρειο και νότιο Βαζιριστάν. Ωστόσο, οι συγκρούσεις συνεχίζονται στα περίχωρα κάποιων πόλεων και σε άλλα σημεία της εμπόλεμης ζώνης, ενώ ο ίδιος ο πακιστανικός στρατός παραδέχεται ότι πολλοί μαχητές ξύρισαν τη γενειάδα τους και διέφυγαν ανακατεμένοι με τους πρόσφυγες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, γεγονός που προκαλεί σοβαρή ανησυχία στα αμερικάνικα και πακιστανικά στρατιωτικά επιτελεία.
Ισοπεδωμένα χωριά Πόλεις φαντάσματα
Τις τελευταίες μέρες, επιτράπηκε σε δημοσιογράφους ελεγχόμενη πρόσβαση στην Μινγκόρα και σε κάποια χωριά της εμπόλεμης ζώνης, οι οποίοι μεταφέρουν εικόνες μεγάλης ερήμωσης και καταστροφής, αφού στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Ταλιμπάν, το βασικό όπλο του στρατού είναι οι βομβαρδισμοί από ξηράς και αέρος, που ισοπεδώνουν ολόκληρες περιοχές.
Το «Αλ-Τζαζίρα» μετέδωσε από τη Μινγκόρα εικόνες έρημων δρόμων και πολλών κατεστραμμένων κτιρίων και η πακιστανική εφηκερίδα «Dawn» περίεγραψε τη Μινγκόρα, μια πόλη 300.000 κατοίκων, «σιωπηλή σα νεκροταφείο» με τα ελικόπτερα να κάνουν περιπολίες, στρατιώτες στις βασικές διασταυρώσεις, πολλά καταστήματα και κτίρια στην αγορά κατεστραμμένα, μεγάλες ελλείψεις τροφίμων, το δίκτυο του ηλεκτρικού ρεύματος και των τηλεπικοινωνιών κατεστραμμένο και το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης να έχει υποστεί σοβαρές ζημιές, την αστυνομική δύναμη να έχει λιποτακτήσει, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι απίθανο οι πρόσφυγες να επιστρέψουν στο κοντινό μέλλον.
Το συνεργείο του «Associated Press», που μπήκε στο χωριό Σουλτάνβας της περιοχής Μπουνέρ, μετά την άρση της απαγόρευσης κυκλοφορίας από το στρατό για να επιστρέψουν οι κάτοικοι, μετέφερε συγκλονιστικές εικόνες. Στη μακροσκελή ανταπόκρισή του (28/5/09), μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Οταν ο πακιστανικός στρατός έδιωξε τους Ταλιμπάν από το βορειοδυτικό αυτό χωριό, κατέστρεψε μεγάλο μέρος απ’ ό,τι υπήρχε εδώ. Μαχητικά F – 16, στρατιωτικά ελικόπτερα, τανκς και πυροβολικό μετέτρεψαν σε ερείπια σπίτια, τζαμιά και καταστήματα.
Οι διοικητές λένε ότι αυτή η δύναμη πυρός ήταν αναγκαία σε μια επιχείρηση στην οποία ισχυρίζονται ότι σκότωσαν 80 μαχητές. Ομως οι κάτοικοι που επιστρέφουν δεν το πιστεύουν. Αν και ένα καμμένο τανκ στην είσοδο του Σουλτάνβας δείχνει ότι οι Ταλιμπάν ανταπέδωσαν τα πυρά, οι χωρικοί υποστηρίζουν ότι οι περισσότεροι Ταλιμπάν κατέφυγαν στα βουνά…
Οι Ταλιμπάν δεν έβλαψαν ποτέ τους φτωχούς ανθρώπους, όμως η κυβέρνηση κατέστρεψε τα πάντα, είπε ο Σερ Βαλί Χαν στο πρώτο συνεργείο που έφτασε στο χωριό, που είχε 1.000 περίπου σπίτια. Μας αντιμετωπίζουν σαν εχθρούς, μουρμούριζε καθώς μάζευε τα σχισμένα φύλλα ενός κορανίου από τα ερείπια ενός από τα τρία τζαμιά που καταστράφηκαν…
Οι κάτοικοι του Σουλτάνβας λένε ότι οι μαχητές δεν απειλούσαν κανένα στο χωριό τους…
Ο στρατός χρησιμοποίησε ελικόπτερα, F-16, τανκς και πυροβολικό στη μάχη για το Σουλτάνβας. Ενώ ο στρατός υποστηρίζει ότι αυτή η τακτική μειώνει τις απώλειες στρατιωτών εξασθενώντας την αντίσταση πριν κινηθούν τα στρατεύματα μέσα στις περιοχές που βομβαρδίζονται, αρκετοί αναλυτές αμφισβητούν την αποτελεσματικότητά της εναντίον μιας μικρής, στο μεγαλύτερο μέρος, ελαφρά οπλισμένης αντάρτικης δύναμης που κινείται μέσα και έξω από πόλεις.
