Η αναζωπύρωση του ενεργού αλλά για αρκετά χρόνια αδρανούς «ηφαιστείου» του Ναγκόρνο Καραμπάχ είναι πλέον γεγονός. Οι συγκρούσεις που ξέσπασαν την περασμένη Κυριακή στα σύνορα του Αζερμπαϊτζάν (εντός του οποίου βρίσκεται ο θύλακας του Ναγκόρνο Καραμπάχ) και της Αρμενίας ήταν φυσική συνέχεια των συγκρούσεων του περασμένου Ιούλη, που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 16 ατόμων, μεταξύ των οποίων ενός αζέρου στρατηγού.
Την Τρίτη το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασε τη βία και κάλεσε σε άμεση κατάπαυση του πυρός. Ομως η φωτιά έχει ήδη φουντώσει και δύσκολα θα σβήσει.
Σύντομο ιστορικό
Η τελευταία ανάφλεξη αναβιώνει τις εφιαλτικές στιγμές του μεγάλου πολέμου που κόστισε τη ζωή σε 20 έως 30 χιλιάδες ανθρώπους, από το 1988 μέχρι το 1994, όταν με τη διαμεσολάβηση της «ομάδας του Μινσκ», που αποτελούνταν από Ρωσία, ΗΠΑ και Γαλλία, επιτεύχθηκε εκεχειρία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ διατήρησε τη ντεφάκτο ανεξαρτησία του, υπό την προϋπόθεση ότι θα βρεθεί λύση μέσω διαπραγματεύσεων.
Ο αζέρικος πληθυσμός, που κάποτε αποτελούσε το 25% του συνόλου, το εγκατέλειψε, την ίδια στιγμή που πολλοί Αρμένιοι έφυγαν από το Αζερμπαϊτζάν. Στο ένα εκατομύριο υπολογίζονταν οι πρόσφυγες εκείνου του πολέμου. Το Αζερμπαϊτζάν έχασε όχι μόνο το Καραμπάχ -που πλέον ονομάζεται Δημοκρατία του Αρτσάχ και έκτοτε έχει δική του κυβέρνηση– αλλά και επτά γειτονικές περιοχές. Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ πλέον κατοικούν κυρίως Αρμένιοι.
Ωστόσο, τον Μάρτη του 2008 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με ψήφισμά της αναγνωρίζει το Ναγκόρνο Καραμπάχ ως μέλος της αζέρικης επικράτειας. Ζήτησε μάλιστα από τις αρμένικες στρατιωτικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν τις περιοχές που έχουν κατακτήσει, τις οποίες χαρακτηρίζει «κατεχόμενες». Υπέρ της απόφασης αυτής ψηφίζουν 39 χώρες και μόλις 7 ψηφίζουν κατά (μεταξύ των οποίων Γαλλία, Ρωσία και ΗΠΑ), ενώ 100 χώρες απέχουν από την ψηφοφορία. Εκτοτε, σημειώθηκαν δύο ακόμα συρράξεις, μία το καλοκαίρι του 2014 και μία τον Απρίλη του 2016, στο λεγόμενο πόλεμο των «τεσσάρων ημερών», που παρά τη σύντομη διάρκειά του χαρακτηρίστηκε ο χειρότερος από το 1994.
Εθνικιστικό δηλητήριο…
Το δηλητήριο του εθνικισμού είχε ήδη ποτίσει την αζέρικη κοινωνία με τη μεγάλη διαδήλωση υπέρ του πολέμου, που έγινε στις 15 Ιούλη (παρά την απαγόρευση λόγω κοροναϊού). Οι διαδηλωτές ζητούσαν από την κυβέρνηση την ανάπτυξη του στρατού για την ανακατάληψη εδαφών που ελέγχονταν από την Αρμενία γύρω από το θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Ομως, και στην Αρμενία ο εθνικισμός καλά κρατεί. Εθελοντές της εθνικιστικής «Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας» συγκεντρώνονται για να πάνε στο μέτωπο. Η Ομοσπονδία αυτή, που είχε απαγορευτεί μετά την επανάσταση του ’17, επανεμφανίστηκε μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ το 1990, αλλά ευτυχώς δεν έχει και πολλή πέραση στην αρμένικη κοινωνία.
