Η βουτιά των χρηματιστηρίων στις 8 Φλεβάρη ξύπνησε μνήμες από το πρόσφατο παρελθόν. Εντεκα χρόνια πριν, στις 27 Φλεβάρη του 2007, το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης παρουσίαζε αντίστοιχη κατακόρυφη πτώση. Ηταν ο προάγγελος της έναρξης της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης ένα χρόνο μετά, το 2008. Είχε προηγηθεί στις 26 Φλεβάρη η δήλωση-πρόβλεψη του κεντρικού τραπεζίτη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Αλαν Γκρίνσπαν για εμφάνιση υφεσιακών φαινομένων εντός του 2007. Η στεγαστική αγορά οδηγούνταν ήδη σε σημαντικές απώλειες, αποκαλύπτοντας βαθμιαία την υπερδιόγκωση του πλασματικού κεφαλαίου σε χρηματιστηριακά προϊόντα συμβεβλημένα με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, που παρέχονταν σωρηδόν από τις τράπεζες των ΗΠΑ από την αρχή της δεκαετίας του 2000.
Τα συγκεκριμένα προϊόντα προσέφεραν υψηλές αποδόσεις σε απατηλές υποσχέσεις πληρωμών στο μέλλον και λειτουργούσαν συμψηφιστικά στις χρεωστικές απαιτήσεις των μεγάλων διεθνών πιστωτικών ιδρυμάτων που δάνειζαν -με τη σειρά τους- κεφαλαιακές επενδύσεις σε χρηματιστηριακές αξίες και τίτλους που σχετίζονταν με εμπορικό και βιομηχανικό κεφάλαιο. Οπως δέκα ευρώ μπορούν να περάσουν μέσα σε μια μέρα στα χέρια διαφορετικών κατόχων, πραγματοποιώντας την αγοροπωλησία εμπορευμάτων συνολικής αξίας μεγαλύτερης των 10 ευρώ, έτσι και ένας χρηματιστηριακός τίτλος ή ομόλογο αξίας 100 ευρώ -που σχετίζεται με τραπεζική μεσολάβηση- μπορεί να περάσει μέσα σε μια βδομάδα από διαφορετικούς κατόχους (εμπόρους, μεσίτες και βιομήχανους, γενικά κατόχους κεφαλαίου, μετόχους) συμψηφίζοντας χρεωστικές απαιτήσεις αξίας μεγαλύτερης των 100 ευρώ.
Με αυτό τον τρόπο ενισχυόταν η πίστωση που παρατείνει τις ανάγκες εξόφλησης σε χρήμα στο μέλλον. Ετσι, ένας βιομήχανος και ένας έμπορος χρειάζονται λιγότερα διαθέσιμα χρηματικά κεφάλαια για να ξεκινήσουν νέες επενδύσεις σε διεθνείς αγορές. Ομως η κρίση υπερπαραγωγής υπέβοσκε. Σε αρκετούς κρίκους της αλυσίδας μετατροπής του κεφαλαίου από εμπόρευμα σε χρήμα, η πληρωμή -όταν ερχόταν η ώρα- ήταν αδύνατο πια να πραγματοποιηθεί, είτε λόγω κορεσμού των αγορών είτε λόγω μείωσης των τιμών των εμπορευμάτων, οπότε ένα χρόνο μετά ξέσπασε η νέα διεθνής καπιταλιστική κρίση.
Παρόμοια με το 2007, η νέα χρηματιστηριακή πτώση αποτελεί ένα άμεσο αποτέλεσμα της φάσης της αναιμικής ανόδου που περνάει η οικονομία των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών μετά το ξέσπασμα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης το 2009. Ως γνωστόν, ο κύκλος της καπιταλιστικής αναπαραγωγής περνάει από τέσσερις διαδοχικές φάσεις: την κρίση, την ύφεση, την αναζωογόνηση και την άνοδο. Η περίοδος του κύκλου αντιστοιχεί κατά βάση στη διάρκεια ζωής του παραγωγικού κεφαλαίου στους αποφασιστικούς κλάδους της μεγάλης βιομηχανίας. Η αναιμική άνοδος σχετίζεται με τη γενική κρίση του καπιταλισμού και την αλληλεπίδραση της τελευταίας με τον περιοδικό κύκλο της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής.
Οταν ο καπιταλισμός, από τις αρχές του εικοστού αιώνα, πέρασε στο μονοπωλιακό του στάδιο και ο πλανήτης μοιράστηκε σε σφαίρες επιρροής μιας χούφτας ιμπεριαλιστικών χωρών, οδηγώντας στις εκατόμβες των θυμάτων του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, για την επαναχάραξη των σφαιρών επιρροής, τότε εμφανίστηκε η γενική κρίση του καπιταλισμού. Τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, αρχές του εικοστού, η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του πλανήτη, μέσω της τρομακτικής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής, οδήγησε στη συγκρότηση των μονοπωλίων. Η αλματώδης ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, που επακολούθησε, οδήγησε σε ένα τεράστιο πλεόνασμα κεφαλαίου, λιμναζόντων χρηματικών αποθεμάτων, που η επένδυσή τους στην εσωτερική αγορά απέφερε ελάχιστα κέρδη συγκριτικά με τη διάθεσή τους σε εξαγωγή κεφαλαίου σε χώρες λιγότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικά και σε χώρες αποικίες ή μισοαποικίες.