Ο Χαν και πολλοί άλλοι ισχυρίζονται ότι οι μαχητές δεν έμεναν ποτέ στα σπίτια τους ούτε πριν ούτε μετά την επίθεση. Δεν υπήρχαν καθόλου πτώματα, αίμα ή εμφανώς θαμμένα πτώματα στα ερείπια. Οι δημοσιογράφοι δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα σημάδι που να δείχνει ότι κάποιοι μαχητές είχαν σκάψει ορύγματα ή χρησιμοποίησαν την περιοχή ως βάση…
Δύο αξιωματικοί που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις στην Μπουνέρ μας είπαν ότι οι περισσότεροι από τους 400 μαχητές που πιστεύεται ότι υπήρχαν εκεί κατέφυγαν στα βουνά, έδαφος που γνωρίζουν πολύ καλύτερα από τον πακιστανικό στρατό…
Ωστόσο, η μάχη για την περιοχή είναι φανερό ότι δεν έχει τελειώσει. Μόλις έξω από το χωριό, ένα πρόχειρο φυλάκιο του στρατού δείχνει πού φτάνει ο έλεγχός του. Πέρα απ’ αυτό, ο στρατός και οι χωρικοί λένε ότι έχουν τον έλεγχο οι Ταλιμπάν, κάνοντας περιπολίες με τα πόδια ή με μικρά φορτηγά…».
Τα θύματα
Ενώ ο πακιστανικός στρατός ανακοίνωσε ότι στη διάρκεια των επιχειρήσεων έχουν χάσει μέχρι στιγμής τη ζωή τους 286 στρατιώτες και 1.200 ισλαμιστές μαχητές, αριθμός που δεν μπορεί φυσικά να επαληθευτεί, συνεχίζει να κρατά επτασφράγιστο μυστικό τις απώλειες άμαχου πληθυσμού, με αποτέλεσμα να μπορούν να γίνουν μόνο εικασίες.
Η «Ουάσιγκτον Ποστ» σε σχετικό ρεπορτάζ (27/5/09) αναφέρεται σε μαρτυρίες προσφύγων που μιλάνε για πολλούς νεκρούς άμαχους από τους βομβαρδισμούς, ένας από τους οποίους μάλιστα υποστηρίζει ότι 340 σπίτια στο χωριό του καταστράφηκαν από μια αεροπορική επίθεση. Ενδεικτικά για τον πραγματικό αριθμό των θυμάτων είναι κάποια στοιχεία από ιατρικές πηγές. Μόνο στην πόλη Νταγκέρ στην περιοχή Μπουνέρ, ο Ερυθρός Σταυρός ανακοίνωσε ότι περιέθαλψε 240 τραυματίες. Σε ένα νοσοκομείο στην Πεσαβάρ νοσηλεύτηκαν 50 τραυματίες μόνο μέσα σε μια βδομάδα. Ο πακιστανικός στρατός ανακοίνωσε ότι περιέθαλψε 6.177 ανθρώπους σε νοσοκομεία κοντά στην πρωτεύουσα Ισλαμαμπάντ και 1.371 σε μια άλλη περιοχή. Προφανώς, υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός τραυματιών που έχασαν τη ζωή τους, γιατί δεν έφτασε ποτέ ή έγκαιρα ιατρική βοήθεια.