…και «πατριωτικός» πόλεμος!
Η Αρμενία ζητά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να αναλάβει δράση κατά του Αζερμπαϊτζάν, προκειμένου το τελευταίο να σταματήσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Την ίδια στιγμή, επέβαλε στρατιωτικό νόμο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, που ελέγχεται από τους αρμένιους αυτονομιστές.
Από τη μεριά του, ο αζέρος πρόεδρος Ιλχάμ Αλίεφ (που κι αυτός επέβαλε στρατιωτικό νόμο) μιλά για «πατριωτικό πόλεμο», χρησιμοποιώντας τα λόγια του Στάλιν στο Μεγάλο Πατριωτικό Αντιφασιστικό Πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας, λέγοντας: «Υπερασπιζόμαστε τα εδάφη μας. Ο αγώνας μας είναι δικαιος»!
Ομως η αλήθεια είναι ότι ο άδικος από όλες τις πλευρές πόλεμος που ξεκίνησε δεν έχει καμία σχέση με τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο κατά των Γερμανών. Γιατί τότε δεν υπήρχε θέση για τον εθνικιστικό παροξυσμό, αλλά μόνο για την ηθικοπολιτική ενότητα των λαών της Σοβιετικής Ενωσης με την ηγεσία τους. Εδώ αξίζει να σταθούμε λίγο, γιατί έχει πέσει πολλή λάσπη από τους απολογητές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, που ολοκληρώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50.
Η σοβιετική εποχή
Αν διαβάσει κανείς το λήμμα από την ελληνική βικιπαίδεια, θα διαπιστώσει ότι ο φταίχτης για τη σημερινή κατάσταση δεν είναι άλλος από τον… Στάλιν! «Η σημερινή σύγκρουση για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, έχει τις ρίζες της στις αποφάσεις του Ιωσήφ Στάλιν κατά την έμπνευση της Υπερκαυκασίας», λέει το λήμμα και… καθαρίζει!
Πέρα από την ανιστόρητη αναφορά, που αποδίδει την ιδέα της ομοσπονδίας των δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας στον Στάλιν (ο Λένιν ήταν ο πρώτος που μιλούσε για το σχηματισμό μιας ομοσπονδίας δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας, σε επιστολή που έστειλε στον Στάλιν στις 28/11/1921, βλ. Στάλιν, Απαντα, τόμος 5, σελ.255), πού είναι το κακό να ενωθούν οι δημοκρατίες; Το λήμμα δεν αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει… Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Εθελοντική ένωση η απάντηση στον εθνικισμό
Τον Ιούνη του 1921, ο Στάλιν (που είναι και κομισάριος Εθνοτήτων στην πρώτη σοβιετική κυβέρνηση) πηγαίνει στην Τιφλίδα για να λάβει μέρος στις εργασίες της Ολομέλειας του Γραφείου Καυκάσου της ΚΕ του ΚΚ(Μπ) της Ρωσίας. Η Ολομέλεια έγινε στις 2-7 Ιούλη και συζήτησε τα σοβαρότερα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα της οργάνωσης των νεαρών (τότε) Σοβιετικών Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας. Μέσα σ’ αυτά τα ζητήματα ήταν και η απόφαση για αυτονομία του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Σε αντίθεση με όσα αναφέρει η βικιπαίδεια, ούτε ο Λένιν ούτε ο Στάλιν ήθελαν να επιβάλουν με τη βία την ένωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών σε μια ομοσπονδία. Αυτό το αναφέρει ξεκάθαρα ο ίδιος ο Στάλιν, στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση της κομματικής οργάνωσης Τιφλίδας του ΚΚ Γεωργίας 6/7/1921 (βλ. Στάλιν, Απαντα, τόμος 5, σελ. 98, «Τα άμεσα καθήκοντα του κομμουνισμού στη Γεωργία και την Υπερκαυκασία»). Δηλαδή σε ομιλία σε συντρόφους του, οπότε δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τα λέει αυτά για να εξαπατήσει τις μάζες. Αξίζει να παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα, για να δούμε πώς έβλεπαν οι ίδιοι οι Μπολσεβίκοι και ο Στάλιν τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν:
