Αποκλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων φαίνεται να επιχειρεί η Σαουδική Αραβία στον «ξεχασμένο» πόλεμο της Υεμένης. Εναν πόλεμο που εξαπέλυσε πριν από ένα χρόνο, στις 26 Μάρτη του 2015, επικεφαλής μιας συμμαχίας εννιά σουνιτικών κρατών, χωρίς να καταφέρει ουσιαστικά μέχρι στιγμής να πετύχει κανέναν από τους στόχους της. Γεγονός που την ανάγκασε να συμφωνήσει σε κατάπαυση των εχθροπραξιών από τις 10 Απρίλη και στην έναρξη διαπραγματεύσεων στις 18 Απρίλη στο Κουβέιτ, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με στόχο τον τερματισμό του πολέμου.
Ο βασικός διακηρυγμένος στόχος της σαουδαραβικής στρατιωτικής επέμβασης, η αποκαλούμενη «αποκατάσταση της νομιμότητας», η επαναφορά δηλαδή στην εξουσία του έκπτωτου προέδρου Μανσούρ Χάντι, παραμένει ανεκπλήρωτος. Οι πολιτοφυλακές των Χούθι, που υποστηρίζονται από το Ιράν, και οι σύμμαχοί τους, οι πιστές στον πρώην πρόεδρο Αμπντουλάχ Σάλεχ δυνάμεις στον κυβερνητικό στρατό, δεν έχουν ηττηθεί. Εχουν χάσει έδαφος αλλά διατηρούν υπό τον έλεγχό τους την πρωτεύουσα Σαναά και μεγάλο τμήμα της κεντρικής και βόρειας Υεμένης, ενώ συνεχίζουν την πολιορκία της νοτιοδυτικής πόλης Ταΐζ. Το λιμάνι του Αντεν στη νότια Υεμένη, η κατάληψη του οποίου από τις φιλοσαουδαραβικές δυνάμεις τον περασμένο Ιούλη είχε χαρακτηριστεί σημείο καμπής στην εξέλιξη του πολέμου, έχει μετατραπεί σε ερείπια, όπου κυριαρχούν το χάος, οι συγκρούσεις ανάμεσα σε αντίπαλες πολιτοφυλακές, οι πολύνεκρες επιθέσεις αυτοκτονίας και οι εκτελέσεις από το ISIS, που έχει αποκτήσει σημαντική παρουσία στην πόλη. Ούτε η επιρροή του Ιράν στην περιοχή έχει μειωθεί, αντίθετα έχει εδραιωθεί στο Ιράκ, στη Συρία και στο Λίβανο, και είναι βέβαιο ότι θα παίξει σημαντικό ρόλο στις όποιες διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Υεμένη.
Το μόνο που είναι βέβαιο ότι έχει πετύχει μέχρι στιγμής η σαουδαραβική στρατιωτική επέμβαση είναι η διάλυση και η καταστροφή της χώρας, από τις φτωχότερες στον κόσμο πριν από τον πόλεμο, μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή και η ενίσχυση της Αλ Κάιντα.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, τουλάχιστον 6.400 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, περισσότεροι από 30.000 έχουν τραυματιστεί και 2.5 εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί. Το 80% του πληθυσμού, περίπου 20 εκατομμύρια, χρειάζονται βοήθεια, από τα οποία περίπου τα 14.4 εκατομμύρια είναι αντιμέτωπα με την πείνα. Ο επικεφαλής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, Ζεΐντ Ράαντ αλ-Χουσεΐν, έδειξε ευθέως ως υπεύθυνη τη σαουδαραβική μοναρχία. «Κοιτάζοντας τα στοιχεία», δήλωσε μεταξύ άλλων, «φαίνεται ότι η συμμαχία (της Σαουδικής Αραβίας) είναι υπεύθυνη για τις διπλάσιες απώλειες αμάχων σε σχέση με όλες τις άλλες δυνάμεις μαζί, ουσιαστικά όλες ως αποτέλεσμα των αεροπορικών βομβαρδισμών. Αγορές, νοσοκομεία, κλινικές, εργοστάσια, γαμήλια γλέντια και εκατοντάδες κατοικίες έχουν βομβαρδιστεί». Να σημειωθεί ότι μόνο από πρόσφατο αεροπορικό βομβαρδισμό σε αγορά στην επαρχία Hajja, που ελέγχεται από τους Χούθι, σκοτώθηκαν 119 άμαχοι, μεταξύ των οποίων 25 παιδιά.
Οπως συνέβη στο Ιράκ, στη Συρία και στη Λιβύη, οι κερδισμένοι από τη διάλυση της Υεμένης είναι τα σαλαφιστικά – τζιχαντιστικά κινήματα και στη συγκεκριμένη περίπτωση η Αλ-Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο. Σύμφωνα με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεπορτάζ του «Reuters» (How Saudi Arabia’s war in Yemen has made al Qaeda stronger – richer, 8/4/16), στον ένα χρόνο του πολέμου, η Αλ-Κάιντα κατάφερε να επεκταθεί γρήγορα και να είναι σήμερα ισχυρότερη από ποτέ στα 20 χρόνια δράσης της.
Οπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, το ρεπορτάζ, μια βδομάδα αφότου ξεκίνησε η σαουδαραβική στρατιωτική επέμβαση στην Υεμένη, οι κυβερνητικές δυνάμεις αποχώρησαν από τη Μουκάλα, πρωτεύουσα της νότιας επαρχίας Χαντραμούτ, και μεταφέρθηκαν δυτικά στις εμπόλεμες ζώνες, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους μαχητές της Αλ-Κάιντα, οι οποίοι κατέλαβαν τα κυβερνητικά κτίρια και λεηλάτησαν τις στρατιωτικές βάσεις αρπάζοντας θωρακισμένα οχήματα, φορητούς πυραύλους, εξελιγμένα οπλικά συστήματα και πυρομαχικά.
Ο,τι είναι η Ράκα και η Μοσούλη για το ISIS είναι η Μουκάλα, το τρίτο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας με 500.000 πληθυσμό, για την Αλ-Κάιντα στην Υεμένη, η πρωτεύουσα ενός μίνι κράτους της Αλ-Κάιντα με ανθηρή οικονομία. Στην 600 χιλιομέτρων νότια ακτογραμμή που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Αλ-Κάιντα υπάρχει ένα ακόμη σημαντικό λιμάνι, το Ash Shihr. Σύμφωνα με ξένους διπλωμάτες, κυβερνητικούς αξιωματούχους και τοπικούς φυλάρχους, η Αλ-Κάιντα άρπαξε από την κεντρική τράπεζα της Μουκάλα 100 εκατομμύρια δολάρια, απέσπασε εκβιαστικά από την εθνική εταιρία πετρελαίου 1.4 εκατομμύρια δολάρια, ενώ στα ταμεία της μπαίνουν κάθε μέρα 2 – 5 εκατομμύρια δολάρια από φόρους και δασμούς που επιβάλλει σε πλοία, φορτία και εμπόρους που χρησιμοποιούν τα λιμάνια που ελέγχει καθώς και από το λαθρεμπόριο πετρελαίου.
Φυλές που συνεργάζονται με την Αλ-Κάιντα ελέγχουν μεγάλο τμήμα των πετρελαϊκών υποδομών της χώρας, μεταξύ των οποίων τις πετρελαιοπηγές της Μασίλα, τα κοιτάσματα της οποίας υπολογίζεται ότι αποτελούν το 80% των αποθεμάτων της χώρας. Οπως δήλωσε στο Reuters o κυβερνήτης της γειτονικής νότιας επαρχίας Shabwa, τμήμα της οποίας ελέγχει η Αλ-Κάιντα, «η Αλ-Κάιντα είναι ο ντε φάκτο προμηθευτής πετρελαίου. Πουλάνε καύσιμα σε όποιον θέλει να αγοράσει. Και τα πρατήρια πετρελαίου που ελέγχονται από την κυβέρνηση αγοράζουν απ’ αυτούς πετρέλαιο και το πουλάνε στους πολίτες». Ταυτόχρονα, έχει καταργήσει τη φορολογία για τους πολίτες, αποφεύγει τις ακρότητες και τις βαρβαρότητες του ISIS και προσπαθεί να εξασφαλίσει κάποια ασφάλεια, σταθερότητα και ομαλότητα στις περιοχές που ελέγχει προκειμένου να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοια του ντόπιου πληθυσμού.
Οι εξελίξεις αυτές συνιστούν ισχυρό πλήγμα στη στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας να αναδειχτεί, σε ανταγωνισμό με το Ιράν, σε ηγεμονική δύναμη στην περιοχή. Γεγονός που την αναγκάζει να αναδιπλωθεί και να επιχειρήσει να απεγκλωβιστεί από το βάλτο της Υεμένης. Ταυτόχρονα όμως σηματοδοτούν μια ακόμη παταγώδη αποτυχία της αμερικάνικης στρατηγικής στη Μέση Ανατολή. Οχι μόνο γιατί η σαουδαραβική στρατιωτική επέμβαση έγινε με τις ευλογίες της Ουάσινγκτον και με την υποστήριξή της στον τομέα των πληροφοριών, στον αεροανεφοδιασμό με καύσιμα των σαουδαραβικών βομβαρδιστικών και με την προμήθεια υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων, αλλά και γιατί εδώ και χρόνια επιδίδεται σε πόλεμο κατά της Αλ-Κάιντα στην Υεμένη, χρηματοδοτούσε για τον ίδιο σκοπό αρχικά το δικτάτορα Αμπντουλάχ Σάλεχ και έπειτα το διάδοχό του Μανσούρ Χάντι, βομβαρδίζει στόχους της Αλ-Κάιντα στη χώρα, σκοτώνει άμαχο πληθυσμό. Και το αποτέλεσμα; Χάος, διάλυση, καταστροφή, με την Αλ-Κάιντα ισχυρότερη από ποτέ και την Υεμένη να ακολουθεί τα χνάρια του Ιράκ, της Λιβύης και της Συρίας.