Στα μονοπώλια δεν έφτανε το μέσο κέρδος από τον ανταγωνισμό του προμονοπωλιακού καπιταλισμού, αλλά επεδίωκαν ένα ανώτατο κέρδος που εξασφαλιζόταν από τη λεηλασία των εργαζομένων και των πρώτων υλών των ξένων χωρών. Προκαταρκτικός όρος της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης είναι η ένταση της εξαθλίωσης -τόσο της σχετικής όσο και της απόλυτης- της εργατικής τάξης, με την ένταξη νέων μηχανών και της νέας τεχνικής στην παραγωγή, που στον καπιταλισμό συνοδεύεται κατά κανόνα από την αύξηση του εφεδρικού στρατού των ανέργων. Η οικονομία αναπτύσσεται ανισόμετρα, ευνοώντας συγκεκριμένους κλάδους, που επιφέρουν το μέγιστο κέρδος στη βιομηχανία, το εμπόριο, τις υπηρεσίες, σε παρασιτικές δραστηριότητες, παραμελώντας την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας που υστερεί συνεχώς έναντι της βιομηχανίας. Η αναρχία στην παραγωγή αυξάνεται ανεξέλεγκτα, με τα εμπορεύματα να αυξάνονται συνεχώς αλλά τελικά να μην μπορούν να απορροφηθούν λόγω της διαρκούς υποτίμησης της εργατικής δύναμης, της μείωσης του εισοδήματος της εργατικής τάξης, που αποτελεί και την πλατιά καταναλωτική μάζα του πληθυσμού. Την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού όλα αυτά τα εγγενή χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οξύνονται στο έπακρο, επιφέροντας τη γενική κρίση του καπιταλισμού.
Οταν οξύνεται η γενική κρίση του καπιταλισμού, η περίοδος της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής συντομεύεται. Η διάρκεια της κρίσης και της ύφεσης αυξάνονται. Αντίστοιχα, η διάρκεια της αναζωογόνησης και της ανόδου περιορίζονται. Η διακυβέρνηση Τραμπ συνέπεσε με τη φάση της ανόδου, μετά την περιορισμένη αναζωογόνηση κατά το τέλος της θητείας του Ομπάμα. Τα προπαγανδιστικά τερτίπια ότι η άνοδος των χρηματιστηρίων οφείλεται στην ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ κατέρρευσαν τις προηγούμενες μέρες, τη στιγμή μάλιστα που ανέλαβε καθήκοντα ο νέος κεντρικός τραπεζίτης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, εκλεκτός του Τραμπ. Τότε ξέσπασε το νέο χρηματιστηριακό κραχ. Είναι γεγονός ότι οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ εμφανίζουν αύξηση της κερδοφορίας τα τελευταία χρόνια. Μετά από μια μακρά περίοδο υποτίμησης και καταστροφής παραγωγικού κεφαλαίου, χρεοκοπιών μεγάλων χρηματιστικών κολοσσών σαν τη Lehman Brothers, απότομης μείωσης του εισοδήματος της εργατικής τάξης και βέβαια αναχρηματοδότησης με ζεστό χρήμα από τον κρατικό κορβανά των χρεωστικών απαιτήσεων των κολοσσών του χρηματιστικού κεφαλαίου, οι οικονομίες των ιμπεριαλιστικών χωρών δείχνουν ανάκαμψη και ανάπτυξη. Η ανάπτυξη, όμως αυτή παραμένει σχετική, ασταθής και εύκολα μπορεί να κλονιστεί στο μέλλον.
Στη φάση της ανόδου, μετά την εκτεταμένη καταστροφή και υποτίμηση παραγωγικού κεφαλαίου, τα χρηματικά διαθέσιμα που συνιστούν το δανείσιμο κεφάλαιο αρχίζουν ξανά να πλεονάζουν έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου και να οδηγούν στη μείωση του βασικού επιτοκίου δανεισμού. Αυτό οδηγεί αυτομάτως τους επενδυτές σε αγορές μετοχών και άνοδο των τιμών τους, μιας και η απόδοση που έχουν, δηλαδή το ποσοστό κέρδους που επιφέρουν (στη περίπτωση της μετοχής, ο λόγος του μερίσματος προς την τιμή της μετοχής) είναι πολύ μεγαλύτερο από το βασικό επιτόκιο δανεισμού. Αυτό βέβαια συμβαίνει μέχρι να επέλθει κορεσμός, οπότε αρχίζει η απότομη χρηματιστηριακή πτώση, ένδειξη ότι το πραγματικό παραγωγικό κεφάλαιο και το πραγματικό κέρδος δεν αντιστοιχούν στις αντίστοιχες τιμές των χρηματιστικών τίτλων (τιμή μετοχής, μέρισμα). Μετά από την προσωρινή θύελλα, οι τίτλοι αυτοί ανεβαίνουν πάλι στο προηγούμενο ύψος τους, εφόσον βέβαια δεν εκπροσωπούν επιχειρήσεις που χρεοκόπησαν ή ήταν κερδοσκοπικές φούσκες.
Το βασικό διακύβευμα των μονοπωλίων σε αυτή τη φάση είναι η εξασφάλιση νέων αγορών για τα εμπορεύματα της βιομηχανίας, για την αύξηση του παραγωγικού κεφαλαίου και την εξασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας σε μια σειρά αγορών από αναδυόμενες οικονομίες σε όλο τον πλανήτη. Η σύγκρουση ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές ήδη διαφαίνεται, όταν πλέον στο τραπέζι τίθεται το ζήτημα των δασμών, ποσοστώσεων και άλλων μέτρων οικονομικού πολέμου που στο βάθος προετοιμάζουν την αναμέτρηση για το ξαναμοίρασμα του κόσμου.