«Θυμάμαι τα χρόνια 1905-1917, τότε που ανάμεσα στους εργάτες και γενικά τους εργαζόμενους των εθνοτήτων της Υπερκαυκασίας παρατηριόταν απόλυτη αδελφική αλληλεγγύη… Και τώρα που ήρθα στην Τιφλίδα, έμεινα κατάπληκτος από το γεγονός ότι δεν υπάρχει πια η παλιά αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργάτες των εθνοτήτων της Υπερκαυκασίας. Μέσα στους εργάτες και τους αγρότες αναπτύχθηκε ο εθνικισμός, δυνάμωσε το αίσθημα της δυσπιστίας στους αλλοεθνείς συντρόφους τους: υπάρχει τώρα μπόλικος αντιαρμενικός, αντιταταρικός, αντιγεωργιανός, αντιρωσικός και κάθε λογής άλλος εθνικισμός… Οπως φαίνεται, τα τρία χρόνια ύπαρξης εθνικιστικών κυβερνήσεων στη Γεωργία (μενσεβίκοι), στο Αζερμπαϊτζάν (μουσαβατιστές) και στην Αρμενία (ντασνάκοι), δεν πήγαν χαμένα. Οι εθνικιστικές αυτές κυβερνήσεις, εφαρμόζοντας την εθνικιστική τους πολιτική, δουλεύοντας μέσα τους εργαζόμενους με το πνεύμα του επιθετικού εθνικισμού, τα κατάφεραν τελικά έτσι που καθεμιά απ’ αυτές τις μικρές χώρες να βρεθεί περικυκλωμένη από ένα κλοιό εχθρικής εθνικιστικής ατμόσφαιρας, που στέρησε τη Γεωργία και την Αρμενία από το ρωσικό στάρι και το αζερμπαϊτζάνικο πετρέλαιο, και το Αζερμπαϊτζάν και τη Ρωσία από τα εμπορεύματα που μεταφέρονται μέσω του Μπατούμ. Και δε μιλώ καθόλου για τις ένοπλες συγκρούσεις (για το γεωργιανό-αρμένικο πόλεμο) και τη σφαγή (των Αρμένηδων και των Τατάρων), που είναι τα φυσικά αποτελέσματα της εθνικιστικής πολιτικής.
Δεν είναι εκπληκτικό ότι μέσα σ’ αυτή τη φαρμακερή εθνικιστική ατμόσφαιρα έσπασαν οι παλιοί διεθνιστικοί δεσμοί και η συνείδηση των εργατών δηλητηριάστηκε με το φαρμάκι του εθνικισμού. Κι επειδή τα υπολείμματα αυτού του εθνικισμού δεν έχουν ακόμα εξαλειφθεί μέσα στους εργάτες, το περιστατικό αυτό (ο εθνικισμός) αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη συνένωση των οικονομικών (και των στρατιωτικών) προσπαθειών των σοβιετικών δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας. Και έχω κιόλας πει ότι χωρίς μία τέτοια συνένωση είναι ακατανόητη η οικονομική προκοπή των σοβιετικών δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας, ιδιαίτερα της Σοβιετικής Γεωργίας.
Γι’ αυτό το λόγο άμεσο καθήκον των κομμουνιστών της Γεωργίας είναι η αμείλικτη πάλη ενάντια στον εθνικισμό, η αποκατάσταση των παλιών αδελφικών διεθνιστικών δεσμών που υπήρχαν πριν εμφανιστει η εθνικιστική μενσεβίκικη κυβέρνηση και η δημιουργία μ’ αυτό τον τρόπο υγιούς ατμόσφαιρας αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που είναι απαραίτητη για τη συνένωση των οικονομικών προσπαθειών των σοβιετικών δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας και για την οικονομική αναγέννηση της Γεωργίας.
Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει πιά ανεξάρτητη Γεωργία ή ανεξάρτητο Αζερμπαϊτζάν κτλ. Το σχέδιο που κυκλοφόρησε ανάμεσα σε μερικούς συντρόφους για να αντικατασταθούν τα παλιά κυβερνεία (της Τιφλίδας, του Μπακού και του Εριβάν) με μία ενιαία υπερκαυκασιακή κυβέρνηση επικεφαλής, είναι κατά τη γνώμη μου ουτοπία και μάλιστα αντιδραστική, γιατί ένα τέτοιο σχέδιο ξεκινάει ασφαλώς από την επιθυμία να γυρίσει προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας. Η αποκατάσταση των παλιών κυβερνείων και η διάλυση των εθνικών κυβερνήσεων στη Γεωργία, στο Αζερμπαϊτζάν και στην Αρμενία, σημαίνουν αποκατάσταση της τσιφλικάδικης ιδιοκτησίας της γης και τη διάλυση των κατακτήσεων της επανάστασης. Ολα αυτά δεν έχουν τίποτα το κοινό με τον κομμουνισμό.
Ακριβώς για να διαλυθεί η ατμόσφαιρα της αμοιβαίας δυσπιστίας και να αποκατασταθούν οι αδελφικοί δεσμοί ανάμεσα στους εργάτες των εθνοτήτων της Υπερκαυκασίας και της Ρωσίας, ακριβώς γι αυτό είναι απαραίτητο να διατηρηθεί η ανεξαρτησία και της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας. Αυτό δεν αποκλείει αλλ’ αντίθετα προϋποθέτει την ανάγκη μιας αμοιβαίας οικονομικής και άλλης υποστήριξης καθώς και την ανάγκη να συνενωθούν οι οικονομικές προσπάθειες των ανεξάρτητων σοβιετικών δημοκρατιών πάνω στη βάση της ελεύθερης συγκατάθεσης και πάνω στη βάση μιας σύμβασης» (οι εμφάσεις δικές μας).
Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Μπολσεβίκοι
Ζητάμε συγγνώμη για το εκτενές απόσπασμα, αλλά θεωρήσαμε ότι είναι αναγκαίο για να γίνει κατανοητή η λογική του Στάλιν και των Μπολσεβίκων. Τι προκύπτει από αυτό το απόσπασμα; Οτι οι αντιδραστικές κυβερνήσεις που κατόρθωσαν να σφετεριστούν την εξουσία σε Γεωργία, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν, μετά την επανάσταση του 1917, καλλιέργησαν τον εθνικισμό μέσα στους λαούς τους. Η κατάσταση που περιγράφει ο Στάλιν δε διαφέρει και πολύ από τη σημερινή κατάσταση.
Οι Μπολσεβίκοι μπορεί να πήραν την εξουσία στη Ρωσία μετά την επανάσταση, δεν μπορούσαν όμως να επικρατήσουν αυτόματα σε ολόκληρη την αχανή επικράτεια της πρώην τσαρικής Ρωσίας των πολλών εθνοτήτων και της μεγάλης αμορφωσιάς.
- Στο Αζερμπαϊτζάν, οι Μουσαβατιστές, εθνικιστικό κόμμα της αστικής τάξης και των τσιφλικάδων, βρέθηκαν στην εξουσία με τη βοήθεια των Αγγλων και των Τούρκων από τον Σεπτέμβρη του 1918 μέχρι τον Απρίλη του 1920, όταν τους ανέτρεψε ο Κόκκινος Στρατός.
- Στην Αρμενία, οι ντασνάκοι εθνικιστές τέθηκαν επικεφαλής της αστικής-εθνικιστικής κυβέρνησης, μετατρέποντας την Αρμενία σε στήριγμα των Αγγλων εισβολέων ενάντια στη νεαρή σοβιετική εξουσία. Εμειναν επικεφαλής μέχρι τον Νοέμβρη του 1920.
Οπως βλέπουμε, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα για τη νεαρή σοβιετική εξουσία ακόμα και τρία χρόνια μετά την επανάσταση. Οι Μπολσεβίκοι είχαν να αντιμετωπίσουν ένα σκληρό εμφύλιο πόλεμο από τις αντιδραστικές κοινωνικές τάξεις που δε θα εγκατέλειπαν τόσο εύκολα την εξουσία τους, αλλά και την εξωτερική επέμβαση. Αν επέβαλαν τη συνένωση των τριών Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας με τη βία, θα έχαναν κατά κράτος. Οι τσιφλικάδες θα κέρδιζαν την εμπιστοσύνη των λαών ενάντια στη νεαρή σοβιετική εξουσία.
Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερο ψέμα από τον ισχυρισμό περί υποχρεωτικής συνένωσης των δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας!
Οπως αναφέραμε παραπάνω, ο σχηματισμός μίας Ομοσπονδίας των Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας ήταν ιδέα του Λένιν, ο οποίος στις 28/11/1921 έστειλε στον Στάλιν επιστολή με την πρότασή του για τη δημιουργία μιας τέτοιας Ομοσπονδίας στο άμεσο μέλλον. Ο Στάλιν συμφωνεί, αλλά ζητά από τον Λένιν να δοθεί χρόνος μερικών μηνών, ώστε η ιδέα της Ομοσπονδίας να κερδίσει έδαφος μέσα στις μάζες, και ο Λένιν δέχεται.
Σταδιακή ένωση
Η προσπάθεια για το σπάσιμο του εθνικισμού γίνεται μεθοδικά από τους Μπολσεβίκους και πάντα με γνώμονα την ταυτόχρονη οικονομική ανάπτυξη των Δημοκρατιών και την αλληλοστήριξή τους.
Ο Στάλιν, στον τελικό λόγο του στο 12ο συνέδριο του ΚΚΡ(Μπ), που έγινε τον Απρίλη του 1923 (μετά τη δημιουργία της ΕΣΣΔ), περιγράφει το ιστορικό της συνένωσης των σοβιετικών Δημοκρατιών στην ΕΣΣΔ, ως εξής: «Σήμερα παίρνεται η απόφαση να ενωθούν οι οικονομικές προσπάθειες των τριών δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας, αύριο έρχεται η απόφαση να ενωθούν οι δημοκρατίες αυτές σε ομοσπονδία, μεθαύριο μία τρίτη απόφαση να ενωθούν όλες οι σοβιετικές δημοκρατίες στην Ενωση των Δημοκρατιών». Η ΕΣΣΔ είχε μόλις γεννηθεί (από το Δεκέμβρη του 1922), όταν έλεγε αυτά τα λόγια.
Για ποιο λόγο έγινε σταδιακά η ένωση; Ας δώσουμε ξανά το λόγο στον Στάλιν:
«Οι ανεξάρτητες δημοκρατίες στην αρχή προσεγγίζουν μεταξύ τους πάνω σε οικονομική βάση. Το βήμα αυτό έγινε κιόλας στα 1921. Υστερα, όταν γίνεται φανερό ότι το πείραμα της προσέγγισης των δημοκρατιών δίνει καλά αποτελέσματα, γίνεται το επόμενο βήμα, η ένωση σε ομοσπονδία. Ιδιαίτερα σε ένα τόπο σαν την Υπερκαυκασία, όπου δε μπορεί να τα βγάλεις πέρα χωρίς ένα ειδικό όργανο εθνικής ειρήνης. Ξέρετε την Υπερκαυκασία. Είναι μια χώρα όπου γίνονταν ταταρο-αρμένικες σφαγές από τον καιρό του τσάρου και όπου είχαμε πόλεμο τον καιρό των μουσαβατιστών, των ντασνάκων και των μενσεβίκων. Για να σταματήσει αυτή η φαγωμάρα, χρειάζεται ένα όργανο εθνικής ειρήνης, δηλαδή μια ανώτερη εξουσία που να έχει βαρύτητα…
Ετσι λοιπόν, λίγους μήνες ύστερα από την ένωση των οικονομικών προσπαθειών γίνεται το επόμενο βήμα, η ομοσπονδία των δημοκρατιών, και ύστερα από έναν χρόνο άλλο ένα βήμα που αποτελεί τον τελικό σταθμό στο δρόμο της ένωσης των δημοκρατιών, δημιουργείται η Ενωση των Δημοκρατιών (σ.σ. ΕΣΣΔ)» (οι εμφάσεις δικές μας).