Η φτώχεια τροφοδοτεί την εξέγερση
Επισημαίνοντας τις κοινωνικές συνθήκες που βρίσκονται πίσω από τις καθοδηγούμενες από τους Ισλαμιστές εξεγέρσεις, το «World Food Program» του ΟΗΕ, σε έκθεσή του που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη βδομάδα, αναφέρει ότι τα 45 εκατομμύρια από τα 172 εκατομμύρια του πακιστανικού πληθυσμού υποσιτίζονται και ότι ο πληθυσμός που πλήττεται περισσότερο από τη φτώχεια ζει στις παραμεθόριες φυλετικές περιοχές των Παστούν στο βορειοδυτικό Πακιστάν, στο Μπαλοχιστάν και σε τμήματα της επαρχίας Σιντ. Ακόμη ότι σε κάποιες περιοχές υποσιτίζεται περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού και ότι η φτώχεια έχει αυξηθεί κατακόρυφα, έχει σχεδόν διπλασιαστεί, από τη δεκαετία του ’90, όταν 26 εκατομμύρια ήταν τόσο φτωχοί που δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν επαρκή τροφή.
Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί πάρα πολύ από τις συνεχιζόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο αριθμός των προσφύγων από την εμπόλεμη ζώνη υπολογίζεται σήμερα στα 3 εκατομμύρια. Πρόκειται για το μεγαλύτερο προσφυγικό ρεύμα στην ινδική υποήπειρο από το 1947 που το Πακιστάν διαχωρίστηκε από την Ινδία. Μόνο λίγες χώρες στον κόσμο, όπως το Σουδάν, το Ιράκ, η Κολομβία, που μαστίζονται από μακρόχρονους πολέμους, έχουν μεγαλύτερο αριθμό εσωτερικών προσφύγων.
Η μαζική έξοδος σε εποχή συγκομιδής σημαίνει ότι χιλιάδες αγρότες θα χάσουν τη σοδειά τους, ενώ μεγάλος αριθμός αγροτικών ζώων έχει επίσης σκοτωθεί ή χαθεί.
Απίστευτη αλληλεγγύη
Από τα 3 εκατομμύρια των προσφύγων, μόνο 200.000 μένουν σε υπερπλήρη και με άθλιες συνθήκες υγιεινής στρατόπεδα που έχει στήσει η κυβέρνηση, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες έχουν βρει καταφύγιο σε σπίτια συγγενών, φίλων ή άγνωστών τους ανθρώπων.
Χάρη στην κουλτούρα μιας απίστευτης για τα δυτικά ήθη φιλοξενίας που κυριαρχεί στην περιοχή, λίγοι άνθρωποι δεν έχουν βρει μέρος να μείνουν και έχουν καταφύγει σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς. Οι Παστούν, που κυριαρχούν αριθμητικά στο βορειοδυτικό Πακιστάν, τηρούν έναν αρχαίο, άγραφο κώδικα τιμής, γνωστό ως Παστούνβαλι, που υπαγορεύει ότι ο οικοδεσπότης πρέπει να προσφέρει καταφύγιο, τροφή, και νερό στους φιλοξενούμενούς του, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους και το χρόνο φιλοξενίας.
