Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ματέο Ρέντσι, που παραιτήθηκε από την ηγεσία του PD για να τη διεκδικήσει, σαρώνοντας τους εσωκομματικούς του αντιπάλους (οι οποίοι αναγκάστηκαν να φύγουν και να φτιάξουν νέο κόμμα), ο Πέδρο Σάντσεθ κατάφερε να εκλεγεί ξανά πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Ισπανίας (PSOE) από τον πρώτο γύρο των προκριματικών εκλογών. Συγκέντρωσε το 50,9% των ψήφων, έναντι 40% της βασικής αντιπάλου του Σουσάνα Ντίαθ (πρωθυπουργός της Ανδαλουσίας) και 9,1% του τρίτου υποψήφιου, Πάτσι Λόπεθ.
Ο Ρέντσι θριάμβευσε (πήρε 70%), ενώ ο Σάντσεθ απλώς νίκησε και θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του στο επικείμενο συνέδριο του κόμματος. Μπορεί η απευθείας εκλογή να τον έκανε και πάλι πρόεδρο του κόμματος, όμως στο συνέδριο θα έχει να κάνει με τον οργανωμένο μηχανισμό του κόμματος, που καθώς ελέγχεται από τη Ντίαθ και τους «βαρόνους» τύπου Φελίπε Γκονθάλεθ, θα του βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι. Και οι δυο πλευρές θα πρέπει να κάνουν υποχωρήσεις και ν' αναζητήσουν έναν συμβιβασμό, αν δε θέλουν να έχουν την τύχη του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στη Γαλλία, οι προκριματικές εκλογές ανέδειξαν ως πρώτο το «αουτσάιντερ» Μπενουά Αμόν, όμως η προεδρική κάλπη τον έθαψε στην πέμπτη θέση και έφερε το κόμμα σε κατάσταση διάλυσης.
Στην πρώτη φάση της προεδρίας του ο Σάντσεθ απέτυχε διπλά. Πρώτα απέτυχε να σχηματίσει κυβέρνηση, επειδή οι Podemos είχαν τις δικές τους βλέψεις (ήθελαν να πάρουν τη θέση των σοσιαλδημοκρατών στο αστικό πολιτικό στερέωμα). Εγιναν δεύτερες εκλογές, ο δεξιός Ραχόι ανέκαμψε και ενίσχυσε την κοινοβουλευτική του ομάδα, όμως ο Σάντσεθ -φοβούμενος ότι αυτό θα είναι το πολιτικό του τέλος- αρνήθηκε να απόσχει από την ψηφοφορία το PSOE, προσφέροντας έτσι στον Ραχόι τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Οι «βαρόνοι» τον εξανάγκασαν σε παραίτηση, θεωρώντας ότι αν η Ισπανία αναγκαζόταν να πάει σε τρίτη εκλογική μάχη μέσα σ' ένα χρόνο, θα δημιουργούνταν μεγάλο πρόβλημα στην καπιταλιστική οικονομία, η οποία παρουσίαζε μια σχετική ανάκαμψη. Τελικά, το PSOE απέσχε από την ψηφοφορία, ο Ραχόι σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας και έκτοτε κυβερνά με σχετική σταθερότητα, χωρίς να χρειαστεί τις ψήφους των σοσιαλδημοκρατών βουλευτών στα πιο σοβαρά νομοσχέδια που πέρασε από τη Βουλή.
Ολοι προεξοφλούν πλέον ότι ο Σάντσεθ, ακόμα κι αν «πάρει» το συνέδριο του PSOE, δεν πρόκειται να υποβάλει πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Ραχόι, επιδιώκοντας την πτώση του. Πρώτο, γιατί δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι μπορεί να ρίξει την κυβέρνηση (μπορεί μικρότερα κόμματα να ψηφίσουν υπέρ της κυβέρνησης Ραχόι ή να απόσχουν από την ψηφοφορία). Δεύτερο, γιατί κάτι τέτοιο θα εξόργιζε την ισπανική αστική τάξη, η οποία θα κινούσε τις δυνάμεις που ελέγχει εντός του PSOE σε μια κατεύθυνση «αντάρτικου» στη γραμμή του Σάντσεθ, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε διάσπαση το κόμμα. Τρίτο, γιατί αν κατάφερνε να ρίξει την κυβέρνηση και να μη διασπαστεί το PSOE, δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι ο Ραχόι θα έχανε τις εκλογές ή έστω θα έβγαινε πρώτος αλλά με χαμηλότερο ποσοστό. Το πιθανότερο θα ήταν ο Ραχόι να βγει ενισχυμένος, αφού ο απόηχος των οικονομικών σκανδάλων του Λαϊκού Κόμματος είναι πιο μακρινός και πιο αδύνατος. Κι αν ακόμα η κάλπη έβγαζε έναν συσχετισμό ίδιο με τον σημερινό, ο Σάντσεθ θα βρισκόταν μπροστά στο ίδιο δίλημμα: ή να συγκυβερνήσει με τη Δεξιά ή να απόσχει από την ψηφοφορία επιτρέποντας στον Ραχόι να σχηματίσει και πάλι κυβέρνηση μειοψηφίας. Δηλαδή, θα είχε οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, εφτά-οχτώ μήνες μετά το σχηματισμό κυβέρνησης, κάνοντας μια τρύπα στο νερό.
Ολα δείχνουν, λοιπόν, ότι ο Σάντσεθ θα ακολουθήσει τακτική «ώριμου φρούτου». Με σηκωμένες γροθιές και αριστερή ρητορική θα ασκεί κριτική στην κυβέρνηση, στοχεύοντας να εισπράξει την αναπόφευκτη πολιτική φθορά της, αφού προηγουμένως περιορίσει το Podemos. Αυτό θα είναι το (ανομολόγητο) μέλημά του.