Η Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας διατηρήθηκε μέχρι το 1936, οπότε οι τρεις Δημοκρατίες που την απάρτιζαν (Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία), με συνολικά δέκα εθνότητες, εντάχθηκαν ισότιμα στην ΕΣΣΔ. Επιβαλλόταν να διατηρηθεί για κάποιο χρονικό διάστημα για να αποφευχθούν πιθανές εντάσεις μεταξύ των τριών Δημοκρατιών, μέχρι να σταθεροποιηθεί η σοβιετική εξουσία.
Ο Στάλιν ήταν Γεωργιανός, όμως δεν ήθελε να ενδώσει στον γεωργιανό εθνικισμό. Γι’ αυτό στο 12ο συνέδριο, που αναφέραμε παραπάνω, στην εισήγηση που έκανε για τους εθνικούς παράγοντες για την ανοικοδόμηση του κόμματος και του κράτους (Στάλιν, Απαντα, 5ος τόμος, σελ. 284) προειδοποιεί: «Μπορούμε μήπως εμείς, παραγνωρίζοντας τα συμφέροντα της εθνικής ειρήνης στην Υπερκαυκασία, να δημιουργήσουμε τέτοιες συνθήκες που οι Γεωργιανοί να βρίσκονται σε προνομιούχα θέση απέναντι στις δημοκρατίες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν; Οχι! Αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε».
Από πού προερχόταν η προνομιακή θέση της Γεωργίας; Από το γεγονός ότι «η Γεωργία έχει το λιμάνι της, το Μπατούμ, απ’ όπου έρχονται τα εμπορεύματα της Δύσης. Η Γεωργία έχει ένα τέτοιο σιδηροδρομικό κόμβο, σαν την Τιφλίδα, που χωρίς αυτόν δε μπορούν να κάνουνε οι Αρμένηδες και το Αζερμπαϊτζάν που παίρνουν τα εμπορεύματά τους από το Μπατούμ. Αν η Γεωργία ήταν χωριστή δημοκρατία, αν δεν ανήκε στην ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας, θα μπορούσε να στείλει κανένα μικρό τελεσίγραφο και στην Αρμενία που δεν μπορεί να κάνει χωρίς την Τυφλίδα και στο Αζερμπαϊτζάν που δν μπορεί να κάνει χωρίς το Μπατούμ».
Βλέπουμε πόσους κινδύνους έπρεπε να παίρνουν υπόψη τους οι Μπολσεβίκοι για να εξασφαλίσουν την ισοτιμία των εθνοτήτων και την ειρήνη σε μια περιοχή που είχε βαφτεί με αίμα για πολλές δεκαετίες. Το έκαναν αυτό γιατί, παρά τη νίκη του Κόκκινου Στρατού και τη δημιουργία των νεαρών Σοβιετικών Δημοκρατιών, υπήρχαν παρεκκλίσεις που «έμπαζαν» από την πίσω πόρτα τον εθνικισμό κι αυτό ήθελαν να το αποφύγουν πάση θυσία.
Μία από τις παρεκκλίσεις αυτές, ήταν το διάταγμα για τη «ρύθμιση» του πληθυσμού στην πρωτεύουσα της Γεωργίας, την Τιφλίδα, στην οποία ζούσαν περισσότεροι Αρμένιοι (πάνω από το 35% του πληθυσμού) και λιγότεροι Γεωργιανοί (γύρω στο 30%)! Το διάταγμα αυτό, αν και οι εμπνευστές του έλεγαν ότι δεν καταφερόταν ενάντια στους Αρμένιους, ενάντια σ’ αυτούς καταφερόταν τελικά, αφού σκόπευαν να μετατοπίσουν τον πληθυσμό για να μείνουν λιγότεροι Αρμένιοι. Ο Στάλιν αντιτάχθηκε σ’ αυτό στην ομιλία του που αναφέραμε παραπάνω, παρουσιάζοντάς το ως παρέκκλιση. Μια παρέκκλιση που δεν έκαναν οι αντιδραστικοί (οι εθνικιστικές κυβερνήσεις είχαν πέσει), αλλά ηγετικά κλιμάκια της σοβιετικής εξουσίας στη Γεωργία. Αν ο Στάλιν έκανε τα «στραβά μάτια» σε τέτοιου είδους παρεκκλίσεις, οι εθνικιστικές εντάσεις στον Καύκασο δε θα αποφεύγονταν.