Οι οικοδεσπότες, στη συντριπτική πλειοψηφία φτωχοί αγρότες, που επιβιώνουν μετά βίας καλλιεργώντας δημητριακά και καπνό, φιλοξενούν 4-5 οικογένειες προσφύγων, με 10-15 άτομα να κοιμούνται σε ένα δωμάτιο και σε πολλές περιπτώσεις να μοιράζονται 35 άτομα μια τουαλέτα. Πολλοί φιλοξενούν άγνωστους ανθρώπους, που τους μαζεύουν από τους δρόμους και τους μεταφέρουν στα σπίτια τους. Υπάρχουν περιοχές όπου οι πρόσφυγες είναι διπλάσιοι από τον αριθμό των κατοίκων, ενώ πολλοί φτωχοί οικοδεσπότες κινδυνεύουν να χάσουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία και να περιέλθουν σε κατάσταση έσχατης φτώχειας, αφού για να καλύψουν τις ανάγκες των φιλοξενούμενών τους χρειάζονται χρήματα και αναγκάζονται να πουλούν γη και ζώα σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την τιμή της αγοράς ή να βάζουν ενέχυρο χρυσό ή κοσμήματα με τιμή μόλις το ένα πέμπτο της αξίας τους.
Το μεγαλείο της αλληλεγγύης ανάμεσα σ’ αυτούς τους φτωχούς και «απολίτιστους» για τα δυτικά δεδομένα ανθρώπους αποτυπώνεται και στη δήλωση του επικεφαλής της διεθνούς ανθρωπιστικής οργάνωσης «World Vision» στο Πακιστάν, Γκράχαμ Στρονγκ: «Οικογένειες έχουν προσφέρει καταφύγιο στο 90% των ανθρώπων που έχουν διαφύγει από τον πόλεμο. Μοιράζονται μαζί τους τα σπίτια τους, τα τρόφιμα, τα ρούχα και το νερό. Αυτές οι οικογένειες είναι ήδη φτωχές και γίνονται φτωχότερες στην πορεία. Καθώς η καταστροφή συνεχίζεται, οι οικοδεσπότες αναγκάζονται να πουλούν τη γη τους, τα ζώα τους και άλλα περιουσιακά στοιχεία σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την αξία τους στην αγορά για να συνεχίσουν να παρέχουν τα απαραίτητα στους φιλοξενούμενούς τους. Η ηθική της μεγαλοψυχίας και της φιλοξενίας θέτει στους οικοδεσπότες το αγωνιώδες δίλημμα: να ζητήσουν από τους φιλοξενούμενους να φύγουν ή να χάσουν την περιουσία τους και να εκτοπιστούν οι ίδιοι. Είναι πολύ επαίσχυντο για τους οικοδεσπότες ή τις κοινότητες να αρχίσουν να ζητούν από τους φιλοξενούμενους να φύγουν. Ετσι οι άνθρωποι πουλούν τα περιουσιακά τους στοιχεία για να συνεχίσουν να προσφέρουν φιλοξενία».
Το κόστος του πολέμου στον άμαχο πληθυσμό είναι πολύ βαρύ και θα γίνει πολύ βαρύτερο αν η πακιστανική κυβέρνηση υποκύψει στις πιέσεις του Λευκού Οίκου και επεκτείνει τον πόλεμο στο νότιο και βόρειο Βαζιριστάν. Η φιλοξενία εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από τις κοινότητες των Παστούν προσφέρει προσωρινά μια ανάσα στην κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Γιατί γίνονται ζυμώσεις, η φτώχεια μεγαλώνει και οι Ταλιμπάν θα εκμεταλλευτούν την κατάσταση. Γι αυτό και διάφοροι πολιτικοί αναλυτές προειδοποιούν την κυβέρνηση ότι, αν δεν πάρει άμεσα και σοβαρά μέτρα ανακούφισης τόσο των προσφύγων όσο και των κοινοτήτων που τους φιλοξενούν, μπορεί να γεννηθεί μια νέα γενιά μαχητών.
Παρόλο που είναι δύσκολο και παρακινδυνευμένο να εκτιμήσει κανείς την εξέλιξη του αμερικάνικου πολέμου στο Πακιστάν με βάση τα μονόπλευρα και κατευθυνόμενα εν πολλοίς ρεπορτάζ του δυτικού τύπου, διαφαίνεται ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει, ότι οι ισλαμιστές μαχητές διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους και συνεπώς επιφυλάσσουν πολλές εκπλήξεις στο Λευκό Οίκο και στα υποχείριά του στο Πακιστάν.