Επιστρέφοντας στο θέμα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, επισημαίνουμε ότι παρέμεινε αυτόνομο ακόμα και μετά το σοβιετικό σύνταγμα του 1936, όταν δηλαδή είχε σταθεροποιηθεί η σοβιετική εξουσία και είχαν καμφθεί οι εθνικιστικές παρεκκλίσεις. Στο άρθρο 24 του σοβιετικού συντάγματος του 1936, το Καραμπάχ συγκαταλέγεται στο Αζερμπαϊτζάν, όμως ως αυτόνομη επαρχία. Σύμφωνα με τα Αρθρα 90-93, κάθε Αυτόνομη Δημοκρατία έχει δικό της Σύνταγμα και Βουλή που εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια από τους πολίτες της.
Πώς επιτεύχθηκε η διαρκής ειρήνη;
Αν η ΕΣΣΔ ήταν ένα δικτατορικό κράτος, τόσο… δαιμονικό, όπως την παρουσιάζουν οι σημερινοί απολογητές του καπιταλισμού, τότε πώς για δεκαετίες διατήρησε την ειρήνη σε μια περιοχή όπως ο Καύκασος με τα τόσο έντονα εθνικιστικά μίση; Το τσαρικό καθεστώς, με την ξέχειλη βία του και τις θηριωδίες, δεν το κατόρθωσε αυτό.
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι αδύνατο χωρίς την οικονομική ανάπτυξη των περιοχών, χωρίς την άνοδο του βιοτικού και πολιτιστικού επιπέδου των μαζών. Αυτό ήταν που πέτυχαν οι Μπολσεβίκοι και γι’ αυτό κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ειρήνη στο εσωτερικό για δεκαετίες (ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος κατά των Γερμανών ναζί επιβλήθηκε απ’ έξω).
Τη ραγδαία ανάπτυξη του Ναγκόρνο Καραμπάχ στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας παραδέχτηκε και ο αντιπρόσωπος του Αζερμπαϊτζάν, Aγκσιν Μεχντιέφ, στη συζήτηση που έγινε το 2008 στον ΟΗΕ, υποστηρίζοντας ότι η περιοχή αναπτύχθηκε περισσότερο από την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής.
Αντιδραστική στροφή
Η αντιδραστική στροφή που πήραν τα πράγματα στην ΕΣΣΔ, από τη δεκαετία του ’50 κιόλας, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και αντισοβιετικά κείμενα, όπως το «Η κρίση του Ναγκόρνο Καραμπάχ: Ενα προσχέδιο για ψήφισμα», της ΜΚΟ Public International Law and Policy Group (Ομάδα για το Δημόσιο Διεθνές Δικαιο και την Πολιτική), τον Μάη του 2000, που αποσιωπούν όσα αναφέραμε παραπάνω, δεν εμφανίζουν στοιχεία για εθνικιστικές έριδες την περίοδο της σοβιετικής εξουσίας, μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1966. Τότε που η Σοβιετική Ενωση είχε ήδη μετατραπεί σε σοσιαλ-ιμπεριαλιστική χώρα και η παλινόρθωση του καπιταλισμού είχε ολοκληρωθεί.
Αυτό άνοιξε τον ασκό του Αιόλου με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν οι παλιές εθνικιστικές έριδες και τον Σεπτέμβρη του ’66 η πολιτική ηγεσία της «σοβιετικής» Αρμενίας να ζητήσει να επιστρέψει το Καραμπάχ στην Αρμενία! Οπως αναφέρει το κείμενο, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ξεκίνησαν και οι διαδηλώσεις στο ίδιο το Καραμπάχ, που αντιμετωπίστηκαν με άγρια καταστολή. Η τελική σύγκρουση έγινε όταν κατέρρεε πλέον η σοσιαλ-ιμπεριαλιστική ΕΣΣΔ και μετατρεπόταν από κρατικο-καπιταλιστική σε κλασική καπιταλιστική χώρα. Το αίμα άρχισε να ρέει από τότε και οι εθνικιστικοί πόλεμοι να διαδέχονται ο ένας τον άλλο.